Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το τραγούδι των προσφύγων

Αφιερωμένο στον κύριο Σίμο Μενάρδο
…Για την καινούρια γέννα
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

Βωμοί, «Οι Πατέρες» 1915

Ούτε το ανάθεμα σκληρό, μήτε ο πνιγμένος θρήνος. Α! και στο μαύρο Γολγοθά των εθνικών παθών, θείε Άγγελε του τραγουδιού, βόηθα ν’ ανθίσει ο κρίνος των Ευαγγελισμών!

5 Κι από τους ήρωες του σπαθιού κι από του μαρτυρίου τους ήρωες κι από τα στεφάνια που είναι αγκαθωτά, κι από τα δαφνοστέφανα κι απ’ του Πολέμου αγρίου του μακελάρη όσα σφαχτά,

κι απ’ των αγώνων τα λιοντάρια κι από τα κουφάρια 10 κι από τη μαύρη απόκρυφη βουλή —ποιού τάχα θεού;— μες στα ξεθεμελιώματα, στου χαλασμού τ’ αχνάρια γίνεται η δόξα ενός λαού.

Πόσο ακριβά πληρώνεται τ’ άνθισμα των πατρίδων, του Μάη κι Απρίλη των εθνών ο ξαναγεννημός! 15 Προμήνυμά τους κάποτε δεν είναι τάχα ακρίδων ρήμασμα και όρνιων ταραμός;

Ελλάδα, εσύ που όλα τα λέει τ’ αθάνατο όνομά σου, πηγή, από σε πάντα αναβρύζει κι ο ήρωας κι ο σοφός, ακόμα και στο γέρμα σου, στο κατρακύλισμά σου, 20 της ιστορίας είσαι το φως!

Σ’ εσέ πώς με το γέλιο της ξάφνου νεράιδα μοίρα την απ’ τα δόντια του καιρού σκισμένη σου ποδιά σ’ τη γέμισε τριαντάφυλλα, σ’ την έκαμε πορφύρα, σ’ εσέ πώς μήνυσε: —Καρδιά!

25 Και ήρθα ξανά στη χώρα σου να σε στυλώσω που ήτον ο θρόνος σου, και να σε πάω στην πλουμισμένη γη, στο πάτημα του Αλέξαντρου, στο νου των Ηρακλείτων, και στων Ομήρων την κλαγγή.

Γη, τα κρατάει, νου, πάτημα, κλαγγή, θαφτά, στοχάσου 30 για σε μ’ όλο το μόλυσμα του ακάθαρτου Οσμανού, νέα για να βρουν πάλι ζωή μες στη ζεστή αγκαλιά σου, στ’ όνειρο μέσα τ’ ουρανού.—

Μα πώς τα μάγια λύθηκαν! Πώς έκαμε η κατάρα την όψη σου όψη κλαίουσας γειρτής προς μνήμα ιτιάς! 35 Καμιά χορδή σου ας μη σου μείνει ασύντριφτη, κιθάρα της δάφνης και της λεβεντιάς!

Όχι! Μακριά κι η απελπισιά, μακριά και οργή και θρήνος! Στο μαύρο απάνου Γολγοθά των εθνικών καημών, θείε Άγγελε του τραγουδιού, βόηθα ν’ ανθίσει ο κρίνος 40 των Ευαγγελισμών!

—Νεκροί, σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατολής, τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια, βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής

45 ας ριζωθούν α! να στοιχειώσουν ύστερα, μυστήρια, και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα ας γενούν, αίματα, νεύρα και θυμοί και χέρια εκδικητήτρια. Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν!

—Κι εσείς, χαρά και η φτώχεια σας, του όλβου κι εσείς καμάρια, 50 ικέτες τώρα απλώνοντας το δίσκο του χεριού, της αργατιάς, της αρχοντιάς δαρμένοι, απομεινάρια της φλόγας και του μαχαιριού,

τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας, σπίτια, αγαθά, θεία δώρα, παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα, πουλιά, 55 όπου όργωνεν ο Έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα, πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά.

Στάχυα όπου χρύσωναν τη γη, μαυρολογάν κοράκοι. Τα δάκρυα καταπίνοντας, ζητάτε, (οϊμέ η στιγμή που σας τρυπάει τα σωθικά σαράκι και φαρμάκι), 60 γωνιά ζητάτε και ψωμί.

Κι ό,τι θα αισθάνεστε πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριάς παιδιά, κι ό,τι ζητάτε ανείπωτο, το ξέρω· είναι μια στάλα αγάπη και καλή καρδιά.

65 Και οι λυτρωμένοι, αλύτρωτοι. Κι οι αλύτρωτοι εδώ πέρα δώστε να ιδούν του λυτρωμού μια χάρη, όσο φτωχή. Η Ελλάδα μια, ακομμάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα, μια των Ελλήνων και η ψυχή!

Τύραννος όταν ή όλεθρος καίει στου πιστού το σπίτι 70 τ’ άγια κονίσματα, του καίει τον ιερό ναό, του μένει η πίστη σαν εικόνα εντός του αχειροποίητη στον ένα αόρατο Θεό.

Τέτοια η Πατρίδα. Θεός κι αυτή. Απάνου από τα σπίτια, σε λογής τόπους και δεσμούς και πάντα και προτού, 75 απάνου από τα χώματα κι από τ’ αμπελοφύτια, μια είν’ η Πατρίδα, και παντού.

Μια είν’ η Πατρίδα των αιμάτων και δραμάτων, το άστρο της Ιστορία το πολικό, του τραγουδιού τροφή, χώρες καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο, 80 κι η προσταγή της: Αδερφοί!

Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος μακριά! στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών, βόηθα, άγγελε του τραγουδιού ν’ ανθίσει ο άσπρος κρίνος των Ευαγγελισμών!

3 του Νοέμβρη 1922