Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Γυναίκες

Ω γυναίκα, τίποτε παντού δεν είν’ εξόν από
την κοκκινάδα που κοκκινίζει τ’ αχείλι σου,
πλάστρα ζωής κι αγάπης!

Ψυχάρης («Le crime du poète»)

Εύα, Φραγκίσκα, Λορελάη, Φαίδρα, Μανώ, Χλόη, Κίρκη! Τα δολερά, τ’ αμαρτωλά στ’ άγια της ομορφάδας και των ειδύλλιων η δροσιά μες στη φωτιά του πάθους. Μιρέγια, Ελβίρα, Μπεάτρικα, Μινιόν, Ιουλία, Ελένη! 5 Εσύ, αρμονία των τραγουδιών κι εσύ των ονομάτων αστερισμέ, κι η μπόρα εσύ των γαληνών του Ολύμπου. Λάουρες, Διδώ, Κλεοπάτρα, Εδίθ, Οφέλια, Λαίδη Μάκβεθ! Βασίλισσες των καρδιών όλων που χτυπάν και χτίζουν τους Παρθενώνες των καιρών και στρίγλες των αιμάτων 10 που των Ομήρων οι ήρωες χύνουν για σας και σβήνουν. Κι εσείς, βωμοί της παρθενιάς, Έλσα, Ελισάβω, Σέντα, που ο γίγας ο τετράψυχος, και του ήχου και του λόγου δεσπότης, την αθάνατη ζωή για να σας δώσει την ποίηση χύνει σάρκα σας, τη μουσική ψυχή σας. 15 Κι ακόμα όσες αλόγιαστες κι αμνημόνευτες, όλες, παιδούλες, δέσποινες, ξωθιές, δημόσιες, ηρωίδες!

Ποιά ταφοπάλατα βιβλία, ποιά μνήματα τραγούδια και ποιών ψυχών τ’ απόβαθα, τους κόρφους ποιών μητέρων αφήσατε και βγήκατε, πάντα ίσκιοι με τους ίσκιους, 20 κι ας έχετε το λάμψιμο του ηλιού με τη μαυρίλα του θυμωμένου Γεναριού και πρόσωπα και πέπλα; Σε ποιά δαιμονομάζωξη, μέσα σε ποιά ρημάδια, ποιά Σάββατα με τα στοιχειά τραβάτε να γιορτάστε; Α! κι όσοι αλαφροΐσκιωτοι κι όσοι σκαφτιάδες ψάχτες 25 των τάφων που κρατάν εσάς κι από τις πυραμίδες πιο αχάλαστοι, πιο λατρευτοί κι από τις Αφροδίτες που με των Πραξιτέληδων ανθίζουν τα σμιλάρια, μπρος στο γοργό σας πέρασμα, στ’ αργό τ’ ονείρεμά σας, κι ας είστ’ εσείς ιδανικά και μαγικά και σκιάχτρα. 30 Α! κι όσοι αλαφροΐσκιωτοι κι όσοι των τάφων ψάχτες, μπρος στο γοργό σας πέρασμα, στ’ αργό τ’ ονείρεμά σας θερμαίνονται από θερμασιά, παθαίονται από πάθος, κι αλλόκοτα κι αμαρτωλά, σαν την ορμή τ’ ανθρώπου μες στο ναό που του ναού τ’ άγαλμ’ αγάπησε, είπαν. 35 Α! σαρκικά το αγάπησε, το πάθος του φρενίτης, μια νύχτα γλίστρησε κλεφτάτα στο ναό και μπήκε… Βρέθηκε την αυγή νεκρός και κάτου κι αποκάτου στο που γκρεμίστηκε άγαλμα και του γίνηκε μνήμα.

Κλείστε τους τάφους, τα βιβλία ξεσκίστε τα, ξορκίστε 40 τα ξωτικά στα ρημαδιά, προς τη ζωή γυρίστε.

