Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πρώτη νύχτα

1

Είπε ο μεγάλος ποιητής: «Μες στα σκοτάδια το πιο βαθύ σκοτάδι είν’ η ψυχή. Ο άντρας της γυναίκας είναι το αίνιγμα, κι εσύ, γυναίκα, η σφίγγα του άντρα είσαι κι εσύ. 5('1) Ένας γκρεμός μέσα μου χάσκει, μαύρος νόμος, οϊμένα, οϊμέ! Το δικό μου γκρεμό κανείς δεν ξέρει, έξω από με».

2

Ω πολυστέναχτη καρδιά και ποθοπλανεμένη, χτυπάς ανυποψίαστη κι ολόβαθα κρυμμένη. 5('2) Πρόβαλε· η νύχτα γύρω σου ξάπλωσε μαύρη σκέπη· βόγκηξε· δε σ’ ακούει κανείς, κανένας δε σε βλέπει.

3

Ω Μούσα μου, όλοι πέτρα σε φαντάζονται, που σκαλισμένη μισοδείχνεις μιαν ιδέα, δυσκολοσίμωτη του κόσμου και άχαρη, και κάποτε για λίγους μόνο ωραία. 5('3) Όμως κανένας δε σοφίστηκε τ’ αφτί να βάλει απάνου στη μαρμαρωμένη ν’ ακούσει ένα καρδιόχτυπο, σαν καμπάνα θανάτου να σημαίνει.

4

Δίχως βουλή και δίχως γνώμη, οϊμένα! Ούτε περπάτημα, ούτε λόγος, ούτε χέρια, και μόνο ονείρου ένα μεθύσι προς τ’ αστέρια, προς τα ωραία, προς όλα, προς Εσένα! 5('4) Και μιας ορμής ντροπή, κι ενός χαμού η φοβέρα, κι εγώ ψυχών ακάθαρτων ο κληρονόμος· κι εκεί, που άθλια γονατίζει μ’ ένας νόμος, έχω φτερά ενός διάφανου γαλάζιου αέρα.

5

Ελεήστε τον, άνθρωποι, ελεήστε, και δεηθείτε, χριστιανοί, για τον αμαρτωλό. Άνοιξε, στόμα αφορισμένο, σιωπηλό, μιαν ιστορία της κόλασης γρικήστε. Πού είναι τα μάτια και τ’ αφτιά πού είναι, για να γρικήσουνε και για να ιδούνε; Στον κόσμο τούτο κι α δε βρίσκονται, από κάπου θα πάρουν είδηση, από κάπου, και θα ’ρθούνε.

6

Στη γη της αρνησιάς, της τύφλας, του πολέμου, κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου, Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου! Το ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου! 5('6) «Κι εγώ τα βλέπω, θα μου πεις, καθώς τα βλέπεις, κι εγώ τα ξέρω σαν εσέ. Μα κάπου αλλού, εκεί πέρα, όσο αξημέρωτ’ είν’ η νύχτα, που κυκλώνει σε, τόσο αβασίλευτη σου πλάθεται μια μέρα».

7

Αγνάντια το παράθυρο· στο βάθος ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο· κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο, ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ’ άλλο. 5('7) Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι, στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο, όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι, ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.

8

Πού είστε, Απρίληδες με τ’ άνθια, ωραίες βραδιές με τους γλυκύτατους αποσπερίτες, κι εσείς των όλων υπερκόσμιες ιδέες, κι εσείς Απόλλωνες του Ολύμπου και Αφροδίτες, 5('8) ασάλευτη του μυστικού τού ονείρου λίμνη, χαρές της λύρας, θεών παιάνες, ηρώων ύμνοι; Πέρασε μια πλατιά πνοή, πνοή χαλάστρα, κι έσβησε κι όλα τα τραγούδια κι όλα τ’ άστρα!

9

Σ’ ένα γκρεμό να πέσεις πήγαινες· ποιό χέρι σε κράτησε; Του είπες: «Χέρι, σ’ το χρωστώ· είσαι τ’ αστέρι που οδηγάει προς το ξανάνθισμα, προς την ανάσταση και προς το λυτρωμό». 5('9) Και σου αποκρίθη: «Είμαι το χέρι εγώ του ολέθρου, σε γλίτωσ’ απ’ τον ένα το χαμό, για να σε φέρω σε όλους του θανάτους, μέσα σε όλους τους γκρεμούς εγώ!»

10

Τους μενεξέδες έλιωσε το πέταλο του αλόγου, τη φοινικιά τη σώριασε γοργά το αργό πριόνι, 5('10) του κήπου η πόρτα κλείστηκε, γυρνώ στο σπίτι, πάει, σεισμός το ξεθεμέλιωσε· στο μνήμα πάω, με διώχνει.

11

Και τέτοιος που είμαι, και με τέτοια καρδιά, πουλί ολοτρέμουλο σ’ αρρωστημένα στήθια, από τους δυνατούς και τους μεστούς του κόσμου εγώ ειμαι πιο κοντά στο φως και στην αλήθεια. 5('11) Γι’ αυτό μουγκρίζει μέσα μου βαθιά, και μ’ όλη την αχάμνια μου και μ’ όλο το μαράζι, προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου μια καταφρόνεση. Και μου ταιριάζει.

