Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στροφές για το άλογο

Του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι. Κύριος αφότου ο άνθρωπος γιομίζει σε, Οικουμένη, τ’ άλογο, των παραμυθιών το τίμιο νοητάκι, ζει με τον άνθρωπο ένα αυτό κι ένα μ’ αυτόν πεθαίνει.

5 Μυρίζεται τον πόλεμο, γαύρο τη γη τη σκάφτει, μήτε φοβάται το σπαθί, δεν τρέμει το τουφέκι, όταν ακούει τη σάλπιγγα, φριμάζει, σειέται, ανάφτει, ο βιβλικός διαλαλητής τον έπαινο τού πλέκει.

Την Ανδρομέδα Πήγασος με τον Περσέα λυτρώνει, 10 Βουκέφαλος υπηρετεί τον ήρωα των ηρώων, των αντρειωμένων ιπποτών τους έρωτες φτερώνει· τ’ άλογο, και των θλιβερών Κισσώτων ο Αχαμνόων.

Θεού πλάσμα ξετινάχτηκε, Θεού δώρο στον αγώνα του Κυρίου τ’ ατρύγητου στοιχείου με την Παλλάδα. 15 Κι αν η αγριλιά το νίκησε, της Αθηνάς κορόνα, μίλησε με τον Αχιλλέα, στη δόξα σου, Ιλιάδα!

Ω! το άλογο που το ’καμε Θεός όλο από το κύμα, χαίτη και πόδι όπου σταθεί και αφρός και περπατάει, σαν το θεριό είν’ ακράταγο, κρατιέται σαν το θύμα, 20 σε βλέπει, κι η αρετή, θαρρείς, εσένα πως κοιτάει!

Για τα στεφάνια αθλητικά, μαρτυρικά κινάει στων τσίρκων μες στην οχλοβοή και των ιπποδρομίων, το πείσμα και το στοίχημα στο δρόμο του γεννάει μουρλά, και πάει με την ορμή των άσβηστων στοιχείων.

25 (Κι εσύ, με της ψυχής σου εσύ που μ’ έζωσες τα θάμπη, όταν η νιότη σου πρωινό σα χάραμα κι εγέλα, σε γνώρισαν της δροσερής που εζούσες γης σου οι κάμποι να γέρνεις αμαζονική στου αλόγου σου τη σέλα…)

«Πόση έχει χάρη κι ο άνθρωπος, άνθρωπος φτάνει να ’ναι!» 30 Καλά το λες ο αρχαίος. Φίδια και λύκοι και ύαινες δε θα τον ξεπερνάνε τον πονηρόν ή αφέντης ή τυχαίος.

Ω! το άλογο ένας άθλιος, και πώς το παρατάει, κι ας τον εδούλεψε πιστά· πώς! με σκληράδα πόση! 35 γέρικο, ακόμα ζωντανό στη μάντρα το πετάει των ψοφιμιών Ω! η πείνα! Αργά στα χέρια της να λιώσει.

Χωρίς ανάπαψη και η νύχτα θα το βρει κι η ημέρα, από την μιαν αυγή ώς την άλλη καρτεράει το Χάρο, γι’ αυτό δεν έχει νόημα πια το χάιδιο και η φοβέρα, 40 σέρνει, πιο πολύ σέρνεται και δέρνεται στο κάρο…

Ή, δεν τ’ αφήνει η περηφάνια και στο πλούσιο αμάξι ζεμένο, και στον αραμπά και με τον αγωγιάτη. Δεν του βολεί της αρχοντιάς το βήμα να τ’ αλλάξει, και ορθοτινάζεται και πάει και σαν του ρήγα το άτι.

45 Και τώρα που της μηχανής η παντοδυναμία τον άνθρωπο στα χέρια της γερά τον έχει πάρει, γύρω σου του αναπάντεχου ξεσπάς την τρικυμία σαν τύχει και, ιπποκένταυρος, περάσεις, καβαλάρη!

Ξαφνικός πλάκωσε καιρός, η πλάση είναι σαν άλλη, 50 κι αν ίδια οι έρωτες, τα μίση, οι δίψες, οι φροντίδες, είναι ο σοφός πιο θαυμαστός, πιο αδιάντροπη η κραιπάλη, άλλη όψη και στα πρόσωπα και μ’ άλλες προσωπίδες.

Μήτε σκλαβιά, μήτε αρχοντιά δεν είναι πια σαν πρώτα, σα να τα συνεπήρανε πόσα καιροί κουρσάροι! 55 Ξένη κι η ελιά στην Αττική και η δάφνη στον Ευρώτα, ως και τ’ αλόγου ίδια δεν είναι και ο δαρμός και η χάρη.

Η Μηχανή! Και ω θρέμμα της! Φτερούγα και η βενζίνα, παντού είν’ η τέχνη· σε οδηγό δέξιο παραδομένο, (δεν είναι μόνον η ομορφιά στα νιάτα και στα κρίνα) 60 να υπάρχεις, αυτοκίνητο, και να είσ’ ευλογημένο!

Αλόγιστο και αναίσθητο, και πας ως να χορεύεις, λυγερό σαν αισθαντικό και ανάμελο και ωραίο, του ζώου δεν έχεις την ψυχή, δε μαρτυράς, δε ρεύεις, δύναμη δίχως νου, τι απάνου από το νου, σε λέω!

65 Εσύ στα μάτια μου μπροστά, κυρίαρχος δίχως κύριο, της μάνας σου της Μηχανής και θρίαμβος και καμάρι, Μοίρα σα να σπλαχνίστηκε του αλόγου το μαρτύριο, κι είναι το σπλάχνος από σε, κι είναι δική σου η χάρη.

Γιατί στους πολυτράνταχτους καιρούς αυτούς που ζούμε 70 και ό,τι σα να λιγόστεψε το βάσανο, το κρίμα, ό,τι ένα πόνο καταργεί στον άδη που βογκούμε, προς κάποιο τέρμα ανέγγιχτο, φάντασμα ή φέγγος,— βήμα.

Στη φαντασία μου επική, και ύμνων κραυγή και θρήνων, τ’ άλογο θρέφω των ποιητών, τ’ άλογο των ερώτων, 75 το πολέμαρχο άλογο του αιμάτου, των κινδύνων. Μαύρε, κι εσέ ρομαντικέ, των χρόνων μου των πρώτων!

Θέλω, όποια, την εικόνα μου να την κρατώ καθάρια μέσα μου από το μόλεμα, κι όσο μπορώ, του δρόμου. Βοηθάτε με, όσα μέσα μου, και αν ζωντανά, αν κουφάρια, 80 ή του καιρού ή παράκαιρο, να ζω με τ’ όνειρό μου!

Στων άλογων ο λόγος μου πιο σιμά τη λαχτάρα, στου λογικού είμ’ αδιάφορος το γέλιο ή το φαρμάκι, το διάβα μου από τη ζωή, δεν ξέρω, ευκή ή κατάρα, του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι.