Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η αλήθεια

Ἐτεῇ δὲ οὐδὲν οἶδμεν· ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀληθείη
Δημόκριτος

Αλήθεια, δίψα των σοφών παντοτινή, για σένα τα πλήθη δεν ταράζονται και ζούνε ξεγνοιασμένα και λίγοι βγάζουν μια φωνή λαχτάρας: —Φανερώσου, ανέβ’ από τα Τάρταρα, κατέβ’ από τ’ αστέρια, 5 Αλήθεια, ιδές! γονατιστοί σού απλώνουμε τα χέρια δεν έχουμ’ άλλο πιο βαθύ καημόν απ’ τον καημό σου.

Μας φαίνεται πως άλλοτε σε ξεχασμένη χώρα καθάρια σ’ αντικρίζαμε, σ’ εγγίζαμε, και τώρα για σε γυρνώντας ψάχνουμε στου κόσμου το σκοτάδι 10 παρόμοια με τη Δήμητρα, με τη θεϊκή μητέρα, που μαυροφόρα έτρεχ’ εδώ κι εκεί νύχτα και μέρα κι εγύρευε την κόρη της κλεμμένη από τον Άδη.

Και πάντα ελπίζουμε σ’ εσέ πως θα μας βγάλει ο δρόμος· καμιά φορά μάς έρχεται πως είσ’ εμπρός μας. Όμως 15 όλα τα μάτια κι αν θωρούν, όλα δεν βλέπουν ίσια· και τόσον είσαι αχνόπλαστη, τέτοια σε κρύβει σκέπη, που λες, θαμπώνεται κανείς και βλέπει και δε βλέπει στο πρόσωπό σου τ’ άγγιχτο την ομορφιά περίσσια.

Εσύ δεν είσαι τ’ άγαλμα που του τεχνίτη η χάρη 20 το σκάλισε χεροπιαστό σε παριανό λιθάρι, κάλλιο είσ’ εσύ το σύγνεφο που το κοιτάει το μάτι στου ήλιου το βασίλεμα χίλιες θωριές ν’ αλλάζει, κι είν’ από ρόδο, μάλαμα και γιούλι και τοπάζι, κι είν’ άγγελος και δράκοντας και δέντρο και παλάτι.

25 Ό,τι κι αν είσαι, ο πόνος σου μας καίει και μας παιδεύει… Μην είσαι τ’ άστρο τ’ άφταστο που ακόμα ταξιδεύει, που ακόμα δεν κατέβηκεν εδώ στη γη το φως του; Ο μαύρος άνθρωπος τρελά, χωρίς να σε γνωρίζει, σε θέλει, και με της ψυχής τα μάτια σ’ αντικρίζει 30 κι όμοια σε πλάττει με το νου κι όμοια σε φέρνει εμπρός του.

Ο Αρχιμήδης σε ζητά στους κύκλους του, ο Σωκράτης σ’ ακούει σε μια κρυφή φωνή, σε βρίσκει ο Σπαρτιάτης όταν ορμάει στον πόλεμο και στέκει και πεθαίνει· σε βλέπει ο γέρος θλιβερά στου μνήματος τα σκότη 35 και στην αφρόντιστη ζωή και στην αγάπη η νιότη, κι ο δίκαιος μες στην αρετή που ζει συχνά κρυμμένη.

Αλήθεια, δίψα των σοφών, ονειρευτή παρθένα, που και ποτέ οι στενόμυαλοι δε λαχταρούν για σένα, κι όνειρ’ αν έχουν, δε θωρούν εσένα στα όνειρά τους, 40 για μένα είσαι η Ομορφιά! και μόνη αυτή που νιώθω και μόνη αυτή που κυνηγώ μ’ έναν αιώνιο πόθο σε στίχους αιθερόπλαστους, νου και καρδιά γεμάτους.