Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Ξύπνησα…]

Ξύπνησα και πήγα νά βρω να χαρώ της αυγής το ρήγα και το θησαυρό, 5 σα σε πανηγύρι, στον αφρό ουρανό τ’ ουρανού τον κύρη, τον αυγερινό. Πρώτη φορά τάχα 10 σα να τη θωρούσα τη ροδογελούσα· τάχα δεν ξανά ’χα στη γραμμένη Αθήνα θαμπωθεί κι εγώ 15 από τ’ άυλα κρίνα που κορφολογώ…

Ξωτικές! και ντύνονται καθεμιά το φόρεμα με τ’ ασημογνέματα 20 και τα χρυσοράματα· λούζονται και σβήνονται μες στο νεραϊδόρεμα τα γλυκοχαράματα…

Και σ’ εμένα δίνονται, 25 σάμπως από πνέματα, χάρες και γητέματα. Γεύτηκα την πλάση, του Μαγιού κεράσι, και τον ουρανό, 30 μιας πηγής κρουνό. Κι έχυνε ολοένα μες στο χρυσοκάνατο, κι έχυνε για μένα το νερό το αθάνατο… 35 Κι ήταν ένα σπήλιο, σαν από τοπάζι, πιο ακριβό απ’ τον ήλιο, κι είδα να μοιράζει της αυγής το χέρι 40 το μαργαριτάρι, κι ήπια σα νεχτάρι της αυγής τ’ αστέρι.

Κι ήταν ως να βρήκα πρώτη φορά τώρα 45 της ζωής την ώρα, της ζωής τη γλύκα, κι ήταν ως να μπήκα πρώτη φορά τώρα στης ζωής τη χώρα 50 τη θησαυροφόρα.

Και ξαναρχινούσα την παλιά τη στράτα· τη ζωή τη ζούσα με καινούρια νιάτα. 55 Κι η ψυχή μου αγόρι, κι οι ουρανοί ήταν μπλάβοι, κι η οικουμένη, κόρη· κι από το καράβι που έστεκα πλωρίτης, 60 την ορμή μού ανάβει λάγνα η κυματούσα θάλασσα κι οι αφροί της. Και με πάει το κύμα, και με πάνε πρίμα 65 σύντροφοι οι βοριάδες και τα μαϊστράλια, σε νησιά κοράλλια, σε ξανθές Κυκλάδες…

25 του Αυγούστου 1913