Ω εσείς των πράσινων καιρών των έφηβων τρυγόνες, πρώτοι παιδιάτικοι καημοί ντροπαλοί, φοβισμένοι, παιδί δεν είμαι, από ντροπή δεν ξέρω πια, και ο φόβος (που ακόμα κάτου από τα χέρια του τα παγωμένα 45 με σφίγγει με την παντοχή κάποιας ποινής, δεν ξέρω, δε λέω, ποιάς δίκιας πλερωμής για ποιά παλιά αμαρτία), δεν είναι ο φόβος όπου εσείς διαβαίνετε κερνώντας πιοτά γλυκά φλογιστικά μαστιχοσταλασμένα του νου μου και τη θύμηση. Γυναίκες, και σαν όλες, 50 με τίποτε ξεχωριστό, με τόση μόνο χάρη κι όση τού φτάνει του άγουρου, τυφλόσυρτου απ’ τον πόθο, να σας λατρεύει Παναγιές και να σας αγναντεύει μακριάθε σαν πεντάμορφες και σα βασιλοπούλες. Και ταπεινές κι ευγενικές κι άγριες και τιποτένιες, 55 συνηθισμένα ονόματα που δίχως να ξαφνίζουν, ανάβουνε και σβήνουνε σ’ αφτιά και στόματα όμοια, Λενιώ, Μαριώ, Βιολέτα, Ανθή, Ξανθούλα, Καλλιρρόη, βασιλικοί της γειτονιάς, του παραθύρου γάστρες, και παπαρούνες τ’ αμπελιού και του γιαλού αρμυρήθρες, 60 λησμονημένα ονόματα και πια κορμάκια ξένα, πού ζείτε; πού πεθάνατε; Πού είστε; Πού είστε, πού είστε;

—Πρώιμα στα βράχια του έρωτα πιασμένη εσύ, για τούτο μαύρα πετράδια θλιβερά τα μάτια σου γυαλίζαν, η άσπρη μπατίστα σου άφηνε ξεσκέπαστα, ω παιδούλα, 65 τ’ αδροπλασμένα πόδια σου για να κρυφοσπαράζουν από τα ποδαστράγαλα στα γόνατα ίσ’ απάνου τ’ αγόρι με τον πειρασμό και τ’ όνειρο της σάρκας εκεί που για το πρόσωπό σου μεγαλοφωνούσε πετραρχικά υποκριτικά πρωτάρικα τροπάρια. 70 Σε ποιά γωνιά να ζάρωσες και τίνος νοικοκύρη το σπίτι μ’ αγκομαχητά και με παιδιά γιομίζεις;

—Κι εσύ στρογγυλοπρόσωπη ροδοκοκκινισμένη χαρά που αχάριστα μια νύχτα μ’ έκαμες να κλάψω ρομαντικά παρακαλώντας τ’ άγρυπνο φεγγάρι 75 να σου φωτίσει την καρδιά να καταλάβεις πόσο για σε πονούσε το παιδί που το καταφρονούσες. Πέθανες. Της ακάτεχης άδειας ζωής μου ο σκόρος και το σαράκι που τρυπά το ξύλο του σταυρού σου απάνου από το μνήμα σου, τάχα και ποιό απ’ τα δύο 80 πιο αδιάφορα, πιο αχόρταγα να τρώει και να χαλάει;

—Κι εσύ ζωή που ζεις πιο μαύρη απ’ τη νυχτιά του τάφου, κι εσύ… Άμποτε ο θάνατος απ’ της ζωής για πάντα να σε γλιτώσει την τρομάρα και την καταδίκη! Εσύ, το γκόρφι του σπιτιού, της χώρας το διαμάντι, 85 ραφαηλοχάραχτη γραφή, βάρκα ακυβέρνητη, όλο δαρτή από κύματα λογής όσο που σε κατάπιαν, κορμί που σ’ έφαε το φιλί και σ’ ήπιε η καλοσύνη, παιγνίδι ευκολοσύντριφτο στων πονηρών τα χέρια, ανήμπορη ν’ αντισταθείς, οκνή για να μισήσεις, 90 Ω εσύ, τα μάτια τ’ ουρανού και τ’ αγριμιού το στόμα, ω που σ’ αγάπησα τρελά και που ξεφρενιασμένα σε ζήλεψα, το πάθος σου, μακριά, βαθιά θαμμένο, σα να ’ρχεται από μυθικών πανάρχαιων χρόνων πλάση, κι ατάραχα κι αδιάντροπα το μνημονεύω τώρα, 95 σα συναξάρι ενός αγίου που πια πιστούς δεν έχει. Α! και τα δυο καλέσματα στου κρεβατιού τη νύχτα με του λαμπρού αυγουστιάτικου φεγγαριού τη λαμπάδα, α! και τα νιάτα μου άπραγα και μ’ όλα τους τα χρόνια τα δεκοχτώ, πρωτόβγαλτα, χαμένα, ντροπιασμένα… 100 Νύφη ακριβή για τους γαμπρούς και πιο ακριβή φροντίδα και νιων και γέρων κι ολωνών των άθλιων της αγάπης, τώρα έρμη, κακογέραστη, μες στο κατώι το ξένο, το ζητιανεύεις το ψωμί στου σπλαχνικού την πόρτα.

