Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πατρίδες

Στο μακάριο ίσκιο του Tigran Yergate
που αγάπησε τις «Πατρίδες» μου.

Όπου βογκάει το πολυκάραβο λιμάνι απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’ η χώρα, και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνη τα πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.

5(α΄) Πολύκαρπα τ’ αμπέλια την πλουτίζουν τώρα, το κάστρο της φορεί, παλαιικό στεφάνι, δίψα του ξένου, Φράγκου, Τούρκου, από την ώρα που το διπλοθεμέλιωσαν οι Βενετσάνοι.

Ένα βουνό αποπάνω της αγρυπνοστέκει, 10(α΄) κι ο Παρνασσός λευκοχαράζει στον αέρα βαθιά, κι ο ρουμελιώτης ο Ζυγός παρέκει·

αυτού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη μέρα, κι η μνήμη μου σαν όνειρο του ονείρου πλέκει γλυκιά μισοσβησμέν’ εικόνα, μια μητέρα.

Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι, από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα, ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι, μ’ έριξ’ εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.

5(β΄) Εκεί ο Βοριάς με τη Νοτιά, εκεί η πλημμύρα σε μάχη με τη ρήχη βρίσκεται μεγάλη, μακριά, μες στου πελάγου τον καταποτήρα, του ήλιου χάνεται το υπέρλαμπρο κοράλλι.

Εκεί απ’ της τρίκορφης Βαράσοβας τα ύψη, 10(β΄) σαν από πύργου δώμα, δέσποινα η Σελήνη στα ολόστρωτα νερά την όψη της θα σκύψει·

μα την αθώα εκεί παιδιάτικην ειρήνη και πουθενά δε γνώρισα· μόνο τη θλίψη· και τη σπίθα του νου που μια φωτιά έχει γίνει.

Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα, και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι, βγαίνουν αμάραντ’ από μάρμαρο τα κρίνα, λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.

5(γ΄) Στην Ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα, στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη, μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ’ η Αθήνα κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.

Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι· 10(γ΄) ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζει και βασιλεύει χιλιόψυχος· το πνεύμα και στο χώμα λάμπει· το νιώθω· με σκοτάδια μέσα μου παλεύει.

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση, κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι, βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου,

5(δ΄) εκεί η ψυχή μου ορέχτηκε να γλυκοζήσει στο μεγαλόπετρο όραμα της γης του Πύρρου, εκεί που χύνονται σαν ομορφιές ονείρου η μάνα της αυγής, της αρμονίας η βρύση.

Τ’ αθάνατου Τυφλού με νέα φωνή ελληνίδα 10(δ΄) σοφά εκεί πέρ’ αντιλαλούν οι ραψωδίες, εκεί αναπνέει από τα ρόδα ευωδίες

του Σολωμού η σκιά σε Ηλύσια, και τεχνίτης εκεί της λύρας ξαναζεί και την πατρίδα και τη δόξα ο Δημόδοκος υμνεί της Κρήτης.

Ξενοσπαρμένα ονείρατα μες στα όνειρά μου. Τάχα μια λίμνη, των αρχαίων η Μαρεώτις· κι έστρωνε με τον Όσιρη κρεβάτι γάμου η θεά που πάντα σκεπαστό το πρόσωπό της.

5(ε΄) Τάχ’ από τάφους, βάθη αγέλαστα, μπροστά μου άστραφτε κι η Ζωή με το χαμόγελό της, έκαιγε δίψα λιβυκή μες στην καρδιά μου, ο Ρα χτυπούσε πύρινος παντού τοξότης.

Τα δόντια αγνάντια μου έτριζε κάτι σα σκρόφα, 10(ε΄) κι ήταν η σκλάβα κι η άγρια ψυχή του Αράπη· κυλούσε ο Νείλος τα νερά τα κοσμοτρόφα,

κι εγώ λωτοστεφάνωτος έπλεκα τάχα στης φοινικιάς τον ίσκιο, σαν αγρίμι, αγάπη με σφιγγοπρόσωπη κι ορθόστηθη Φελάχα.

Αμαρτωλός καλογερεύω στ’ Αγιονόρος, με καίει ο Σατανάς κι η Κόλαση με τρώει, σε βαθύ πλάνο ρέμα πνίγομαι οδοιπόρος, είν’ η ψυχή μου χαλασμός και μοιρολόι.

5(ς΄) Το Αιγαίο γαλάζιος θησαυρός σμαραγδοφόρος, ο ουρανός και η γη σα Δάφνης και σα Χλόη, φυτρώνει της ζωής λαχταριστός ο σπόρος, βυζαίνεται απ’ των Όντων το μελισσολόι

των Όλων ο χυμός. Όλυμπος, Πήλιον, Όσσα, 10(ς΄) πελάγου κάθε κόρφος, κάθε στεριάς γλώσσα, η λιμνοφάνταστη Κασσάντρα, η Θράκη, γάμου

φορούνε φόρεμα, κι εγώ; «Κύριε, γίνου Σωτήρ μου!» Και θολώνω με τα δάκρυά μου το θείο Βρέφος, ζωγραφιά του Πανσελήνου.

