Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Οι λύκοι


…Και η Ρωμιοσύνη δίχως μετερίζι,
κι η Ανατολή του αιμάτου σιντριβάνι.
Και της Θράκης η γη, κι ας λαμπυρίζει,
με φωτοχνάρια Ορφέων και Διγενήδων,
μαύρη γη, κούρβα Τούρκων Οσμαλήδων.
Κι η Ευρώπη στον καθρέφτη μαγικό
που ο περιπαίχτης δαίμονας τής δίνει,
των Εθνών, φάντασμ’ άπιαστο λευκό,
καμαρώνει την παναδερφοσύνη.

«Δεκατετράστιχα» (1919)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

5 (Απ’ της μαυρίλας της αραχνίλας την αποθήκη σε σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί, των εκατό σου χρονών ανοίγω το αρχοντιλίκι στου ηλιού το φέγγος, τι σε προσμένουν οι δυνατοί

ξανά σαν πάντα και για τη μάχη και για τη νίκη 10 να τους φτερώσεις το πάτημά τους όπου πατεί. Σ’ εμέ —κελάρης λυράρης είμαι— σ’ εμένα ανήκει να το κεράσω στα νέα ποτήρια το αρχαίο πιοτί).

. . . . . . . . . . . . . .

…Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τ’ αρνιά; Μουζίκοι. Ο λαός; Όνομα. Σκλάβας πλέμπας δούλα κι η οργή, 15 Δίκη αποπάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν αργεί.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, αρματολίκι, τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα, ψέματα, αχνοί, Ιδέα, βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη 20 τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ώς χτες, εσύ

του ραγιά μάννα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη, του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή, μας τον καθρέφτιζες μες στης Πόλης το βασιλίκι τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή

25 του Ισλάμ. Η Θράκη προικιό του, ω δόξα! Και απανωπροίκι μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή, της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα… —Οι λύκοι! Οι λύκοι! κι οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι, κι οι αντρείοι, δειλοί.

Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι! 30 Ξανά στα Τάρταρα ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κι εσύ. Ψόφια όλη η στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι, για τ’ αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.

27 του Αυγούστου 1922

ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Μια μοίρα του φτόνου, του τρόμου κακή ώρα, κι ανθούς και καρπούς όλα τα ’ριξε η μπόρα. 35 Τα πάντα αν περνούν, θα περάσει κι εκείνη.

Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

Τα Έθνη λυγίζονται, ορθώνονται, πάνε στη νύχτα που χέρια τυφλών τα σκορπάνε, στη δόξα που η πίστη και η τόλμη τα δίνει.

40 Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!

Σεισμοί και φωτιές και σφαγές και ποτάμια στα σπίτια, στα κάστρα, στις χώρες. Μια Λάμια σπυριά τρώει τα κράτη, κεριά και τα σβήνει.

Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

45 Μικρές ή μεγάλες, γραφτό κι αν οι Ελλάδες τον Τούρκο ή το Φράγκο να λένε αφεντάδες, κανείς τί θα γίνει, κανείς τί θα μείνει

(Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!)

δεν ξέρει. Πού; Τί; Ποιό του δρόμου το τέρμα; 50 Λιμάνι; Γκρεμνός; Ήλιου ανάτελμα; Γέρμα; Γράφει όλο ένα Χέρι. Τί γράφει; Τί σβήνει;

Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

Στης Δίκης το ζύγι, στο βήμα των αιώνων παιχνίδια παιδιών οι κολόνες των θρόνων 55 κι αστρόχορος οι ήρωες που η Φήμη ορθοστήνει,

(Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!)

κυλώντας και σβηώντας, νυχτιάς Αλωνάρη. Στα έθνη τα έθνη γιά βδέλλες γιά Χάροι, του αιμάτου θρεφτάρια του Απρίλη και οι κρίνοι.

60 Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

Γιατί του χαμού χαλασμού τις τρεμούλες τις κόβουν χαμόγελα κάποιες στιγμούλες, μια στάλα που η δίψα για βρύση την πίνει,

(Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!)