—Κι εσύ που καρτερούσες —κολλητή στα σιδερένια 105 του μπαλκονιού σου κάγκελα με καρφωμένα μάτια προς την κρασάτη θάλασσα που βαπόρια καπνίζουν— το γυρισμό του αγύριστου… Περιμένεις ακόμα; Τι έγινες όνειρο κακό, και το ξανοίγω πάντα βουβό με μάτια ολάνοιχτα, δυο τρύπες που παγώνουν, 110 μια δυστυχία να μου μηνά, την πίκρα να μου φέρνει… Το ξέχασα ώς και το όνομά σου. Η Μαργαρίτα αν ήσουν, ω Μαργαρίτα, αλίμονο! Κατάρα η Μαργαρίτα!

Στοιχειωμένες ηρώισσες με τα μάγια του λόγου στων κύκλων τα γυρίσματα για τους ξεχωρισμένους 115 του κόσμου που με το κρασί του ιδανικού μεθάνε, κι εσείς, γυναίκες της ζωής, που μετά βιας περνώντας ταράξατε της ζήσης μου τ’ αργοκύλημ’, απάνου στο ρέμα της αφήνοντας του διάβα σας τ’ αχνάρια γοργοσβησμένα, ω σπιτοπούλια, βρέξατε για λίγο 120 τα φτερούγια σας μέσα της προτού να ξαναβρείτε το δρόμο προς τα στεριανά λασπωμένα σοκάκια… Της ζωής μου θολόρεμα λυπητερά που φεύγεις! Ούτε το λούσμα χάρηκες το ρυθμικό του κύκνου, μηδέ του γλάρου την ορμή του κυνηγάρη, αντάμα 125 βουτηχτή των αγέρηδων γοργού και των κυμάτων, μηδέ του χρυσοδέλφινα το αφρόσπαρτο κολύμπι, μηδέ και της νερόχαρης νυμφαίας τ’ άνθισμα, ούτε το μακροβούτι αστραφτερό μέσα σου μιας νηρηίδας μαγεύτρας… Ω ζωή μου εσύ, αζώητη ζωή ψόφια, 130 ονειροπλέχτρα υπνόγειρτη στα μάγια του βιβλίου, φυλακισμένη του σπιτιού, του κόσμου ταξιδεύτρα με τα συγνεφοκάραβα και των αχτίδων τ’ άτια που μπαίνουν από τ’ ανοιχτό παράθυρό μου κι έχουν παχνί το ερημικό κελί μου, εμένα καβαλάρη. 135 Αγάπη ακέρια, αγάπη ακέρια, αγάπη, αγάπη, αγάπη!

