Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο πρώτος λόγος των Παραδείσων. Πασίχαρος

Ήρθε κι εσέ η αράδα σου για να με ταξιδέψεις.
Ασάλευτη Ζωή («Εκατό φωνές 56»). *

Μόλις παράλαβ’ εσέν’, ακριβέ, το φτωχούλι το μνήμα, σα θησαυρό που τον κρύβει ο φιλάργυρος μόλις τον έβρει, δίχως να πάψει φτωχά να τη ζει τη ζωή του σαν πρώτα, πλούσιο μ’ εσένα κι ατίμητο γίνηκε, μα έμενε πάντα 5 χώμα γυμνότατο· κι ήρθα και το ’καμα εγώ περιβόλι με τα χλωρά και με τ’ άνθια, ακριβέ, με νεράκι, με δάκρυα, δούλεψα εγώ κι η μητέρα σου, γνώμη, και χέρια, και πόνος. Του μισεμού σου κατόπι αποζήτησα κάποιο σημάδι κάπου να βάλω, όπως βάνει ο πιστός, της λατρείας του δείγμα 10 κόνισμ’ αγίου μες στα τρίστρατα για να βαστά του διαβάτη την προσευχή ζωντανή και το χέρι του ελέους υπάκουο. Κι έβαλ’ απλό κι από ξύλο σταυρό και του χάραξ’ απάνω μαλαματένιο σου τ’ όνομα, σαν την ψυχούλα που ήταν σαν από μάλαμα κι έλαμπε απάνω στ’ απλά της ζωής μας. 15 Πάει ο καιρός και σαπίζει το ξύλο και σβει τ’ όνομά σου. «Σκληρέ κι ανάμελε, του είπα, σαπίζεις και σβήνεις του κάκου!» Μά εισαι, ακριβέ, για το χώμα κορμί και πνοή για τα πλάτια, κι είναι διπλοί σου και οι τάφοι, στρωμένοι από μένα και οι δύο. Κι είναι σου ο δεύτερος τάφος τραγούδι, του θρήνου τραγούδι 20 και του ρυθμού, με το φως που φωτά, με τη φλόγα που καίει· Τάφος διαβάζεις απάνω του έν’ όνομα, κι είναι τραγούδι, και το τραγούδι σα χτίσμα που βλέπεις, περνώντας, μακριάθε, αεροβαλμένο, σε κάποια χλωρή μοναξιά μιας ραχούλας, ξεχωριστό, σφραγιστό, μυστικό, και λευκό και θλιμμένο, 25 καν εξωκλήσι πιστού, κάνε κιόσκι, φωλιά της αγάπης… Α! το δικό σου το χτίσμα, ακριβέ μου, δεν είναι, δεν είναι μήτε ξωκλήσι πιστού, μήτε κιόσκι, φωλιά της αγάπης. Θέμελα, τοίχοι, σκεπές, κιόνια, τρίκλιν’, αγάλματα, και όλα, στίχοι, γυρίσματα, ρίμες· το ποίημα· και μέσα κρεβάτι, 30 το ελεφαντένιο κρεβάτι, καημός, χαροπάλεμα, βόγκος, και στο κρεβάτι, ακριβέ μου, πανώριος εσύ και πεθαίνεις με του παιδιού τ’ αγγελόκρουσμα, με τη γλυκάδα του ρόδου, και με τ’ αγίου μαρτύρου το στέφανο. Και το τραγούδι τόσο απαλό, ξανθή τόσο η θωριά σου, και ο τάφος σου τέτοιος, 35 που ήρθαν οι άνθρωποι τώρα, προσέξανε, στάθηκαν, είπαν: «Νά τ’ αγγελούδι και νά το τραγούδι που κάνει και κλαίμε!» Γιατί το φως σου, ακριβέ μου, δεν είναι το πλούσια και ξάφνου σκληροχυμένο της μέρας, δαρμός νυσταμένων και αρρώστων· της χαραυγής το ροδόσταμο ήταν, και το ’πιαν οι ανθρώποι, 40 κι ανοίξαν μάτια, ξανά να το πιουν, να χορτάσουν για πάντα.

