Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Α΄.
Το χαίρε της τραγωδίας

Στη δα Μαρία Κοτοπούλη που τους είπε τους στίχους τούτους από τη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, την αλησμόνητη βραδιά που πρωτάνοιξε με την παράσταση της αισχυλικής «Ορέστειας».

Ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς.

Αἰσχύλος («Ευμενίδες»).

Μ’ έκραξες; έρχομαι αποπέρα, χαίρε! Σ’ εσέ το χαίρε, ω πλάστη και ω πατέρα! Είμαι η βασίλισσα της Τέχνης, είμαι η Τραγωδία. Στης παναρμονικότατης Αθήνας τον αέρα 5 όλα είναι σαν αγάλματα, βλαστάρια ενός Φειδία, όλα, και τα καλά του νου, σαν τα καλά της πλάσης· και μέσα σε όλα ένας εσύ δεν είσαι για να μοιάσεις. Του Λόγου υψώνεσαι Όλυμπος και Καύκασος μαζί, και σα θεός που με την τρίαινα ενεργεί, 10 στο μεγαλόπρεπο άπλωμα της θάλασσας του Ομήρου την τρικυμία την τραγική ξυπνάς, κι ενός ονείρου τιτανικού σπαράζει ανατριχίλα και τα φτερά του λογισμού και της καρδιάς τα φύλλα, βογκάει της Μοίρας το αίνιγμα, κλαίει της ψυχής το κλάμα, 15 θεοί με υπέρθεους θνητούς μάχονται κι αστροποβροντάν στο λυρικό σου δράμα· Άτλαντας μέσα του ένας νους βαστά τους ουρανούς. Της Τέχνης είμαι το άνθισμα το υπέρτατον εγώ. Από τον κόσμο ιέρεια γυρίζω στο ναό. 20 Δεν ήρθα από τα γνώριμα ιερά των Ελικώνων, σαν πρώτα γύρω μου οι αρχαίοι δεν κελαηδάνε Μύθοι· ω δρόμοι μακροτάξιδοι στ’ αλλάσματα των αιώνων! Από το βάρβαρο έρχομαι, γυρίζω από το Σκύθη. Χειμώνες το ’ριξαν αλλού το πλάνο μου καράβι, 25 Σοφία η αττική θεά φέγγει μακριά στα ξένα, και μ’ ήβρανε κι ερωτικά με χάιδεψαν εμένα Λατίνοι, Φράγκοι, Γερμανοί και Βρετανοί και Σλάβοι. Σαιξπήροι και Κορνήληδες και οι Κάλδερον και οι Γκαίτε με το δικό μου τον καημό, με το δικό μου γάλα 30 τ’ ανάθρεψαν τα ωραία τους παιδιά και τα μεγάλα· μα ό,τ’ είναι μέγα μέγα ειναι, γιατί από σε κρατιέται. Και της πορφύρας που ύφανες για με τ’ απομεινάρια γινήκαν γκόλφια αλλόφυλων και μάγων φυλαχτάρια. Άνθισα στην Ανατολή και πέρασα στη Δύση· 35 χίλιων εθνών, μύριων ψυχών πολέμους, πόθους, μίση, τ’ ανάστησεν ο λόγος μου και το παιγνίδισμά μου, και μες στις άλλες μου αδερφές κι απ’ όπου κι αν περνούσα ήμουν των άλλων ταίριασμα κι όλων κορόνα, η Μούσα· μα η ξενιτιά μού τ’ άλλαξε και γλώσσα και θωριά μου. 40 Και σαν ποτάμι όλο γλυκά λαμπρά νερά καθάρια που παίρνει απ’ άλλες ρεματιές κι απ’ άλλα κεφαλάρια, κι απ’ τη βαθιά του κοίτη βγαίνει, πλαταίνει, αλλάζει, και θολό και ξέχειλο πηγαίνει, θόλωσα, πλάτυνα, άλλαξα, πλημμύρισα, και πήρα 45 κι αντάμωσα λογής δεινά κι έδειξα κάθε μοίρα και πλάι με τον ημίθεο κι αγνάντια από το ρήγα έστησα εγώ τον άνθρωπο το λαϊκό, και πήγα κι έφερα εγώ τον άνθρωπο τον ταπεινό, και πάλι το φωτοστέφανο έβαλα τριγύρω στο κεφάλι 50 του απλού θνητού και σιγαλού και αγνώριστου, και είπα: Κάθε άνθρωπος που αλύγιστος τον αψηφά το