Αγάπη ηδονοστάλαχτη σαν του καρπού τη γλύκα που από το δέντρο κόβεται και μες στα δόντια λιώνει, Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη εσύ, κι αχώριστα κι αντάμα αγάπη ηδονοστάλαχτη σαν τ’ αστεριού το φέγγος 140 τ’ αυγερινού στο μέτωπο καλοκαιριού δροσάτου, ξαγνάντεμα ήσυχο ενός ξύπνου απ’ αλαφρό έναν ύπνο, και ιδεατή και σαρκική, του αμάντευτου μαντεύτρα, Αγάπη ακέρια, ήρθες ποτέ σ’ εμένα; Οϊμέ, δεν ήρθες, κι αν ήρθες, δε θα τ’ άπλωσα το μποδεμένο χέρι, 145 καρπέ, θα σε παράτησα στο φάγωμα των όρνιων, και γι’ αποκάρωμα άρρωστο και ψεύτικο μιας ώρας, ύστερ’ από κακή νυχτιά στον τροχό της αγρύπνιας, τα σκούρα του παραθυριού θα τα ’κλεισα την ώρα, θείο άστρο, που έχυνες για με το φεγγοβόλημά σου…

150 Μα, ω Πόθε, καλώς έρχεσαι, κι απ’ όπου και όπως, πόθε, Πόθε, μια πάναγνη στιγμή, πόθε, ιερό μεθύσι σαν καις απάνω στο βωμό, και στο βωμό τον ίδιο σαν καις τον ίδιο τον πυρσό στα δίδυμα του κόσμου, στο θάνατο τον έρωτα, στον έρωτα τον τάφο, 155 κι ακόμα κι όταν έρχεσαι με την πείνα του λύκου, και τότε, όπως κι αν έρχεσαι κι απ’ όπου, καλώς ήρθες! Για τούτο αδίσταχτα κι εγώ την ώρ’ αυτή σάς φέρνω στο βωμό που τον έχτισεν η μαγική μου τέχνη για να προσφέρει τη θυσία στους ίσκιους σας, γυναίκες, 160 σ’ εσάς, παιδούλες της ζωής, σ’ εσάς, ιδέας νεράιδες, γκρίζα φαντάσματα σ’ εσάς, γαλάζιοι σ’ εσάς ίσκιοι· και στο γυναικολάτρη μου βωμό κι εσάς ακόμα γι’ αυτό σάς φέρνω αρώτηχτα της αγοράς δουλεύτρες, ω της λαγνείας και της σκλαβιάς κοπάδια, κόκκινοι ίσκιοι, 165 που δίχως να το γνοιάζεστε το παίζετε το πάθος, και σαν την πέτρα είσαστ’ εσείς κι είσαστε σαν τη γύμνια, κι είν’ η καρδιά σας τ’ άδεια αγγειά τα πεταμένα τρύπια που τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για να μαζώνουν στα χέρια των παιδιών του δρόμου από τ’ αυλάκια σάπια 170 νερά, την όχτρητα του κόσμου και την καταφρόνια. Μα εγώ σάς φέρνω στο βωμό χτιστό από με, και στέκω μπροστά σας ευλαβητικά, γιατί αγαπητικός σας είμαι κι εγώ, γιατί η στιγμή που δώκατε σ’ εμένα ξανάσασμα και χόρτασμα, και μ’ όλη την ασκήμια 175 και τη ντροπή, το χόρτασμα και το ξανάσασμα, όμοια, και μέσα στα βαλτόνερα και μες στα κακοτόπια, απ’ τη ζωή μου είναι ζωή κι από το αίμα μου αίμα.

Ο ασκητευτής ο στίχος μου λειτουργικό σηκώνει τον ύμνο, και τ’ αρώματα σκορπά και τα λιβάνια 180 καίει για των όμορφων τ’ αγνά, για τ’ άγια των ηρώων. Θ’ ανατριχιάσει ο στίχος μου τριγύρω στο βωμό του, κι αδιάντροπες κι ακάθαρτες, καθώς σας αγναντέψει. Μα εγώ σάς θέλω στο βωμό, κι ας μην το θέλει εκείνος. —Για τίποτε δεν ντρέπομαι, τίποτε δε σωπαίνω, 185 τίποτε δεν καταφρονώ, τι όλα με νόημα, ίδια, και τ’ αξετίμωτα του κόσμου και τ’ αποριμένα, από το νόμο όλα βαλτά, γραμμένα από τη μοίρα, να τα ξεγράψεις δε μπορείς, μήτε όχι να τους κράξεις, όλα τ’ ανθρώπου είν’ ιερά, για το συμπάθιο είν’ όλα, 190 κι οι αμαρτίες κι οι ανημποριές της μίζερης ζωής μου, κι όσα μου ακόλαστα ιερά, κι η αρρώστια μου τραγούδι, κι η προσευχή κι ο πειρασμός κι η δύναμη κι η αστένεια, σπέρματα που δημιουργούν και πάθη που ενεργούνε!