65 αστέρευτη βρύση, γαλάζιο λουλούδι, ναός, πλάσμα, ήχος, λόγος, χαρά το τραγούδι, στων άυπνων την κόλαση γλυκόυπνου κλίνη.

Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη

για όσα της μάγισσας Μούσας η βέργα 70 σου δείχνει αποπάνω σου και όνειρα κι έργα, ρυθμών Κασταλίες, του λόγου Ιπποκρήνη.

Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη

για όσα πλασμένα σου, για όσα θα πλάσεις για όσα στου κόσμου την πίκρα θα μπάσεις, 75 μιας γλύκας ιδέα, μια σκιά καλοσύνη.

Ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

Γαλήνη, το σάλεμα να είσαι του ωραίου, Ειρήνη, για να είσαι η κλαγγή του Τυρταίου, και μες στο κλουβί για να ζεις καναρίνι,

80 γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!

Για κάποια πατρίδα που ο νους σου έχει βάλει να στήσει πλατιά και βαθιά και μεγάλη, για μέσα σου κι όποια αρχοντιά, δουλοσύνη,

ειρήνη σ’ εσέ και γαλήνη!

85 Και μην ξεσπάς. Κλείσου, κρυφό μοναστήρι μ’ εσένα καλόγερο, γούμενο, κύρη, κι ας φέγγει σου φως το ιλαρό που ιλαρύνει.

Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!

Γιατί το πολέμιο σαν παύει τουφέκι, 90 απάνου απ’ τα μαύρα χαλάσματα στέκει μια Μούσα. Ποτέ το τραγούδι δεν παύει, χαρείτε, κι οι ελεύτεροι τάχα, και οι σκλάβοι. Διαβαίνουμε, κι ένα τραγούδι θα μείνει, της φλόγας το θάμα, δροσιά στο καμίνι,

95 γαλήνη του κόσμου και ειρήνη!

2 του Τρυγητή 1922

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται, Μάνα, η πατρίδα χάνεται, μέτρα και ρίμες και σκοποί κι ανώφελα κι αδιάντροπα. 100 Η λύρα σαν ξετσιπωσιά, και σάμπως να χοροπηδά στων πάντων τον ξολοθρεμό. Κι αυτά τα λόγια τα χρυσά, κι αυτά ένας κάλπικος παράς, 105 κορόιδεμα της συφοράς.

Μάνα, η πατρίδα χάνεται, Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται. Τσέτης τζελάτης χίμησε, με τα σπαθιά, με τα δαυλιά, 110 σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά, παραμονεύει ο Βούλγαρος, κι ο Μόσκοβος φοβέρα ειναι. Κι ο Φράγκος ο άρχοντας, ω! πώς τα σούφρωσε τα φρύδια του, 115 και πώς ανασηκώνοντας τους ώμους, παραμέρισε στο ανταριασμένο διάβα μας, για να μη γγίξει απάνου μας!

Στ’ αμπελοχώραφα φωτιά, 120 στις φαμελιές τσεκούρωμα, τα σπίτια ρεπεθέμελα, καλύβια και παλάτια, βάι!

Φρένα και σπλάχνα και κορμιά, των πανελλήνων τα παιδιά 125 σπίθες και σβήνουν, και καπνοί απάνου από τα κάψαλα.

Μάνα, μου μάλλιασε η καρδιά, είμαι ο Χελμός, και το παλιό χιόνι προτού να λιώσει, βάι! 130 καινούριο, πάει, με πλάκωσε.

Μάνα, δε στέκει τίποτε γερό κι αντρίκειο μέσα μου, είμαι άρρωστος χίλιες φορές, μύριες φορές είμαι άναντρος, 135 τι αγκομαχάει στα μέσα μου σακάτης κόσμος και κοσμάς! Πέρα για πέρα τσάκισμα! Σαπιοκάραβο, σύψυχο σε καρτεράει το βούλιασμα!

