Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στοχασμοί της χαραυγής

Ποιός είσ’ εσύ που με ξυπνάς πρωί; Δεν είσαι η διάνα, γλυκολαλούσα την τραχιά του στρατιώτη ζωή· δεν είσαι η αργοσάλευτη θρησκευτική καμπάνα, δεν είσαι ανθρώπου μίλημα, μηδέ πουλιού φωνή. 5 Κάποια στο δρόμο βήματα βαριά είστ’ εσείς. Τη Σκέψη, το Φως, τον Ήχο φέρνετε, τριάδα μου ιερή. Τί αν είστε σκλάβου ξύπνημα που τρέχει να δουλέψει; Τί αν είστε ασώτου γύρισμα που πάει να κοιμηθεί;

Ήτανε τ’ άνθια μετρητά, τα κρίνα ήτανε λίγα, 10 και να θερίσω ορέχτηκα τον κρινοθησαυρό, κι όλα τα κρίνα μάτιασα κι όλα τα κρίνα πήγα στον πλούσιο κήπο νά βρω τα και να τ’ αγκαλιαστώ.

Στον κήπο μού γελούσανε τα ρόδα, οι μενεξέδες κάτου από πέπλους μού έστελναν δροσοχαιρετισμούς. 15 Και πέρασα. Οι αμύριστοι στοχαστικοί πανσέδες με κοίταζαν, ασάλευτοι. Και στάθηκα σ’ αυτούς.

Στο μνηματάκι σου άνοιξε το ρόδον, ω γλυκέ μου! Το χέρι κάνει ν’ απλωθεί στο ρόδο, δε μπορεί· κάνει να τρέξει απάνου του το πέρασμα του ανέμου, 20 δειλό φιλάκι γίνεται, και, πριν το γγίξει, σβει.

Στο φως οι ανθοί σαν εκκλησιάς φεγγοβολούνε φώτα κι οι πεταλούδες αέρινες μεθούν σαν ευωδιές. Στον κήπο τον απόμερο δεν ήρθα καθώς πρώτα για τα φεγγοβολήματα και για τις ευωδιές. 25 Ήρθα προς τα τρεξίματα, κι ήρθα προς τα παιγνίδια, κι ήρθα προς τα χαμόγελα των όμορφων παιδιών, που κάνουν σαν πλατύ ουρανό τα ολόχλωρα στρωσίδια και δείχνονται σα θαύματα στα μάτια των ανθών.

Και των δικαίων τα μέτωπα περνούν αργά απ’ εμπρός μου, 30 ήσυχα νέφη από βροχή ποτιστική πλατιά· κι από τους άφεγγους βυθούς του κολασμένου κόσμου ακούω σαν αναθέματα, σαν αναφιλητά. Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμα που ξένη από τ’ ανθρώπινα και πέρα από καημούς, 35 υψώνεται προφήτισσα πλατωνική Διοτίμα προς υπερούσιους έρωτες, προς κόσμους νοητούς.

Ό,τι κι αν είσαι, ω λάμψη εσύ! σίδερο, πέτρα, ασήμι, αέρας, νέφαλο, όνειρο, όμοια σε λαχταρώ! Ιδέα και χέρια μέσα μου, κι η τέχνη κι η επιστήμη 40 να χτίσουν αγωνίζονται τον ίδιο το ναό.

Το πορφυρό, το πράσινο, τ’ άσπρο, τα μάρμαρα όλα τα θησαυρίζει μέσα της η Ρέα η μητρική· τα γύρεψα, και δώκατε σ’ εμένα κάτι απ’ όλα, δράκε Ταΰγετε, ξανθές Κυκλάδες, ω Αττική! 45 Και δάσος είστε ασάλευτο και αμίλητο, ω κολόνες, κι αργοπερνάτε ανάμεσα, Ρυθμοί και Στοχασμοί· μέσα στα μαύρα βάθη τους φωτόγραφτες εικόνες δείχνουν μπροστά έναν Έρωτα και πίσω μια Ψυχή.

