Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

(1824‒1924)

Με φέρνει υψώνοντας ο γόης χορός των εκατό σου χρόνων εκεί όπου φλοίσβος μουσικός γίνεται ο βόγκος των αγώνων, στων ποιητών και στων ηρώων τους παραδείσιους κόσμους, όπου δε φτάνει ο πόνος και ο δαρμός ο πολυτάραχος του ανθρώπου.

5 Στων ποιητών τους ουρανούς και στων ηρώων τους παραδείσους που ό,τι ερινύα είν’ αρμονία, φιλί, ό,τι δάγκωμα του μίσους, χαρά της πρώτης νιότης μου, του Γένους ραψωδέ, προφήτη με την ψυχή του αρματολού, σε βλέπω εκεί, Βαλαωρίτη,

στο θρόνο που σου στήθηκε στο αστέρι σου το περιβόλι 10 μέσα σε ό,τι αγνά είσ’ εσύ και μέσα στην αλήθεια σου όλη. Πια εμπρός σου δε γοργοπερνάν όσα το Χτες, το Σήμερα όσα· έν’ αβασίλευτο όραμα καρδιά και σκέψη σου και γλώσσα.

Το μάτι σου βολιδοσκοίνι σα να το κρατάς ριμένο στους βυθούς του μελλόμενου προς το που νά ’ρθει είναι γραμμένο 15 παλμός του Γένους και ψαλμός να γίνει στη χορδή της λύρας. Στα τρίσμακρα, στα τρίσβαθα κυρίαρχος είσαι πια της Μοίρας.

Εκεί ο καπνός του τουφεκιού του όρθρου ροδόγελο, το βόλι που σφύριζε, αηδονολαλεί στο παραδείσιο περιβόλι. Του Διάκου η σούβλα, το σφυρί, πελεκητής του Κατσαντώνη, 20 δυο κυπαρίσσια υψώνονται κι ένας ρυθμός τα κυματώνει.

Η δόξα μιας εκστατικής λατρείας η προσευχή στο αστέρι, και η θύμηση, σταυραδερφή της λησμονιάς, πια δεν την ξέρει την ταραχή· και αγέραστες, Θύμηση, Δόξα. Ολόγυρά σου καινούρια παίρνουν και φτερά και ρίζες τα επικά παιδιά σου.

25 Μυριανθισμέν’ η αγράμπελη, χλωρόπλεχτη στ’ άγριο πλατάνι να ξανανθίζει απάρθενη για πάντα ο έρωτας την κάνει. Στου ρόδου την καρδιά, φωτιά! Τη σβει η δροσούλα, ουράνια χάρη. Χρυσό στεφανοσκέπασμα στο ζευγαράκι, το φεγγάρι.

Κυρά η Φανερωμένη σου πάντα κι εκεί σα να γυρεύει, 30 τ’ άχραντο χέρι απλώνοντας, ή ν’ ανασταίνει ή να γιατρεύει. Του κόσμου και η δρακόντισσα Φθορά κονταροτρυπημένη κάτου από τ’ άλογο του άγιου Τροπαιοφόρου αργοπεθαίνει.

Η Λάμια σου η Περατιανή κι ένα καθάριο αράπικο άτι, —αθώα πιστά στα ζώα μπροστά στον άνθρωπο με την απάτη 35 που ζει και με την αλλαγή στης γης τα πάθη και τα σκότη,— φέγγουν εκεί καθώς η πίστη φέγγει, καθώς η αθωότη.

Ο Χορμοβίτης σου ο τυφλός κοιτάει, στον ουρανό του αστέρι κι απ’ την κερήθρα πιο ξανθό και πιο δροσάτο από τη φτέρη το σπλάχνο του, χιλιόμματος· με τη φωνούλα του, φλογέρα, 40 κι ο καλογιάννος σου απαλά ξυπνά του ονείρου τον αγέρα.

Λαμπέτης και Αστραπόγιαννος, οι δύο της Μούσας μια κορόνα, του κλέφτη αδάμαστου μιας θείας θυσίας μαρτυρικής η εικόνα, ταίρι που το σαβάνωσε το χιόνι στο ίδιο το σεντόνι ποιός, φωτοσκάλιστο, Φειδίας εκεί για σε το ξανανιώνει;

45 Καλοκυράδες δεκαφτά νερόχαροι μιας λίμνης κρίνοι και νεραϊδοβασίλισσα των κρίνων η κυρά Φροσύνη. Μια φωτοδότρα του άστρου σου, απάνου από καημούς και αμάχες, νά η Πόλη που σου φάνταξε μαύρη χτισμένη σ’ εφτά ράχες.

Του Πατριάρχη το λαιμό θηλιά δε σφίγγει πια, η κρεμάλα 50 τον έμπυρο άγγιξε ουρανό, σαν της Αγίας Γραφής τη σκάλα. Το Μισολόγγι σκέλεθρο που ξάνοιξες, εκεί πώς λάμπει και υψώνεται και απλώνεται στων κόσμων τους χορούς για νά μπει!

Τ’ άνθια σου αν είναι αμάραντα, με την πνοή της η Μαρία σ’ τα ζει, και η Ναθαλούλα σου, πρωινή γοργόσβηστη ιστορία, 55 σεραφικές, και ανάμεσα, πλασμένη από τις δυο, παιδούλα ιδεατή, του στίχου αφρός, του Φωτεινού σου νά η Θοδούλα!

Βλαχάβας; τον ξαναγεννάς, το Κούγκι το ξαναστυλώνεις, ζερβά σου ο Διάκος έλατος, δεξά σου αϊτός ο Κατσαντώνης, κι εσύ είσαι, τρίψυχε, σπαθί, βουκέντρα, λύρα, ο Φωτεινός σου· 60 γραφτό σου ο ίδιος να γενείς το λαμπερότερο όνειρό σου.

Και ιδέα πλάι σου και γύρω σου, Λευκάδα η πιο γλυκιά σου Ελλάδα, της Ρούμελης βουνίσια η γη και η λεβεντιά στη δροσεράδα του Ιόνιου, η Λευκάδα σου, μάγεμα είν’ όλα της, βουνά της, κάμποι, νερά, κι εσύ άγγελος του ωραίου νησιού σου πρωτοστάτης.

65 Εκεί, των ερειπίων την ομορφιά, των ηφαιστείων τη λάβα, μες στη σκλαβιά τη ρήγισσα και μες στο λυτρωμό τη σκλάβα, μ’ όλη την ιστορία της, —α! του κόσμου ακόμα είν’ η λαμπάδα;— Σου δόθηκε, τη χαίρεσαι πατρίδα ακέρια την Ελλάδα.

Και τώρα εδώ με το χορό γυρνώ των εκατό σου χρόνων 70 στην ακριβή σου γη, πηγή και των ψαλμών σου και των πόνων· το χορό σέρν’ η Ελλάδα σου, να στεφανώσει ήρθε τ’ αχνάρια του διάβα σου στην πέτρ’ αυτή μ’ άγρια και βάγια και θυμάρια.

Τραγουδιστή, απ’ τα ύψη σου κι εσύ τη θεία σου Μάνα ευλόγα, κάμε τη και στο νυχτωμό και μέσα στον παραδαρμό της 75 ψηλά να βλέπει, «εμπρός!» να λέει, πάντα να ελπίζει στο Θεό της, και στην καρδιά μας άναβε φωτιές απ’ τη δική σου φλόγα!