Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος δωδέκατος

Σιωπή. Σωμένο το τραγούδι. Ολοτρόγυρα η πλάση στο χάλασμα, στη λαγκαδιά, στη ρεματιά, στον κάμπο, σα να την ξάφνιασε η πλατιά πολύβουη αρμονία, όραμα, λάλημα, δαρμός ματιών, αφτιών, η πλάση 5 πέφτει για ν’ αποκοιμηθεί στης σιωπής τον κόρφο, παιδούλα ευκολοτρόμαχτη στην αγκαλιά της μάνας. Και ξανασαίνει η σιωπή και σα να τηνε νιώθεις χεροπιαστή, όπως ύστερα από μια βροχή οργισμένη που ώρα πολλή συγκρατητά πέφτει, και αχά και μ’ όλους 10 τους ήχους, με το μούγκρισμα του βουβαλιού μουγκρίζει μες στα ποτάμια, μοίρεται μες στα κλαριά σα γκιόνης, σαν κορασιά σιγαλοκλαίει στα παραθύρια απόξω, κι όλο φουσκώνει· κι έξαφνα περνά σα να μην ήταν. Μα κοίταξε, άκου! