Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μια παράδοση

Γη, και την πλάθει ο Φίδαρης κι ο Άσπρος πλατιά την αγκαλιάζει. —Της ρηχιάς, Θαλασσινέ, το δρόμο πήρες, και ήρθες, καθώς έρχεται ο γλάρος κι ο τσουκνιάς.

5 Ήρθες από τ’ αγνώριστο· αποπέρα· από πού; δεν το ξέρεις ούτ’ εσύ. Έφερνες τ’ άγια λείψανα μιας πίστης και μιας φυλής τη βούλα τη χρυσή.

Ήρθες με μια κουρσάρικη γαλέρα, 10 ταμπούρι έψαχνες νά βρεις και χωσιά, λημέριασες εδώ να μελετήσεις καινούρια κούρσα κι άλλα φονικά.

Τρόμος του Τούρκου και του Φράγκου. Ξάφνου σ’ τα τρώει καημός τα φύλλα της καρδιάς. 15 Κουρσάρος, κι ερωτεύτηκες τη λίμνη την ήμερη. Και γίνεσαι ψαράς.

Ύστερα καπετάνιος μιας γολέτας άπλωσες τα φτερά του ταξιδιού από της Μαύρης Θάλασσας της άκρες 20 ίσαμε τους γιαλούς του Μισιριού.

Και ξανάρθες. Χτιστό σου εδώ το σπίτι. Πραματευτής και κοσμογυριστής, το μετάξι κουβάλησες της Δύσης και το χρυσάφι της Ανατολής.

25 Του χωραφιού και του ιβαριού ξωμάχος, αδροί κάτου απ’ τα χέρια σου οι καρποί, το μελιχρό αβγοτάραχο της λίμνης, κι η σταφίδα του κάμπου η γαλανή.

Ύστερα —δεν το ξέρω πώς και πότε— 30 στο νου σου φεγγοβόλησε νέο φως· ορθός, με τα βιβλία των Ελλήνων, μιλάς· δάσκαλος είσαι και σοφός.

Μα ήταν τα χρόνια δίσεχτα, ο Σουλτάνος αλύπητος, ραγιάς πάντα ο λαός. 35 Νά! λυτρωτής ο Μόσκοβος. Και πρώτος κουρσάρος πάλε εσύ και αρματολός.

Κι είπες της λίμνης: —Κάμε το το βιος σου καράβια και μπουρλότα· και φωτιά!— Κι είπες της γης σου: —Δώσ’ μου παλικάρια! 40 Το σπίτι, στάχτη! Θάλασσα! Βουνά!—

Κι ο λυτρωτής ο Μόσκοβος ο πλάνος πάει με τα διαβατάρικα πουλιά. Λιμνοθάλασσα, λιάπικο χαντζάρι σ’ αλικοβάφει. Θάνατος κι ερμιά!

45 Κι εσύ, κουρσάρε, δάσκαλε, ξωμάχε, κλέφτη, πραματευτή, πού τριγυρνάς; Ασκητής ρασοφόρος τ’ Αγιονόρους, στοχάζεσαι και δέεσαι. Καρτεράς.

Καρτεράς. Δεν πεθαίνεις. Αποπέρα 50 πρόβαλες. Δεν το ξέρεις από πού. Κρατάς τ’ άγια τα λείψανα μιας πίστης και τη χρυσή τη βούλα ενός λαού.

Και πάλε νά! το δεύτερο το Ανάστα, το Ανάστα το μεγάλο! κι εσύ ορθός. 55 Λιμνοθάλασσα, κάστρο στοιχειωμένο, τ’ άστρο του Γένους! Κι εσύ πάντα ομπρός!

Με το σπαθί στο χέρι σ’ ήβρε κι η ώρα του μυριοδοξασμένου χαλασμού. Όρμησες· τουρκομάχε καπετάνιε, 60 το ρέμα ποιού σε πήρε ποταμού;

Χάνεσαι, μα δε σβήνεσαι. Φυλάχτρα η αθάνατή σου η δύναμη, καθώς φυλάγει, μέσα στους ρυθμούς του Ομήρου, τον ήρωα ο προστάτης του ο θεός.

65 Ανάμεσ’ απ’ τη χώρα τη δαρμένη από το μισερό τον Ξεπεσμό, σε είδανε· γαληνός αργοπερνούσες και τραβούσες ψηλά προς το βουνό.

Με μια φλογέρα από βοσκό παρμένη, 70 νεράιδες δένεις και καρδιές. Ποιητής! Κρατάς τ’ άγια τα λείψανα της πίστης και τη χρυσή τη βούλα της φυλής.