12

Η αγάπη, και όλο κρίνα φέρνω σου, η σκέψη, φέρνω σου τ’ αχτιδωτό στεφάνι, ο πόνος είμαι, τα καρφιά σού φέρνω, είμαι η θυσία, φέρνω το σταυρό· σου φτάνει; 5('12) Στολίσου με τα κρίνα, ω Μούσα υπέρκαλη, και το στεφάνι φόρεσε τ’ αχτιδωτό, και βάλε τα καρφιά σ’ εμένα, κι εμένα σταύρωσέ με. Δεν πεθαίνω εγώ.

13

Το πέρασμα, το πέρασμα, το πέρασμά σου! Δεν έχει χτες, μήτε αύριο το πέρασμά σου, πάντα έχει σήμερα και πάντα εμπρός μου στέκει και πάντα υφαίνει οράματα και πάντα θάμπη πλέκει. 5('13) Το πέρασμα, το πέρασμα, το πέρασμά σου! Στα πλάτια των ωκεανών, στα μάκρια των ηπείρων τα μεγαλόπρεπα πουλιά και τα καράβια ντρόπιασε, και μάχεται με τους ρυθμούς των ιερών Ομήρων.

14

Με ξεριζώσανε και ανήμπορο με πήρανε του πόνου τα ποτάμια, κι έκλαψα, κι έκλαψα· τα δάκρυα μου σ’ ένα γυαλί τα φύλαξε κακόπραγη μια Λάμια. 5('14) «Άνθρωποι, λέει, εσείς, που η Μοίρα καταριέται, να καταφρονεθείτε από βαριάν ορφάνια, χάνοντας μια τη σιωπή και μια την περηφάνια, πάρτε και πιέτε!»

15

Πατέρα και μητέρα δεν τους γνώρισα, ο αντίλογος μ’ ανάθρεψε, με πότισε το μίσος, γύρω μου τιποτένιοι, η έχτρα αυτοκρατόρισσα, λίγη φροντίδα μέσα μου και πόλεμος περίσσος. 5('15) Γι’ αυτό και την Αγάπη σαν επρωταπάντησα, να φέρνει όλα τα όνειρα, να σέρνει όλα τα πάθια, με ξάφνισε σαν Ατλαντίδα αγνώριστη γιγάντισσα, που θα ’βγαινε από θάλασσας ολάνοιχτης τα βάθια.

16

Του Λόγου εσύ νεράιδα, της μητέρας μου και της ψυχής μου γλώσσα, καταφρόνια μύρια σκάψαν την όψη σου, έσκυψαν το μέτωπό σου· στυλώσου ορθή! Σου τραγουδώ τα νικητήρια! 5('16) Από τους κόσμους του Αύριο το μήνυμα της νίκης εγώ σού φέρνω, ως αστεριού, που ώς εδώ κάτου η λάμψη του ύστερ’ από χρόνους θά ’ρθει. Ω γλώσσα της Ρωμιοσύνης, ω νικήτρα του θανάτου!

17

Μες στου χειμώνα την καρδιά, της μυγδαλιάς τα λούλουδα, από τον ήλιο ιλάρωσε κι ο θυμωμένος μήνας, της ομορφιάς γύρω τριγύρω ένα στεφάνι πλέκετε, ξέσκεποι βράχοι και βουνά γραμμένα της Αθήνας. 5('17) Τα χιόνια είναι στον Πάρνηθα σαν άνθισμα κι αυτά, χαϊδεύει τον Κορυδαλλό δειλή χλωράδα ονείρου, του θείου του Βράχου του γελά η Πεντέλη, κι ο Υμηττός ακούει γειρτός το ερωτικό τραγούδι του Φαλήρου.

18

Κακός; Μακάρι να ήσουνα· κάτι χειρότερο είσαι· άπλωσες χέρι ανάξιο στη λύρα την ιερή, και πήρεν όχλος άμαθος το πεζοδρόμο τρίκλισμα για το τραγούδι το χρυσόφτερο· κι εσύ 5('18) θρονιάστηκες αστόχαστος παράπλευρα στον Ποιητή, και μήτε βρέθηκε κανείς να σε τραβήξει, κοίτα! Κι αντί να σε καταφρονέσει ο δίκαιος, οργίστηκε· όμως μια δόξα είναι για σε του στίχου του η σαΐτα!

19

Αμίλητη ώρα και αζωγράφιστη, για σε την όλη μέρα ζει κι όλη αγρυπνάει τη νύχτα, για σένα στο σκυλί το πεινασμένο μέσα του κι απόξω στο σκυλί της λύσσας κράζει: «Αλύχτα, 5('19) φάγε, δεν τρέμω σε». Για σένα υπάκοα βαστάει και σάρκας και ψυχής αργά βασανιστήρια. Κι έρχεσαι. Φέρνεις τα φαρμάκια, φέρνεις τα περίγελα, σε ντύματα βασιλικά και σε χρυσά ποτήρια.

20

Του σκλάβου ο σκλάβος είμ’ εγώ ο ανέλπιδος, το λυτρωτή δεν τον προσμένω πλια, πάω καθώς πάει του ρηχού νερού τ’ αργό ξεψύχισμα, προς την παντέρμη ακρογιαλιά. 5('20) Μα όλα τα ξέχασα, τα ξέχασα, τα ξέχασα, και σα Μεσσίας υψώνομαι σε νέα μια γης Ιουδαία, κάθε που γέρνεις και φυσάς προς τα μαλλιά μου την απαλήν ιερή πνοή σου, ω Μούσα Ιδέα!