(Στέκουντ’ οι άνθρωποι πάντα στου λόγου μου αδιάφοροι τ’ άνθος, γιατί δεν το ’χουν οι κήποι τους κι έτσι σαν τέρας το βλέπουν. Ξένοι και μπρος στο τραγούδι μου οι άνθρωποι, ξένοι· το φως του τ’ αρρωστημένα πειράζει τα μάτια τους, και τα σφαλνάνε. 45 Κι έτσι στο σκότος ανόητα θαρρούν πως η νύχτα φωλιάζει στα λιοθρεμμένα τραγούδια μου κι όχι στα μάτια τους μέσα).

Μα εγώ δε θέλω την έγνοια, το κοίταμα εγώ των ανθρώπων, τούτου και κείνου· τον Άνθρωπο θέλω· τους άνθρωπους όχι· μόνο στον Άνθρωπο εγώ το λουλούδο του Λόγου προσφέρνω. 50 Μένα η χαρά της ζωής μου και η χάρη μου, η δέσποινα Μούσα, το μέτωπό μου βαθιά με του Πάντα σφραγίζει τη βούλα, με τη σφραγίδα του Τώρα ποτέ. Δε γυρεύω τους ήχους περαστικά που νοτίζουν τα μάτια των όσων περνάνε. Να της χαρίσω γυρεύω κι εγώ της αιώνιας Ιδέας, 55 για τα αιώνια, το χτίσμα που απάνου να στέκεται ολόρθο στα πολυτάραχα πέλαγα ατάραχο σα να το στήσαν οι νεροκόρες πολύτροπες, του ήρωα τεχνίτη δουλεύτρες. Δεν είμ’ εγώ για να χύνω σκοπούς και να δίνω τραγούδια κομματιστά, πεταχτά, σκορπιστά, της χαράς ή του πόνου. 60 Ήρθα να υψώσω τον πύργο, να χτίσω ήρθα νά! το γιοφύρι, αψηφητής ποταμών ή γκρεμνών ή κυμάτων ή αέρων· κι αν να ποτίσει τα πρέπει το αίμα τα χτίσματα τούτα για να ριζώσουν, θα δώσω το αίμ’ απ’ τα σπλάχνα μου, θύμα σφάζοντας πάναγνο, μόνος μου. Και ήρθα να βάλω στα λόγια 65 τα πιο σοφά το κορμί το πιο στέρεο, και ήρθα να ρίξω θαμπωτική μια πορφύρα στη μάγισσα γύμνια των κύκλων, των ιδεών, των ψυχών, των ερώτων, των κόσμων, των όλων.