γύπα σαν Προμηθέας είναι κι αυτός, μ’ όποιο όνομα· μου κάνει· σε κάθε ανθρώπου την καρδιά η θεία σφραγίδα πιάνει. Κι έσβησα κάθε σύνορο κι έριξα κάθε τοίχο 55 κι έπιασ’ ακέρια τη ζωή μες στον πλατύ μου στίχο κι ανάκατα περίπλεξα μες στους πυκνούς μου γύρους τους ήρωες τους αδάμαστους με τους τρελοσατύρους. Μα νέο κανένα χάρισμα και ξένη καμιά τύχη κι άλλος κανείς τραγουδιστής δεν ύψωσεν εμένα 60 στο κορφοβούνι τ’ άφταστο που με τα ολανοιγμένα φτερά τους μ’ αεροσήκωναν οι ασύγκριτοί σου οι στίχοι. Πατέρα, φέρε με ξανά στα ύψη σου, και δώσ’ μου μες στ’ άψαχτα τα βάθη μου κι άλλη φορά να κλείσω το μέγα θάμα του θεού, τ’ ανθρώπου, και του κόσμου, 65 και να το παραστήσω σαν όταν το λειτουργικό φορούσες μου χιτώνα, και στα μαλλιά μου κάρφωνες την ορφική κορόνα, κι απ’ όσα θρέφει τέρατα γη, θάλασσα, και αέρας, ζωγράφιζες αγνάντια μου σαν πιο τεράστιο τέρας 70 το υπέρτολμο το φρόνημα στον άντρα, και στης γυναίκας την ψυχή τη λάβρα την ερωτική, των πάντολμων υφάντρα. Κι ύστερα προς τη Δύναμη μου κάρφωνες το μάτι, 75 που κι αν την πεις Αδράστεια και Ανάγκη και Αίσα και Άτη, πάντα είν’ η Μοίρα· μου έδειχνες τη Μοίρα απ’ όλα απάνω, κι από τους θρόνους των θεών, γεννήτρα, καταλύτρα, πὄχει προφήτη τ’ όνειρο το νυχτοπλάνο, και την ορθότριχη Τρομάρα έχει μηνύτρα. 80 Δώσ’ μου. Για να τα ξαναειπώ, ξανά διαλάλησέ μου, με τη βροντή του κεραυνού, με τη βοή του ανέμου, με τη θρησκευτική κλαγγή των βακχικών οργίων, των Ατρειδών το ανάθεμα, τη δόξα των Αργείων, και το θεοκυβέρνητο πρώτα κι απ’ όλα κάστρο, 85 την αιωνίαν Αθήνα σου, που είναι του Λόγου το άστρο. Χυθείτε, βόγκοι των Περσών και των Ελλήνων παιάνες, παρηγορήστε, Ωκεανίδες, τους Τιτάνες, μαρτυρική προφήτισσα βαθύλαλη, ω Κασσάντρα! Πελέκα, Κλυταιμνήστρα εσύ, τον ήρωα και τον άντρα, 90 μουγκρίστε, φιδοπλόκαμες φουρτούνες της νυχτιάς· το φως του ήλιου του Αττικού γαλήνεψε κι εσάς! Και πουθενά και τίποτε να μην το σταματήσει, μηδέ της Τέχνης η βουλή, το ακράταγο μεθύσι, κι ο Πήγασος που σ’ άδραξεν, ημίθεε καβαλάρη, 95 ίσα ώς τον έμπυρο ουρανό το φύσημά του ας πάρει. Κι από την πάλη που άγρια παλεύουν τα στοιχεία, το φως και η νύχτα, ο δελφικός θεός και η Ερινύα, κι ο εκδικητής με τον κριτή και η Δίκη με τη φρίκη, σύμπλεξε γάμους ταιριαστούς και κήρυξε τη νίκη, 100 κι έβγα ξανά, ξανθέ καρπέ του σπλάχνου μου, Αρμονία! (Γιά ιδές, η Ελλάδα σου! ναός· ναός, και είν’ όλα του άδεια, βουβά, σβησμένα, θησαυροί, βωμοί, Πυθίες, λατρείες, και σκύλες του Άδη μέσα του και του χαμού κοπάδια στα μάρμαρά του θρονιαστές ουρλιάζουν οι Ερινύες). 105 Ένα όραμα, ένα όραμα, φως και φτερά του νου! Πάλε σαν πρώτα, απ’ τα βαθιά του αμέτρητού σου τραγουδιού κάμε η Ελλάδα να υψωθεί σε Ανατολή και Δύση, που είναι του μέτρου η μουσική και της υγείας η βρύση, 110 η Ελλάδα· χαμογέλα της, αγέλαστε, κι εσύ!

1903