Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

7

Όμως, ω Ηλιογέννητη, ω πηγή των αχτίδων όλων και των μύρων, ω θρησκεία των οραμάτων και αρμονία των θείων ονείρων! 5 Όποιου ανάψει τα σβησμένα μάτια το δικό σου φως κάτι αλλόφυλο γυρεύει και αδοκίμαστο μες στο γνώριμο το μέγα του Παντός! Ξέρει πως ο ήλιος βλέπει σε 10 ξαφνιασμένα, σαν ανθό που δεν έσπειρε το χέρι του· κι αν κανέν’ αστέρι τού ψιθύριζε: «Τάχα νά είσ’ εσύ ο πατέρας της;» Θα ’λεγε: «Δεν είμ’ εγώ!» 15 Όποιου ανάψει τα σβησμένα μάτια το δικό σου φως, ν’ ανεβεί την άσωστην ορέγεται σκάλα του Παντός.

Πέρα από του ήλιου τα παλάτια, 20 (ω! χυθείτε λόγια πλανερά, θάμπη των παιδιών, αφροί του ονείρου, φουσκαλίδες ηλιοχάιδευτες του σφιγγοσπαρμένου Απείρου!) όπου κόσμοι κύκνοι κελαηδούν, 25 όπου κόσμοι χύνονται λιοντάρια, κι άνθη οράματα και θάματα πουλιά· όπου ανάκουστα μουγκρίζουν και φυσομανούν προς το άπειρο φάλαινες, αρκούδες, ύδρες, ταύροι· 30 όπου μες στ’ αστρόχυτα νερά των Ηριδανών φαντάζεσαι πως οι Κένταυροι θα λούζονται κι οι Ωρίωνες, όπου οι Πήγασοι πετούν με τους Αϊτούς κι όπου οι Μέδουσες λιθώνουν, 35 όπου γίγαντες διαβαίνουν Σείριοι, και Ηρακλήδες πολεμούν ημίθεοι, όπου ορμούν Αλδεβαράν αλλόφυλοι, και σε νέαν αποθέωσην ασύγκριτην οι θεοί του Ολύμπου ζουν πλανήτες, 40 όπου φωτός χάη και τ’ αγέννητα, και όπου τα χαλάσματα κομήτες· μέσα εκεί στα ακαταμέτρητα, έξω από τα τετραπέρατα, πέρα από τους ζόφους των ταρτάρων, 45 πέρα από το φως των παραδείσων, όπου είναι τα τέρατα των ονείρων που κανείς δεν ονειρεύεται· μέσα εκεί στην υπερθαύμαστη παραζάλη των αβύσσων, 50 εκεί που όλα τα όντα, εκεί που όλα τα πλανέματα της γης και της ζωής, όσα η φύση σκόρπισε τριγύρω μας φοβερά και ωραία και μεγάλα, κι όσα ο νους έπλασε κι έθρεψε 55 μ’ ένα θείον αμβρόσιο γάλα, εκεί που όλα, εκεί που όλα, λυτρωμένα από τα σήμερα, και από τ’ αύριο λυτρωμένα και τα χτες, ξαναζούν τη ζήση του υπερτάτου· 60 εκεί που όλα τρέχουν τρέξιμο άπιαστον από το λογισμό, κι όλα καρφωμένα στέκουν από κάρφωμα παντοτινό· όπου το σκοτάδι του Θανάτου 65 σμίγει με τη φλόγα του Αιωνίου σ’ ένα σφιχταγκάλιασμα αλογάριαστον, όπου αστέρια όλο θωρεί το μάτι φεγγοτρέμουλα σαν άλλα μάτια κι όπου έν’ άλλο μάτι βλέπει 70 κάτι φοβερό ανιστόριστον αποπίσω από μια σκέπη· πέρα απ’ όλα, απ’ όλα, απ’ όλα, πέρα από τους ήλιους που φαντάζουν διπλοτριπλοαγκαλιασμένοι, 75 κι από αυτούς που ολογυρνούν σαν έρμοι σε μια παγωνιά, σε μιαν ορφάνια· πέρα από των Κρόνων τα στεφάνια, και από τα χλωμότατα φεγγάρια, πέρα από των ήλιων τα τοπάζια 80 και τα θαμπερά μαργαριτάρια· πέρα από των ήλιων τα γαλάζια φεγγοβολητά, και από των ήλιων πέρα τα σμαράγδια και τα οπάλια, πέρα από του ήλιου τα διαμάντια, 85 και των αστεριών τα ροδοκάλια· πέρα απ’ όλα, απ’ όλα, απ’ όλα, όποιου ανάψει τα σβησμένα μάτια το δικό σου φως, —ω! τα στερεώματα και οι γαλαξίες 90 που δεν έψαξε, δεν ήβρε νους ποτέ!— ονειρεύετ’ ένα κάποιον άλλον ήλιο που σε γέννησεν εσέ!