Χαίρετε! Χαίρετε πρώτοι κι απ’ όλους οι αρχαίοι και οι πρώτοι, που να ξεχνιέστε μπορεί, μα που υπάρχετε, μήτε περνάτε, 70 Όμηρ’, Αισχύλε, Λουκρήτιε, Μίλτονα, Δάντη, Σαιξπήρε, κι ύστερ’ εσύ που δεν έχεις καν όνομα, κι είσαι γιομάτος απ’ την ψυχή του μεγάλου μου Γένους, κι αν όνομα θέλεις, είσαι ο Λαός, είσ’ εσύ ο ραψωδός κι ο Ακρίτας, του Κωσταντή πλαστουργέ, της αγνής Αρετούσας πατέρα, 75 άξιος εσύ να δεχτείς το φιλί του πικρού Φλωρεντίνου. Κι ύστερα χαίρετε κι όλοι, αποδώ κι αποκεί κι αποπέρα, ω ρυθμοπλέχτες ποιητές, λατρεμένοι δάσκαλοι και φίλοι, που τα τραγούδια στον άνεμο δεν τα σκορπάτε μονάχα ξέγνοιαστοι και όπου, σαν κίτρινα φύλλα ή σαν πούπουλα ολάσπρα, 80 κι είν’ επική σας η λύρα, της θείας γαληνιάς το κρυστάλλι περιμαζώνει και ήσυχο κάνει φως άσπρο τη σκόρπια, την ανυπόταχτη κόκκινη φλόγα του πάθους. Γερμένοι στων οραμάτων τα πέλαγα μέσα ή κλιτοί προς τα όντα και της ζωής και της πλάσης με τρίσβαθα ορθάνοιχτα μάτια, 85 δώσατε πρόσωπ’ ανθρώπου στα όνειρα, δώσατ’ αγγέλων όψη στα σώματα, εσείς των ωραίων με καιρούς και με κόπους οι αρχιτέκτονες! Θέλω. Τραβώ προς τη μαύρη την πόρτα, την κλειδωμένη, στη μέση δυο κόσμων, αυτού κι ενός άλλου. —Παραμονεύει ξεσκέπαστη πίσω απ’ την πόρτα η Αλήθεια.— 90 Κλειδοκρατόρισσες, ω! τα κλειδιά, κλειδοκράτορες! Κίρκες, κλειδιά! Αφροδίτες, Βιργίλιοι και Σίβυλλες, ω Βεατρίκες! Ταίρι το θείο σας περπάτημα κάμετε με το δικό μου το θνητό πόδι που πάντα σκοντάφτει. Οδηγήστε με. Είμ’ άξιος. Σάτυρε, εικόνα του κόσμου θεού που ένα κόσμο την κάνεις 95 του Βίχτορ Ούγου τη χάλκινη σάλπιγγα με την πνοή σου, κι εσείς, πανάγαθοι Πρόσπεροι με τη βοήθεια των Άριελ, κι εσείς αξήγητες πάντα και υπέρτατες μάνες, φυλάχτρες των Ελενών για ταιριάσματα νέα με τους Φάουστους!

Κίρκη, Αφροδίτη, Βιργίλιος και Σίβυλλα και Βεατρίκη, 100 Άλκη μου, εσύ! Τη θνητή σου ζωή τη γνωρίζει τούτο σου τ’ όνομα, νά την και η νέα ζωή σου ροδίζει με τ’ όνομά σου το νέο, ακριβέ, της αθάνατης ζήσης. Κράζεσαι τώρα Πασίχαρος, χάρη των πάντων, των πάντων γνώστης εσύ, ρυθμιστής και οδηγός προς τα ύψη που φέρνουν 105 σε κορφές κάποιες απάτητες, ίσα, Ιμαλάιων κι Ολύμπων. Των αλλασμάτων, απίστευτων, μέγας θεός είν’ ο Χάρος! Όχι τραγούδι μ’ εσένα, τραγούδι όχι πια προς εσένα, όχι τραγούδι, σαν κρίνου και σαν υακίνθου λουλούδι· μήτε η δροσιά του παιδιού, μήτε η στάλα στου τάφου το χόρτο 110 κρουσταλλιασμένη, που αν είναι διαμάντι δεν ξέρεις ή δάκρυο. Όχι τραγούδι· τροπάρι θα ψάλω μ’ εσέ και για σένα, μεγαλυνάρι του όρθου από ψάλτη που μόλις το στόμα τ’ αργοκινά στο στασίδι του ασάλευτος μέσα, τα χέρια σταυροδετά στη μαυράδα του ράσου του απάνω, σαν ίσκιος, 115 μόνο φωνή, κάποιο βούισμα βαρύ και μονότροπο, μόνο μάτι ασκητή που δε φεύγει απ’ τ’ ολάνοιχτο μπρος του φτωήχι, μάτι, παρά για να πάει να σταθεί καρφωτό και να σβήσει πέρα απ’ τον άσπρο ουρανό που γεννά, καθώς καίει, το λιβάνι, πέρα, στο ψήλος του τρούλου όπου κρέμεται κι όλο σε βλέπει, 120 τριγυριστός από μάτια, όλος μάτι κι εκείνος ο ίδιος, ο Παντοκράτορας… Μεγαλυνάρι που αργόχυτο κι έτσι στης εκκλησιάς τα θαμπά και στου όρθρου τα θάμπη, δεν ξέρεις αν απ’ ανθρώπου ήρθε στόμα, ή αν είναι μουρμούρισμα κάποιο που ισοζυγιάζοντας πάντ’ ανοιχτά τα φτερά μουρμουρίζει 125 το μυστικό Περιστέρι αποπάνου από τ’ άγιο το Βήμα. Ένα τροπάρι. Κι εγώ θα το ψέλνω, κι εσύ στο πλευρό μου κανοναρχώντας, παιδί του χορού, θα κρατάς μου το ίσο, κι η λυγερή σου φωνή θ’ ανεβαίνει, γιομίζοντας τ’ άδεια, όλα αρμονίζοντας, δέηση μαζί κι αποκάλυψη και ύμνος, 130 σα να τα στέλνει ένας άγγελος γαλανοφόρος που στέκει, ζωγραφισμένος απάνω στο τέμπλο, που στέκει, μα τρέχει κάποια μεγάλη χαρά για να φέρει σε κάποιο από τ’ άστρα. Και το τροπάρι, δε θα είναι απ’ αυτά που γεννιώνται, τρανεύουν, δέρνουνται μαύρα και κλαίουνται και σβηούνται σ’ αγέλαστες πέτρες 135 μιας χριστιανής εκκλησιάς. Θα ’χει μέσα του όλους τους ήχους για να ταιριάζει, στον κάθε ναό, με το φως της καντήλας και με τη λάμψη του ήλιου, θεούς, τους Χριστούς με τους Βάκχους.

