Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η ξωτικιά

Όταν το βράδυ στο καλύβι μου η Σελήνη τα δίχτυα της απλώνει τα ονειροπλεμένα, πιάνετ’ εκείνο μες στα δίχτυα της κι αλλάζει και στοιχειωμένο δείχνεται σαν ένας πύργος· 5 και τότε αθώρητη απ’ τον Ήλιο, τον πατέρα της ροδοκόκκινης Υγείας, που τα μάτια κοντόφωτα κι αδιάφορα τ’ ανοίγει πάντα, μόνο στου φεγγαριού το φως ξεσκεπασμένη, φεγγαρογέννητη κι αυτή, προβάλλει ξάφνου, 10 αργά, καταμεσής του στοιχειωμένου πύργου η ξωτικιά η μεγαλοφάνταστη, η Αρρώστια· ασπρογαλλιάζει σαν τη θάλασσα της νύχτας και με το βήμα προχωρεί των κοιμισμένων, του θάνατου έχει τη χλωμάδα, όχι το κρύο· 15 το σκέλεθρό της το ελεφάντινο τυλίγει ένα κορμί σαν από πύρινον αέρα· σα μαυροκόκκινες φαντάζουν παπαρούνες του πέπλου της του ολόσυρτου τ’ αλλόκοτ’ άνθη, κι ακόμα πιο αλλόκοτα σ’ αυτόν απάνου, 20 σα λάμιες και σα δράκοι ιστορισμένα, θέρμες, αποκαρώματα, πονόκαρδα, βραχνάδες, και οι μπόρες και οι σεισμοί κι οι χαλασμοί των νεύρων. Το παραμίλημ’ απ’ τα χείλη της πετιέται, αταίριαστων ρυθμών και πρωτάκουστων γλώσσα. 25 Όμως με ξένο τίποτε και με δικό της, με τίποτε δε μοιάζουν τα βαθιά της μάτια· έχουν την όψη των απάτητων αβύσσων, και φαίνονται πως δε σαλεύουν, πως δε βλέπουν. Μα να μπορούσε σκύβοντας κανείς με δίψα 30 τα μάτια του στα μάτια της να καθρεφτίσει, θα ξάνοιγ’ εκεί μέσα βυθισμένους κόσμους, σα βουλιασμένες αιώνων όλων πολιτείες στων νεραϊδοσπαρμένων ωκεανών τα σπλάχνα.