Του ρασοφόρου σύντριψεν ο πέλεκυς κι η αξίνα 50 τα μεγαλόχαρα είδωλα στα βάθη των ναών· των συντριμμένων η ψυχή δε χάθηκε μ’ εκείνα, φωτοπλανήτης έγινε στα χάη των ουρανών, όσο που νέα ζωντάνεψεν αγαλματένια κρίνα στου διαλεχτού το λογισμό, στους κήπους των σοφών. 55 Του ρασοφόρου ο πέλεκυς δε σύντριψε κι η αξίνα τα μεγαλόχαρα είδωλα στα βάθη των ναών.

Στο μνηματάκι σου άνοιξε το ρόδον, ω γλυκέ μου! Είναι η χαρά σου; Ο πόνος σου; Είναι η καρδιά; Είσ’ εσύ; Αν είσαι νους, θυμήσου με· στόμα είσαι; μίλησέ μου. 60 —Του ασάλευτου είμαι σάλεμα, του τίποτε αστραπή.

Αφρίζει στο ποτήρι σου το αψύ κρασί το μαύρο. Γιά φέρε το ποτήρι σου στη βρύση μας εδώ, και μέρωσε και ρόδισε το αψύ κρασί το μαύρο με το νερό τ’ ολόδροσο της βρύσης μας εδώ. 65 Έχω μια σκέψη από δροσιά και μια καρδιά από λάβρα. Η κάδη βράζει, και η πηγή το νάμα κρύο σκορπά· κι έτρεξα και ζευγάρωσα τ’ αψά κρασιά τα μαύρα στο σκαλιστό ποτήρι μου με τ’ αλαφρά νερά.

Εκατό χρόνια πέθαναν, εκατό χρόνια πάνε. 70 Ω Ελλάδων ξημερώματα, ω Ελλάδων δειλινά! Κάμε τους ένα φέρετρο μεγάλο, ω πελεκάνε, κάρφωσε μέσα τους νεκρούς και θάψε τους βουβά!

Εκατό δράκοι ρήγισσα φυλάνε μαυροφόρα, ρήγισσα χήρα ολάρφανη, σε κάστρο ερημικό, 75 και σκάφτουν, και της κουβαλάν, για χάιδια και για δώρα, συντρίμμια από ’να ατέλειωτο παλιό της θησαυρό. —Δε θέλω τα συντρίμμια εγώ· καταραμένη η ώρα! Ανάθεμά σας, δράκοντες, που με κρατάτε εδώ! Τη ζωντανή ονειρεύομαι, και την ακέρια χώρα· 80 εκεί βασίλισσα ήμουνα, κι έγινα σκλάβα εδώ.

Εσείς που μεγαλόκραχτα πετάτε προς τα ύψη, κύκνοι λευκοί, και κύκνοι εσείς που σκίζετε απαλά της λίμνης τα βουβά νερά με μια βουβή μια θλίψη, ω κουρασμένα εσείς, κι εσείς, αδάμαστα πουλιά! 85 Ω κύκνοι που ονειρεύεστε να πάρετε τον ήλιο, και ω κύκνοι που προσμένετε τον ύπνο το βαθύ, μέσα μου είν’ έν’ απόμακρο κι απόκρυφο βασίλειο. Κύκνοι λιμνών και αέρηδων, σας ξαναβρίσκω εκεί.

Η αποδιωγμένη μου ζωή βρήκε σκεπή κοντά σου, 90 με καταδέχτηκες δικό σου, ω Φοίβε, λειτουργό, και πήρα από τη λάμψη σου κι απ’ τη θεότητά σου και τη Λιογέννητη έπλασα, δική σου δόξα, εγώ. Κι ένα χαιρέτισμα ύψωσα τρανό προς το είδωλό σου, και μου αποκρίθηκαν βραχνές και βάρβαρες καμπάνες· 95 και τί με τούτο; ασώπαστος ύμνος εγώ δικός σου. Σωπαίνουν οι διθύραμβοι; Αρχίζουν οι παιάνες.