Μήτε ο λεβέντης ο στίχος που ακέριο το Γένος χωράει στα δεκαπέντε φτερά του, είτε μύρεται, είτε αλαλάζει, 140 μήτε οι ρυθμοί, των αρχαίων αντίλαλοι, τώρα ήχοι νέοι, μήτε ο ανάπαιστος, μήτε κι ο ίαμβος, μήτε ο τροχαίος. Είναι πουλιά που αλαφρά και τρελά παιγνιδίζουν και πλάνα, κι από την έγνοια του κόσμου μεστές ξελογιάστρες κιθάρες. Δε θέλω εσάς. Ω παλιέ και σεμνέ και μονότονε στίχε, 145 θέλησα, Εξάμετρε, σένανε, κι έσκυψα, σ’ έπιασα, ώς τώρα παραριμένε ήχε άχαρε κι άτυχε σ’ άμαθων έργα, βάλθηκα, σένανε θέλησα, κι όσο οι καιροί κι α σ’ αλλάξαν, πρώτα μαζί με τους Όμηρους, ήρωα, κι ύστερ’ ακόμα των υπερούσιων ω κήρυκα στ’ Ακραγαντίνου τα χέρια, 150 νόμε, που πια το τραγούδι δεν είσαι, και λόγε, που είσαι μέτρο και τάξη, αριθμός που τα πάντα νοείς και τρανεύεις, πάρε τη σκέψη μου εσύ, μη την κάμεις τραγούδι, μονάχα συντρόφευέ την απλά και σιγά, και το ρέμα της κράτα μέσα στην κοίτη, να ρέει μεγαλόπρεπα κι ήσυχα η σκέψη.

