Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η τριλογία των ανθών

ΟΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΙ

Ούτε του ρόδου, ούτε του μενεξέ δεν είναι η μυρουδιά το χάρισμά σου, ξανθή κι ας είναι, ω Μούσα μαυρομαλλούσα, 5 ξανθά κι ας είναι, ω Μούσα νυχτομάτα, του ναρκίσσου χειμώνανθα τα νιάτα. Σαν αδερφάκι σου είν’ ο νάρκισσος μπροστά σου, να τα ταράξει αλφροπνέει τα κύματα μαλλιά σου, τα φουντωμένα σου μαλλιά ζητά να τα ευωδιάσει. 10 Μονάχα τ’ άνθος του ναρκίσσου με τη μοσχοβολιά του που τη δίνει σαν το χαμόγελο και σαν την καλοσύνη, μπορεί μ’ εσέ να συνταιριάσει, γιατ’ είσαστε όμοια πλάσματα κι από την ίδια πλάση. 15 Μονάχα στ’ άνθος του ναρκίσσου βρίσκεσαι, κι η πνοή του είναι πνοή σου.

ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ

Φτωχά μου, ασύγκριτά μου γιασεμιά, ποιά γνωριμιά σαν τη δική σας γνωριμιά; Στο πλάι της χάρης σας ποιά χάρη είν’ άξια να σταθεί, 20 όσο λιγόζωοι, κι όσο μικροκάμωτοι, άλλο τόσο πανεπιθυμημένοι, μεγαλόχαροι, σαν άλλου κόσμου, ανθοί; Τον έρωτά σας μ’ έκαμε σε μια μεθυστική στιγμή να τον προδώσω 25 του ναρκίσσου στα χέρια της η τιμή.

Ω! φέρτε, ξαναφέρτε μου το καλοκαίρι, με τα, σαν ύπνος βρέφους, δειλινά, το σπίτι φιλερημικό, τ’ αναστημένα μέρη, 30 του αποσπερίτη την απόκοσμη ματιά, τα γεράματα πρόσχαρα, τα νιάτα πασίχαρα, κι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα, δεξά ζερβά, γιομίζοντας χιονίζοντας τα κάγκελα στη μαρμαρένια σκάλα 35 τα γιασεμιά.

Χαρά σας, λουλουδένιες πεταλούδες! Γεννιούνται οι πεταλούδες με τον έρωτα και με τον έρωτα πεθαίνουν ολόγοργα στο ανάδομα 40 της φλόγας της ερωτικής. Έτσι όμορφες δεν είναι οι λευκοφόρετες κοπελούδες την ώρα που αργοσάλευτες προβαίνουν, λαμπάδες μιας νυφιάτικης πομπής λειτουργικής, 45 καθώς εσείς, ασύγκριτα, φτωχά μου γιασεμιά, δεξά ζερβά κατάλευκα στη μαρμαρένια σκάλα, λιγόζωα, μικροκάμωτα κορμιά, που δίνετε στα χέρια της τα καρδιοχτύπια τα μεγάλα.—

ΤΑ ΡΟΔΑ

50 Τα ρόδα! Και ζούνε ηδονοστάλαχτα, μισανοιχτά, μες στο ποτήρι. Τα ρόδα! Σαν του Πάσχα τη χαρά και σαν το πανηγύρι 55 της χαραυγής, μέσα στον ξάστερο ουρανό. Τα ρόδα! αγάπη στην καρδιά, μάγεμα τα ’χει ο λογισμός. Τα ρόδα! Μες στο φροντισμένο σπίτι ω! πώς το κάνουν ένα αφρόντιστο κι ολόανθο περιβόλι. Τα ρόδα. Στην αγγάρεια την καματερή 60 χαρούμενη γιορτή, ξημέρωμα σε σκόλη για πρωτοξύπνητα ματάκια παιδικά. Τα ρόδα! Σαν τα διψασμένα ερωτικά πεντάμορφης παιδούλας χείλη. Τα ρόδα μες στο πάγωμα της χειμωνιάς 65 μας φέρνουν τη χαϊδιάρικη δροσιά του Απρίλη, τα ρόδα, σαν από ζωγράφου αγγέλου το κοντύλι. Τα ρόδα, προσφερτά από μια ζωή, μην το ξεχνάς! απλή, γι’ αυτό βαθιά, με τα δικά της χέρια, τα ρόδα, πλάι στα πόδια μας φυτρώνοντας μέσ’ απ’ τη γη, 70 σα να μας έρχονται από τ’ αστέρια. Τα ρόδα της! Τ’ αγάπησα, πρώτη σα να ήτανε φορά που αγάπησα, τη στιγμή που η πασίχαρη κυρά 75 σκληρά χωρίζοντάς τα απ’ τ’ αδέρφια τους, μέσα στο διάφανο ανθογυάλι, στη δική μου φροντίδα τα εμπιστεύτηκε, Ψυχή που κάνει μου την προσευχή 80 κι όταν τη συλλογίζεται, κι αμίλητη και σιγαλή, τροπάρια να της ψάλλει. Τα ρόδα, πλάση αρχοντική, τα μοσκοβολημένα, μες στου Γενάρη τον παραδαρμό, της άνοιξης τα ολάκριβα, 85 του Απρίλη το φιλί, του Μάη κι η γέννα, του κάκου ηδονοστάλαχτα, μισάνοιχτα, τα ’ζησα μες στο κρύο νερό και μέσα στο πονετικό ποτήρι. 90 Έφτασε, φτάνει ο μαρασμός τέφρα στους τέσσερους ανέμους να τα σπείρει, σαν όλα τα καμάρια που τα καμαρώνει η γη, μα που κανένας δε μπορεί στη γη να τα κρατήσει, κι όλα ένας τάφος θα τα καταπιεί, 95 της αγάπης το σπάρασμα, της δόξας το μεθύσι. Κι απ’ όλα απάνου δέρνεται βουβό το κυπαρίσσι.

Οϊμένα, οϊμένα, τρισοϊμέ! για σένανε η κατάρα μου του κάκου θα βροντήσει, Χαλασμέ, 100 μες στη λαχτάρα της ανθρώπινης καρδιάς, των όντων, αλαχτάριστη και αγέλαστη εσύ Φύση!

—Όχι, όχι, μύριες φορές όχι! Του κάκου θα σας πάρει ο μαρασμός, ρόδα, της ομορφιάς σας ξωτικιάς 105 το μαγνάδι. Του κάκου θα σας πάει ο χαλασμός στου ανύπαρχτου το χάος και το σκοτάδι. Όχι, όχι, μύριες φορές όχι! Στον κόσμο τον απέραντο 110 βρίσκεται μια, περαστική κι αυτή, φωλιά, θαμμένη και κρυμμένη μια σταλιά, ξεφεύγοντας κι από τα μάτια κι από τα στοιχειά, στην τρανή σφαίρα μια μικρούλα κόχη, γιγαντεμένη από τη θύμηση· 115 η καρδιά! Μες στην καρδιά μου ζείτε, και παντοτινά ρόδα μου ηδονοστάλαχτα, μπουμπούκια πριν ανοίξετε τα πέταλα πλατιά, ρόδα μου, της Αυγής τα δάχτυλα, 120 της θεάς της κυνηγήτρας τα σαϊτέματα, της παρθένας της άγγιχτης τα χείλη, ρόδα, για των ερώτων την τροφή, ρόδα, για του λυράρη τη στροφή, ρόδα, για του ζωγράφου αγγέλου το κοντύλι!