Η Ρούμελ’ είναι μια κορόν’ από ρουμπίνι, κι είν’ ο Μοριάς μια σμαραγδένια λαμπυράδα, κι εφτάδιπλο τα Εφτάνησα είναι μπουγαρίνι, νεράιδα είν’ αφρογέννητη κάθε Κυκλάδα.

5(ζ΄) Κομματιασμένη κι η Ήπειρο γελάει κι εκείνη, κι η Θεσσαλία σκορπίζει μια ξανθή ομορφάδα· κρυμμένη στην πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη σα να ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα.

Ακόμα το έλατο της λεβεντιάς φουντώνει, 10(ζ΄) κι απ’ των αιώνων τους καημούς κι από τα πάθη του Διγενή η πνοή παντού χυμένη πλάθει

Κανάρη, Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη· και μες στης χρυσοπράσινης νυχτιάς τα βάθη ακόμ’ αργολαλεί του Κολωνού τ’ αηδόνι.

Από το Δούναβη ώς την άκρη του Ταινάρου κι από τ’ Ακροκεραύνια στη Χαλκηδόνα διαβαίνεις, πότε σαν της θάλασσας Γοργόνα, πότε σαν άγαλμ’ από μάρμαρο της Πάρου.

5(η΄) Πότε κρατάς τη δάφνη από τον Ελικώνα και πότε ορμάς με τη ρομφαία του βαρβάρου, και μες στο πλάτος του μεγάλου σου λαβάρου βλέπω διπρόσωπη ζωγραφισμέν’ εικόνα.

Εδώ ιερός ο Βράχος φέγγει σαν τοπάζι 10(η΄) κι ο λευκοπάρθενος χορός των Κανηφόρων προβαίνει και τον πέπλο της θεάς ταράζει·

και πέρ’ αστράφτουν τα ζαφείρια των Βοσπόρων, κι απ’ τη Χρυσόπορτα περνώντας αλαλάζει ο θρίαμβος των νικητών Αυτοκρατόρων!

Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία, χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι, κυλάει· κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,

5(θ΄) πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη, σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία, κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία, και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια 10(θ΄) των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο. Και τ’ είμαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβόλο απάνου, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.

Ταξιδευτής, ήβρα σ’ ακύμαντα πελάγη την Καλυψώ, και την πεντάμορφη Ελένη, και πήγα και με πότισαν οι Λωτοφάγοι τη λησμονιά των όλων τη μακαρισμένη.

5(ι΄) Μέσα στη χώρα την ηλιοπλημμυρισμένη στου Υπερβορείου στάθηκα θεού το πλάγι· μια νύχτ’ —απάντεχη φεγγοβολιά και ξένη— το μυστικό τ’ Αστέρι μὄδειξαν οι Μάγοι.

Και του Σαβά τη ρήγισσα στο θρόνο είδα, 10(ι΄) ψυχή, στα δάχτυλα ν’ αφήνει φως για χνούδι, κι αντίκρισαν τα μάτια μου την Ατλαντίδα

σαν έν’ απίστευτο του Ωκεανού λουλούδι. Κι όλων αυτών η μνήμη τώρα κι η φροντίδα μου γίνεται ρυθμός και στίχος και τραγούδι.

Γύρω στο εφτάστερο τ’ Αμάξι ουρανοδρόμοι αμέτρητοι, γιγάντων κόσμοι και θηρίων, ο Γαλαξίας, ήλιων ωκεανός, ο Ωρίων, τα Ζώδια, του Απείρου τέρατα και τρόμοι.

5(ια΄) Μουγκρίζει ο Λέων στην ερημιά των αιθερίων, κι η Λύρα παίζει, και σαν τρόπαιο και η Κόμη της Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοί και νόμοι μέσα στο χάος χάνονται των μυστηρίων.

Και με τον Ήλιο Κρόνος, Άρης, Γη, Αφροδίτη, 10(ια΄) σέρνονται, φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι προς του Ηρακλή το μεγαλόκοσμο μαγνήτη.

Μόνο η ψυχή μου σαν το πολικό τ’ αστέρι ασάλευτη, όμως λαχταρίζοντας προσμένει· δεν ξέρει από πού έρχεται, πού πάει δεν ξέρει.

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων, σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων, θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

5(ιβ΄) Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων.

Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο, 10(ιβ΄) αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω, κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα

του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη, κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.

1895