155 Και θ’ ανεβούμε ψηλά και ψηλότερα κι όλο στα ύψη. Σύντροφο κι άγγελο εσέ και παιδί μου παντέχω και σκέπη. Και θ’ αψηφήσουμε ανήφορους, λάκκους, γκρεμούς, μονοπάτια, δάσια, λιβάδια, ερημιές, ποταμούς, ωκεανούς θα διαβούμε, και τα στενά, τα πλατιά, τα χλωρά, τα τραχιά, νύχτες, ήλιοι, 160 και πολιτείες και λαοί, θά ’ρθουν, όλα· κανείς δε θα λείψει. Και του υπεράνθρωπου δρόμου λιμάνια και ανάπαψες θα είναι πότε ουρανός, πότε γη· και οι Κορφές, κάθε δρόμου το τέλος. Των ιδεών τους Παράδεισους θά βρουμε και των ερώτων. Κατά την ώρα, Πασίχαρ’ εσύ, προς εμέ θα δανείζεις 165 της Φαντασίας τα φτερά, το ραβδί της Μελέτης, κι απάνου, πιο απάνου απ’ αυτά, θα μ’ απλώνεις τα δυο σου τα χέρια, και δυνατότερο ακόμ’ αντιστύλι απ’ τα δυο σου τα χέρια, το χαμογέλιο σου θα ’χω και θα ’χω το φως του ματιού σου.

Ακολουθώντας το λόγο μου τότε, οργοτόμε του νου μου, 170 με της φωνής σου την άρπα, Πασίχαρε, αρχίνησες, είπες:

