Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

9

Ω νικήτρα εσύ που λάμπεις, είμαι ο μαύρος άνθρωπος εγώ. Μ’ έχει ο πειρασμός περίγελο, και είμαι το αναγάλλιασμα της κάμπης.

5 Και ήρθεν ώρα που έβρισα άπιστος όλα τα μεγάλα της ζωής, κι αναγέλασα το πέρασμα της αγίας αρετής.

Ήρθεν ώρα που έψαξα, και τίποτε, 10 τίποτε δεν ήβρα μες στο νου· μήτε μιας πατρίδας είδωλο, μήτε δίψα ενός θεού.

Ήρθεν ώρα που έφυγα σαν από κατάρα από το σπίτι· 15 και την πλάση είδα σαν κάτεργο, και την παρθενιά σαν τον αστρίτη.

Τη γλαυκή περδικοστήθα Ελπίδα είδα σαν ευνούχο αράπη, και είδα σαν αρρώστια την αλήθεια, 20 και σα στρίγκλα την αγάπη.

Εσύ μόνο αχλώμιαστη, ακατάλυτη! Φέγγος πρωτινό και τελευταίο! Σου τ’ ορκίζομαι, και χάνω την ιερή των δακρύων ντροπή, και κλαίω.

25 Μέσα στην αχάμνια και στη γύμνια μου, στην ορφάνια μου και απ’ όλα ορφάνια, είσαι η δύναμή μου και η πορφύρα μου, και η μονάκριβή μου περηφάνια.

Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα, 30 (ω! η γαλήνη της ανυπαρξίας!) με παράστεκες· κι αν θά ημουν φως, θά ημουν, γιατί εσύ είσαι ο γαλαξίας!

Το καρδιόχτυπο και το μεθύσι εσύ αποθέωνες των είκοσί μου χρόνων· 35 είσαι ο θησαυρός ενός φτωχόσπιτου, και τ’ αγίασμα των άχαρων αγώνων.

Και είσαι τόσο εσύ καλόγνωμη, που κατέβασες μια μέρα από ψηλά μια δική σου αχτίδα, ω πανυπέρτατη, 40 και την έκαμες γυναίκα και καρδιά.

Κι αν δεν είμαι κάτι πλέον ανήμπορο και από τ’ άχυρο στο φύσημα του ανέμου, ρώτησ’ ένα χέρι που κρατεί με και μια σκέπη απάνωθέ μου!