—Ω Εσύ, δεν έχεις όνομα, και σάρκας είναι ιδέα 195 μονάχα η σάρκα σου, άγαλμα δεν είσαι, εικόνα είσαι, πνοή, και πνέει και μια γυναίκα πάει να γίνει, και είσαι καντήλα μυστηριακή με φέγγος που όλο τρέμει και πάντα σα να στέκεται κι από τη γη πιο απάνου, φέγγος που μήτε υψώνεται να πάει στα μισουράνια, 200 μήτε που αργά σιγοτραβά να πέσει ως άστρου γέρμα, το φέγγος σου βιγλάτορας και σα να παραστέκει κάποια ψυχή που ξέπεσε μες στον πηλό κλεισμένη, τι ασκλάβωτ’ είσ’ εσύ ψυχή, του γαλανού πλανήτρα! Ω που δεν έχεις όνομα, μα που έρχεται στα χείλη 205 και ξεψυχά πριν ειπωθεί, γλυκό γλυκό, για σένα κάποιο όνομα, γιατί μια γλώσσα ανθρώπινη του κάκου να το συλλάβει πολεμά τέτοιο όνομα που φεύγει κι όλο και φεύγει… Εσύ. Ω Εσύ, δεν έχεις όνομα, όπως δεν έχει όνομα κι η αρχή των κόσμων η κινήτρα 210 στην υπερούσιαν άναρχη καθολική πηγή της, ω Εσύ που αν είχες όνομα, θα ταίριαζε μονάχα με τ’ όνομα της Ελοάς αγγέλισσας του ελέους του υπέρτατου που αγάπησε τον άγγελο του ολέθρου! Ω που δεν έχεις όνομα και που Ελοά δεν είσαι, 215 τι αγγέλισσα δεν είσ’ εσύ, γιατί γυναίκα θά εισαι, γυναίκα; μήτε· γιατί εσύ το λούλουδο του ονείρου κι ο αφρός εσύ του εκστατικού. Ω Εσύ, πού είσαι, πού είσαι;

Πάντα τα χέρια σου απλωτά γερμένα προς εμένα απάνου απ’ το κεφάλι μου, μα δίχως να το γγίζεις, 220 με κίνημα που χάιδεμα πάντα ζητά να γίνει, μα στέκεται λειτουργικό κι όλο ευλογία μένει. Κάτασπρη δορυφόρισσα π’ όλα τα κάνεις άσπρα μέσα σου, γύρω μου, βουλή, σκέψη, έρωτα και κόσμο, νυφούλα μ’ άσπρα στέφανα, παρθένα μ’ άσπρα πέπλα, 225 βωμό για σε δεν έχτισα, μήτε άγαλμα σου σταίνω, γιατί δετά κάτου από σε τα χέρια μου, δέηση άσπρη, γιατί του λόγου το σμιλάρι που όλα τα σκαλίζει, λεπτά ή αδρά, στου λογισμού την πέτρα ή το χρυσάφι, τη μουσική σου δε μπορεί την άπιαστη να πλάσει. 230 Ω εσύ πρωτάρη μου καημέ κι ολόστερνή μου σκέψη, περπατητής ακόμα εγώ, μα κάποτε και πότε σε κάποια χώματα σκοντάβει το περπάτημά μου, —το αιστάνομαι— στα χώματα που θα μου ρίξουν όταν με κατεβάσουν ήσυχα στης μάνας γης τους κόρφους. 235 Μα και με πίσω μου τη ζωή και με το Χάρο εμπρός μου, και φτερωτό παιδί και στο ραβδί μου ακουμπισμένος, πάντα σε βλέπω απείραχτη αποπάνω μου. Κατέβα. Σε πρόσμενα, σε καρτερώ· και θα σε περιμένω.