«Ναι· θ’ ανεβούμε ψηλά και ψηλότερα, κι όλο στα ύψη. Και στην κορφή θ’ ανεβούμε να βρούμε μια Ρήγισσα ονείρου. Μαλαματένιοι αργαλειοί. Της Παράδοσης αχνοϋφαίνει κι αργοκεντά τα μαγνάδια· στο πλάι της ο ασώπαστος ρήγας, 175 το Παραμύθι, απ’ το αίμα της αίμα, αδερφούλης της κι άντρας· νά το Τραγούδι, ρηγόπουλο, αϊτού κι αηδονιού μαζί πλάσμα. Κι απέ θα πάμε στην άλλη Κορφή· την ορίζει ο Θεσπέσιος, ο ήρωας· της πίστης εκείνη ο παράδεισος· κοίτα το εκείθε τρομαχτικό το προσκύνημα κάθε καιρού, κάθε τόπου 180 σε όλων, θεών και ειδώλων, και τ’ άγια και τ’ άγρια τα πόδια. Και θα περάσουμε σ’ άλλη Κορφή, και σ’ αυτή θα δεχτεί μας ο ήρωας Ατρόμητος· ναός της γαλήνης και κάστρο της τόλμης, της ξεσκεπάστρας του νόμου σοφίας ο παράδεισος νά τος! Θνητέ, χαρά σου! Στα πόδια σου νά κι οι θεοί πεθαμένοι, 185 τα είδωλα τρίμματα, γαύρος κι εσύ στυλωμένος ολόρθος. Κι ύστερα σ’ άλλη Κορφή. Ο παράδεισος τούτος ο πλάστης, τούτο το κράτος του Ολύμπιου. Τα είδωλα, τρίμματα που ήταν κι οι πεθαμένοι θεοί, ξυπνημένοι απ’ ανάσταση, λάμπουν ξαναχτιστοί, δυνατότερα, πιο διαλεχτοί, κι όλοι ωραίοι. 190 Ήχων, γραμμών και μαρμάρων ουράνια δοξάρια, κι εμπρός τους γονατισμένος ο Άνθρωπος, λάτρης και σκλάβος του πάλε! Κι ύστερ’ ακόμ’ αναπάντεχη Εδέμ και αζωγράφιστα ύψη, κοίτα! η Κορφή της αγάπης! Του άστρου του ολόγλυκου αχτίδα, και της θυσίας βωμός και πνοή και γυναίκα οδηγήτρα, 195 ποθοκρατόρισσα, νά τη, στερνή τρικυμία σου, λατρεία βασιλεμένης καρδιάς, η καλή σου, η ψυχή σου, νά η μία! Ξανασαλεύτε καημοί πρωτινοί κι απ’ τις στάχτες τους μέσα σπιθοβολήστε τον έρωτ’ αγνό, δολερό, πάντ’ αφέντη, της αλησμόνητης νιότης κορόνες χλωρές, ω παιδούλες! 200 Κι ύστερα πάμε στην άλλη Κορφή που θρονιάζεται κύρης κι είν’ άρχοντάς της ο Πρόγονος. Άδραξε τα γόνατά του, τα ροζωμένα τα χέρια του φίλησ’ τα· είν’ ο γενάρχης. Στο Μισολόγγι πολέμαρχος, ασκητευτής στ’ Αγιονόρος, και ξηγητής των αρχαίων χρησμών και προφήτης καινούριων, 205 απ’ το χρυσό του σπιτιού μας βιβλίο τ’ ανοιγμένο μπροστά του, τα ιστορικά θα σου πει της γενιάς μας που η Μοίρα την έχει με χωριστή μια σφραγίδα βαθιά σφραγιστή να δουλεύει σα γιατροβότανο, μάρμαρο, μέλι, μαχαίρι, το Λόγο. Κι ύστερα ο Πρόγονος μέσ’ από κάποια κατάβαθη τρύπα 210 θα πάει να πάρει για σε και για με και πλατιά θα τ’ ανοίξει το λαμπερό, θαμαστό με τα μύρια του φύλλα δεφτέρι του δοξασμένου μας Γένους, κι εμείς θα του πούμε: "Πατέρα, πέρασε, πέρνα γοργά τ’ ασημένια του φύλλα, γιά στάσου πάνου απ’ τα φύλλα του που είναι σαν πίσσα, ν’ ακούσουμε θέμε 215 τ’ άγια του Γένους μας πάθη απ’ την ώρα που πάρθη η μεγάλη Πόλη, η καρδιά του, ν’ ακούσουμε θέμε από σε και τ’ Ανάστα! Πες μας τ’ Ανάστα! Παράξενο γύρω τριγύρω στ’ αφτιά μας ας γρικηθεί κι ας βογκήξει, κι απάντεχο. Εσύ μη δειλιάσεις! Πες μας τ’ Ανάστα, κι ας είν’ άλλου κόσμου προφήτης ο λόγος, 220 χαλαστής κόσμος των είδωλων που είναι καμάρια και πλάστης. Κάλπικοι αρχόντοι, τρομάρα σας, τύραννοι μικρομεγάλοι! Ονειρεμένη ολωνώ μια πλατιά Πολιτεία μητέρα, ευλογητή στα βαθιά των καιρών, και όσο απίστευτη, λάμπε!" Κι ύστερα πάμε να βρούμε την έρμη Κορφούλα στ’ απόσκια, 225 που είναι για σε και για μένα, τους δυο, και για κάποιους ακόμα τον τρεις φορές βλογημένο παράδεισο, που είναι το σπίτι, το κοσμικό μας το σπίτι, βαλτό στα γλαυκά της Ιδέας. Και βασιλιάς εκεί εσύ, βασιλόπουλο εγώ, και η μητέρα τω’ μητεράδων ο νους μες στις όμορφες όμορφη, ταίρι 230 και τ’ αδερφάκια μου γύρω, με δόξας και στέφανα και όψες ίδια θα βρούμε λογάκια απ’ τις ίδιες καρδούλες λουσμένες μέσα σ’ αθάνατης νιότης μια λίμνη που πλάι μας θα λάμπει».

