Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ήρθες, ήρθες…

Ήρθες, ήρθες, και μ’ εσέ ξανάρθε κι η ώρα, μες στις χίλιες η χιλιάκριβη ώρα νά την! Ώρα της απλής και της λευκής αγάπης. Τα λογάκια μας μιλούνε, και είναι τώρα 5 πιο αλαφρά και πιο δυσκολοξάνοιχτα είναι κι απ’ της μέλισσας τ’ αφρόλογα· θυμάσαι; Σα να λαχταρούν για πάντα να ταιριάσουν με τη σιωπή που δέηση πάντα μοιάζει. Ζωή απόμερη και παραπεταμένη 10 γιόμισ’ έξαφνα καθώς γιομίζει η γάστρα από μια τριανταφυλλιά μυριανθισμένη. Άλλοτε ποτέ ζωή κλειστή και ξένη έτσι απόμερη και παραπεταμένη, άλλοτε ποτέ ζωή σαν τη ζωή μου 15 δεν ανάδωκε, δε φούντωσε, δεν ήρθε να φαντάξει έτσι μεστή από τέτοιαν ώρα. Ήρθες, ήρθες, και μ’ εσέ ξανάρθε κι η ώρα. Νύχτα μελιχρή χύνει γραμμένους ίσκιους, έξω απ’ τις χιονιές κι από τα καλοκαίρια, 20 έξω είν’ οι χιονιές κι έξω τα καλοκαίρια. Νύχτα μελιχρή χύνει γραμμένους ίσκιους, πάντα μελιχρή, πάντα γραμμένους ίσκιους. Ήρθε κι η ώρα. Σε προσμένω. Με θυμάσαι; Νά το ασάλευτο τραπέζι μαυροφέρνει, 25 κάτι απάνου του λευκότατο σαλεύει, κάτι απάνου του που δύσκολα ξανοίγεις φωσφορίζει νά! και σβει κι ανάφτει πάλι, και τα δάχτυλα είν’ εκείνα της Μελέτης, και το μέτωπο είν’ εκείνο της Μελέτης. 30 Νά! Του λύχνου είν’ αγαθότερο το φέγγος, γνωριμότερο απ’ της νύχτας το φεγγάρι, τ’ αραχνόντυσε μια γάζα κάνοντάς το κάτι μέγα, εκατοντάφυλλο ένα ρόδο, και στο πάτωμα κι ώς της σκεπής το ψήλος 35 κάποιες ξένες άλλης πλάσης νυχτερίδες με θαμπές φωτολαμπίδες παραδέρνουν κι ένα χέρι, που είν’ αθώρητο, στους τοίχους, κάποια ξόμπλια πάει και γράφει και ξεγράφει. Είναι η ώρα των στοιχειών και των ερώτων. 40 Κοίτα, στις γωνιές αράχνες αργοϋφαίνουν ασημένια αερογνέματα και γύρω στων σοφών βιβλίων τους αλαφρόυπνους τόσον αιθερόπλαστοι αναδεύονται κάποιοι ήχοι που προτού στ’ αφτί να φτάσουν γοργαλλάζουν, 45 γίνοντ’ ένα φως και φτάνουνε στα μάτια.

Άνθια αμύριστ’ άυλ’ ανθούνε στ’ ανθογυάλια.

Νά! Ήρθ’ η ώρα. Σε προσμένω. Με θυμάσαι; Έλα με τ’ ολόχαρο περπάτημά σου, στέκουν, τ’ ονειρεύονται τα χελιδόνια. 50 Έλα με τ’ αθέριστα ξανθόμαλλα, έλα, γείρε στ’ απαλό στρωσίδι το κορμάκι, στο προσκέφαλο τ’ ωραίο κεφάλι γείρε, γείρε, και μαζί στα δυο χεράκια πάρε το κεφάλι που όσο πάει και ψαροφέρνει, 55 στο προσκέφαλο γλυκά κι εκείνο γείρ’ το, δέσε το κι αυτό σφιχτά με το δικό σου, κάμε από τα δυο διπρόσωπη μια εικόνα, κλείσε με κι εμέ στο μαγικό τον κύκλο των πνευμάτων που μας έρχοντ’ εδώ κάτου 60 σαν πεντάμορφα παιδάκια και μας φεύγουν όμοια πάντα, σαν πεντάμορφα παιδάκια.

Το μισάνοιχτο παράθυρο μας φέρνει, σαν από πολύ πολύ μακριά, του κόσμου μια βραδιά ξανθή φεγγαροκαμωμένη, 65 κι ανεβαίνει απ’ της βραδιάς τα βάθη αγάλια —ω των ήχων, ω των ήχων η Αφροδίτη κι έρχεται ώς εδώ και κλαίει ένα τραγούδι…

1899