140 Μάνα, ένας κόσμος χάνεται, γιατί η πατρίδα χάνεται. Μάνα, δε βλέπω τίποτε, γιά τριγυρνάω θεόστραβος, γιά μ’ έπνιξε τρισκόταδο. 145 Κι αν ίσκιοι αργοσαλεύουνε σάμπως με χέρια σηκωτά γνεύοντας όλο προς εμάς και σάμπως θέλοντας να πουν: —Μη σας παγώνει ο χαλασμός, 150 κι είν’ αποπίσω ο λυτρωμός! Τί; Κι οι ίσκιοι, μάνα μου, ίσκιοι είναι γράφονται και ξεγράφονται χωρίς κανένα χάραμα που να γλιστράει κατόπι τους 155 χλωμά θυμίζοντας δειλά πως έρχεται ξημέρωμα κι ας είναι μες στη συγνεφιά.

Κορίτσια, ξεριζώστε τα τα φουντωτά μακρόμαλλα 160 στη φούρια της απελπισιάς! Λεβέντες, τα μνημούρια σας με τα χέρια σας σκάφτε τα, προτού τα σκάψουνε για σας άλλοι! Πιαστείτε ολόγυρα 165 στο μέγα νεκροκρέβατο το καρφωμένο ολόμαυρο σαν έτοιμο να τη δεχτεί, μια πεθαμένη… Ω κι οι ψαλμοί και οι μύθοι που τη βλέπανε 170 σα θάμα και σαν όραμα!

Κι αν ανοιχτεί το στόμα σας, ας πεταχτεί απ’ το στόμα σας σκούξιμο, κράξιμο, δαρμός, το μοιρολόι ωμό σκληρό, 175 το μοιρολόι μανιάτικο!

Μάνα, η πατρίδα χάνεται, Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται.

Μάνα, μπορείς να τονε βρεις κι όπως κι απ’ όπου, κατά μας 180 να τον τραβήξεις, από τα ζεστά του κόρφου σου ζεστό, γιά γυριστό — ξέρω κι εγώ — γιά σαν πρωτόφαντο βγαλτό τον ήρωα και το λυτρωτή; 185 Να μας τον προφητεύουνε κι αν πια οι προφήτες πάψανε, και αν κλάψανε τη χάση του, τη συμφορά μας κλάψανε.

Μάνα, η Πατρίδα χάνεται, 190 προφήτες, ήρωες, μάρτυρες, και ο λυτρωτής και ο σαλπιστής, όλα εδώ σβήνουν. Θα σβηστείς.

Μάνα μου, τη δοκίμασα μες στο γιωμένο στόμα μου 195 την ξυπνητήρια σάλπιγγα, Τυρταίων, Αλκαίων την ηδονή. Και η βροντοκράχτρα η σάλπιγγα και σαν από σπηλιάς βυθούς μου το ’δινε για σάλπισμα 200 το μούγκρισμα του θανατά και το κομμένο ρούχνισμα του ανθρώπου που ψυχομαχά. Κι οϊμέ! σα να με μπάτσισε κρύο χέρι, και την έριξα 205 την περιπαίχτρα σάλπιγγα, μανούλα μου, και τράβηξα στου δασερού περιβολιού τα τρίστρατα, τα ξέφωτα που μ’ αγναντεύεις την αυγή 210 και μου μιλάς το δειλινό, στον πάγκο τον απόμερο, ταξιδευτή και στοχαστή με τη ματιά μου καρφωτή στα ωραία παιδάκια των εφτά 215 και των εννιά Μαγιάπριλων, κι ύστερα ολόγειρτη ματιά μες στου βιβλίου τους θησαυρούς, κι απέ ψηλά στους ουρανούς πιο γόητες μπρος στη φαντασιά, 220 καθώς μισοξανοίγονται μέσ’ από κάποιων τρίψηλων πεύκων μακροήμερων κορμιά.

Γλυκό δροσόπνοο το πρωί, τα μονοπάτια τα ’φερα 225 γύρα, κι απ’ όπου διάβαινα κάποια γαλάζια λούλουδα, γαλανολούλουδα στρατός, κι εδώ κι εκεί, πλάι, πίσω, μπρος, τα γέρναν καθώς πέρναγα, 230 και χαρωπά και θλιβερά τρέλα τα κεφαλάκια τους, σα να με χαιρετούσανε και σα να με ρωτούσανε.