Είπες· κι εγώ κι ολοτρόγυρα στύλωνα ολάνοιχτα μάτια και την πνοή μου κρατούσα, ακοή μόνον ήμουν, ζητούσα, 235 κι είχα ματιά γερακιού και το σκάψιμο ανήσυχου αλόγου, να σε ξανοίξω, ακριβέ, τη φωνή σου από πού, τη θωριά σου αποπέρα· όμως δεν έβλεπα τίποτε, αστόχαστος, ούτε μπορούσα να καταλάβω πως ήσουν εσύ, και λαλιά σου και όψη, μέσα σ’ εμένα· κι ενώ μεστός ήμουν παιδί μου από σένα, 240 και στη φωλίτσα σου εσύ, σ’ απογύρευ’ αλλού, που δεν ήσουν. Κι ήρθες και σώπασες κι ήρθα και βρέθηκα πάλε στον κόσμο, με τον τριμμένο σταυρό, το σβησμένο όνομά σου, στο μνήμα. Είπε η μητέρα σου· «Κοίτα, ο σταυρός του τριμμένος, σάμπως και μέσα μας κάποιο σαράκι να το ’χει τρυπήσει 245 το κόνισμά του· σβησμένο κι αυτό το μελένιο όνομά του, σα να ’χει σβήσει και μέσ’ από μας η φροντίδα του». Κι είπα: «Πάμε, γυναίκα, στον ήσυχο μαρμαροπλάστη που το ’χει στο κοιμητήρι σιμά τ’ αργαστήρι του, βρίσκεται πάντα καλοπροαίρετος, είναι του θάνατου γείτονας, δείχνει 250 στενοζωγράφιστο γέλιο στα χείλια του αμάντευτο, κάτι σαν αργοστάλαχτη σκέψη και απλή που δεν έγινε λόγος κι έμεινε μόνο χαμόγελο, κι είναι τεχνίτης, και σταίνει τους ταπεινούς τους σταυρούς που είν’ ολόχυτοι κι είναι από πέτρα, στα ταπεινά τα μνημούρια που είν’ άσειστοι βράχοι, και ξέρει 255 μαλαματένια τα γράμματ’ απάνω σ’ αυτούς να σκαλίζει, και να μη σβήνει το μάλαμα χέρι, βροχή, καιρός, δάκρυο. Πάμε, γυναίκα, τον ήσυχο μαρμαροπλάστη να βρούμε!»

Το δειλινό πώς μελίχρυσο χύνοταν, όχι στην πλάση· το δειλινό το μελίχρυσο χύνοταν γύρω στην πέτρα 260 που είχα σκαμνί μου και κάθομουν κι ήμουν του τάφου σου βίγλα· κι ένα παιδί, μαρμαράς ανοιχτόκαρδος, δώδεκα χρόνων, με το σφυρί του ενός τάφου την πέτρινη δούλευε ζώνη, και τραγουδούσε, δουλεύοντας, όλο μια ρίμα στον ήχο που σαν το γάργαρο τρέχει νερό, κι είναι ρίμα του πάθους, 265 για να πεισμώσει το θάνατο, για να ζηλέψει το μνήμα: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ σα τα μάτια μου τα δυο. Κι ήταν ο αέρας βαρύς παραπέρα, και η γη παραπέρα σαν από κάμα γυμνή, και βοή παραπέρα, όχι δάσου, 270 μήτε πελάγου· φροντίδας αταίριαστη βοή και βλαστήμιας, κι ο μαρασμός παραπέρα, το σύγνεφο, η μούχλα, το κρύο. Γύρω μου ω τί ξαστεριά! Της σιωπής και των ήχων οι γάμοι, και τα πανηγύρια των ίσκιων εκεί, τα παιγνίδια των ήλιων, κι οι μυρουδιές των ανθών και των κλάδων τα χάιδια, και κάτι 275 που αναπαμένο τη ζει τη ζωή σ’ απαλότατη κλίνη. Κι ήταν ο γύρω μου κόσμος σαν κόσμος ανάερος ψηλάθε, δεν τον ξεχώριζε μάκρος της γης απ’ τον κόσμο τον κάτου, μα τον ξεχώριζε τ’ άδειο τ’ απέραντο, δρόμος των άστρων! Κι εκεί που ρίζα τα πόδια σου κάμαν, υψώθηκε μαύρο 280 το κυπαρίσσι· κι αγνώριστο κάποιο πουλί στα κλαδιά του μ’ ένα μυστήριο κελάηδισμα βάλθηκ’ εμέ να γνωρίσει.

