Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το σύννεφο

Γλήγορ’ αργά θα με δεχτεί μια μέρα η αγκαλιά του τάφου η μαγική, κι αγνώριστος αν έζησα εδώ πέρα, λησμονημένος θα είμαι κάτου εκεί.

5 Εσύ που θα με κλάψεις σαν πεθάνω, σαν άδολη καρδιά, σα χριστιανό, θα κλάψεις ένα ψεύτη κι ένα πλάνο, μα εμέναν όχι, τον αληθινό!

Κι αν έγειρα σε στήθη αφροπλασμένα 10 το στήθος, το κεφάλι μου γλυκά, δεν έδειξα ποτέ μου σε κανένα τα βάθη και των δύο τα μυστικά.

Κανείς τί κρύβω μέσα στην καρδιά μου δεν είδε, αδέρφια, φίλοι, συγγενάδια, 15 μήτε η γυναίκα, μήτε τα παιδιά μου, κανείς· κι αν έχω και καρδιά,— σκοτάδια.

Κι ό,τι από μένα μείνει —μάθε το— ό,τι σημάδι, λείψανο άγραφο, γραφτό, δε θα φωτίσει τα δικά μου σκότη, 20 γιατί δε θα είμ’ εγώ μέσα σ’ αυτό.

Γιατί χαρές, αφροντισιές, ελπίδες, βάσανα, τρέλες, έρωτες, ντροπές, αυτά είναι της ψυχής μου προσωπίδες δεν είναι της ψυχής μου οι αστραπές.

25 Τη γέννησή μου δε φεγγοβολούσε κανέν’ άστρο ψηλά στον ουρανό· στα βάθη του μονάχα αργοκυλούσε σαν άπλαστο ένα γνέφος σκοτεινό.

Αργοκυλούσε κι έφυγε κι εχάθη 30 πέρα στην άκρη, από τον ουρανό… τί να ’κρυβε στα μαύρα του τα βάθη; βροχή, χαλάζι, χιόνι, κεραυνό;

Πού ξέσπασε; ποιές χώρες και ποιά δάση και ποιά βουνά να το ’χουνε δεχτεί; 35 ή σκόρπισε και σβήστηκε πρι φτάσει ν’ αστράψει, να βροντήσει, να χυθεί;