—Ωραία γαλαζολούλουδα, 235 όση κι αν είν’ η ανθάδα σας αντιγραμμένη αλάθευτη μέσ’ απ’ τη λυγερόπλαστην εντέλεια τάχα ποιού αττικού ευγενικότατου ουρανού, 240 του κάκου ανθείτε! Αδύνατα, χλωμά, παρακαλεστικά, ξαφνίσματα, ρωτήματα, σαν άυλη κι η ομορφάδα σας, από ένα δαίμονα σταλτή 245 για μας, περίγελο κι αυτή.

Άνθια, πεινούμε για καρδιές, άνθια, διψούμε για ψυχές. Του κάκου τα ηλιογέρματα στους κήπους με τις ευωδιές! 250 Τα χέρια είναι για τ’ άρματα, και τ’ άρματα για τη ζωή, κι είναι για σας ο θάνατος, σας μέλλεται ξολοθρεμός, ακοίταχτα, αλογάριαστα 255 κάτου απ’ τ’ αλογοπάτημα του αγαρηνού, του ασιανού.

Δροσοσταλίδα η ομορφιά, μα η δύναμη είναι μια φωτιά.

Η ΦΩΝΗ

Χαρά σ’ όποιων τόπων τους κήπους ανθίζουν 260 ανθοί γαλανοί, γαλανές και καρδιές. Χαρά και στα μάτια όταν κάπου αντικρίζουν γαλάζιες χλωράδες και μες στις χερσάδες και μες στις ερμιές.

265 Έν άνθος και φτάνει κι αν κάποτε κάνει σα χέρι που δείχνει, σα στόμα και λέει: — Μακριά το μαράζι! Δε χάνεται τίποτε ωστόσο, 270 ακούστε, νέοι, γέροι, κιοτήδες, γενναίοι! Δε χάνεται τίποτες, όσο φυτρώνω απ’ το χώμα. Τι ποτίζει μ’ εκεί το που ρέει κι ανασταίνει νεράκι, 275 και φυτρώνω κι ακόμα λουλουδάκι ουρανί μυστικά στην ψυχή, ποτισμένο από κάποια πηγή που πηγαίνουν και πίνουν οι νιοι για να βγουν παλικάρια και δράκοι. 280 Μακριά το σαράκι!

Η δύναμη, η Βία κι αν είναι μια ορμή νικήτρα συχνά, πιο συχνά καταλύτρα, Ελπίδα και Πίστη και Αγάπη μαζί κι ανθρώπων κι εθνών μεγαλώνουν τη φύτρα. 285 Και η που καίγει αστραπή κι η ευεργέτρα βροχή απ’ το μαύρο το σύγνεφο βγαίνουν. Πίστη, Αγάπη κι Ελπίδα ας πηγαίνουν και σε μια μοναχή μια φτωχούλα ψυχή· για καινούρια μια βλάστηση σπόρος μπορεί 290 το μοιρόγραφτο να είναι μια ψυχούλα φτωχή.

Κι αν είναι χυμένη στη φύση μια χάρη που κάποιο φωτόνομα θέλει να πάρει, πάει Θεός να κραχτεί, Νους, Βουλή, Δικαιοσύνη, ποιός ξέρει… Ορθός στάσου! 295 Γιατί η λύρα που τρέμει στα λιγνά δάχτυλά σου, καθώς μέσα στ’ απέραντα ειπώθηκεν άστρο, καθώς έχτισε, λένε, κάπου, κάποτε κάστρο, μες στον κίντυνο είν’ άξια μια σημαία να γίνει!

Γαλήνη σ’ εσένα και ειρήνη!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

300 Της λύρας κάμε σκοινιά τις κόρδες για μια κρεμάλα, ή στα σκουπίδια, να μη βαραίνει μας τη φευγάλα! Α! η σαστιμάρα! Της φαγωμάρας ω! το σκουλήκι… Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!

7 του Τρυγητή 1922