Στον πολυθόρυβο δρόμο το σπίτι μου στέκεται· ο δρόμος, του κουρνιαχτού και της λάσπης του κόσμου· μονάχα ένα πεύκο στο παραθύρι μου αγνάντια της πλάσης το χαίρε μού στέλνει· 285 απ’ τα σαϊτόφυλλα μέσα του πεύκου μοσκόβολου κάθε που ξημερώνεις, ω αυγή, και που πέφτεις, ω βράδυ, σκορπίζουν όλα της γης τα πουλιά τα τραγούδια τους όλα για μένα. Κι είμαι, στου δρόμου, κλεισμένου και αΐσκιωτου πάντα, τη μέση, κι είμαι βαθιά σα να ζω στην καρδιά ρουμανιού φουντωμένου 290 που είναι της φύσης ναός κι είμ’ εγώ λειτουργός του ερημίτης. Μα των πουλιών η ορχήστρα ποτέ στους κρυψώνες του πεύκου τη μουσική να την πιω δεν την πρόσφερε ακόμα σ’ εμένα, σαν το πιοτό που με πότιζε αυτό το πουλάκι, το ένα.

Η Φαντασία μου, λόγος· και τίποτε θάμα δεν είναι, 295 κι είν’ εδώ κάτου ένα θάμα στα θάματα, ο νόμος των όντων. Όμως της πλάνης κανείς τρανταχτής, και κανείς της αλήθειας ψάχτης, Λουκρήτιος τραχύς, και λεφτόγνωμος μήτ’ Ευριπίδης δε θα μπορούσαν την άγια από μέσα μου πίστη να σβήσουν της μεθυσμένης στιγμής, που γρικούσα, του τάφου σου βίγλα, 300 να κελαηδά το πουλί. Και ψιθύριζε η πίστη: Δεν είναι στόμα πουλιού· είν’ αυτός! Ω Ψυχή τ’ ακριβού μου, τί θέλεις; τ’ είναι σου αυτό το κελάηδισμα; πόθος; παράπονο; πόνος; Μοιρολογάς το χαμό; διαλαλείς τη χαρά του μακάριου; Τάρταρων είσαι δαρμός; είσαι αλάλασμα πέρ’ από τ’ άστρα; 305 Να μπιστευτείς μου ζητάς το κρυφό της ζωής; Τί γυρεύεις; Ό,τι γυρεύεις, υπάρχει μιαν ώρα, έρχετ’ ώρα —και νά την!— που προς εμένα γυρίζω, κοιτάζομαι κι ανατριχιάζω! Πού είναι τα πόδια μου εμέ και τα χέρια και πού τα φτερούγια για τα ταξίδια περήφανα στ’ άφταστα τα κορφοβούνια; 310 Για μένα, εσείς ιδεών ουρανοί και παράδεισοι ερώτων; Μένα ο δικός μου παράδεισος είν’ ένας λάκκος, μια φούχτα χώμα, σκαφτό στο πλευρό του δικού σου του λάκκου, ακριβέ μου. Μένα η κορφή και το τέλος του δρόμου είν’ αξύπνητος ύπνος. Κι αν ο Πασίχαρος είσαι, από σε μια χαρά ζητιανεύω: 315 Τόπο στο πλάι σου νά ’ρθω και να γείρω όπου κείτεσαι, τόπο! Τόπο για μέ το κορμί, μια πληγή, στο σπιτάκι σου τόπο! Τόπο για μέ την ψυχή που ονειρεύοταν όλο τον ήλιο κι ένας αράπης την έδερνε πάντα σ’ ανήλιαγη τρύπα. Τόπο για μέ την καρδιά, την πολύσπαρτη γη, πάντα χέρσα. 320 Προσκεφαλάκι μου γίνε, το χέρι σου δώσ’ μου, μην τρέμεις. Μέσα σ’ εμέ την καρδιά, την πολύσπαρτη γη, πάντα χέρσα, στέκει ένας φράχτης, απείραχτος· μέσα του ανθίζει ένα ρόδο.

18 του Γενάρη 1906 *