Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Φήμιος


Τη μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης
Φήμιος που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.
«Κι είμ’ αυτοδίδαχτος εγώ, και μύρια στην καρδιά μου
άσματα εγέννησε ο Θεός…»

Όμηρος («Οδύσσειας Χ». Μετάφραση Ι. Πολυλά).

«Κάποιο θεό θα πείσμωσα, κάποιο μεγάλο κρίμα μ’ έσπρωξ’ εδώ μαζί σας· εγώ είμ’ ο καθαρός ρυθμός, τ’ ακάθαρτο είστε κύμα της τύφλας και της λύσσας. 5 Τον Τερπιάδη μ’ έσπρωξε μιαν άδικη κατάρα σε μαύρη καταδίκη, και σμίγει το τραγούδι της χρυσόχορδη κιθάρα με το ούρλιασμά σας, λύκοι. Εμένα ονειρευτήκατε υπάκοο στόμα, σκλάβο 10 για το ξεφάντωμά σας; Δεν είμ’ ευκολοσύντριφτη βαρκούλα εγώ· τον κάβο δεν τρέμω της ψευτιάς σας. Λείπει στα ξένα ο βασιλιάς, και είν’ άδειο το παλάτι, χυθείτε, χαροκόποι! 15 Του παλατιού κάθε γωνιά και πλατωσιά, γιομάτη από την Πηνελόπη. Κι αν τώρα την ορέγεστε, και λάγνα προς εκείνη τ’ απλώνετε τα χέρια, την παραστέκουν οι θεοί· γύρω της πάντα ειρήνη 20 και δύναμη απ’ τ’ αστέρια. Και νύχτα μέρα μάχεται, και υφάντρα και χαλάστρα, υφαίνει και ξεϋφαίνει, όσο που νά ’ρθει ο άντρας της, η μια για πάντα πλάστρα χαρά που την προσμένει. 25 Και θα γυρίσει εκδικητής ο άντρας· το μεγάλο δοξάρι θα τεντώσει, κι όλους αλύπητα, τον ένα απάνω από τον άλλο, στα όρνια θα σας δώσει. Και μοναχά του δοξαριού το δρόμο θα ποδίσει 30 του τραγουδιού μου η χάρη· ρήγας κι εγώ, κι ο βασιλιάς που θα ξαναγυρίσει στο πλάι του θα με πάρει. Την Πηνελόπη θα κυκλώσει Ολύμπια λαμπεράδα στον αργαλειό σκυμμένη, 35 κι όλα πλατιά, κι η πιο στενή θα φέξει χαραμάδα με φέγγος που ανασταίνει. Κι εκεί που τα σκουξίματα των τσακαλιών θα δέρνουν γύρω σας τον αέρα, εμένα της Πολύμνιας τα χέρια θα αεροφέρνουν 40 προς τη γαλάζια μέρα!»

Στων πονηρών ανάμεσα το απόκοτο κοπάδι τέτοια προφήτης έβλεπες και τέτοια μελετούσες προς την κιθάρα σου κλιτός, ω Φήμιε Τερπιάδη, κι απ’ τη νυχτιά του πόνου σου τραγούδια πλαστουργούσες· 45 παρόμοια κι απ’ την πίσσα γίνονται κάποια χρώματα που λάμπουνε περίσσα.

1903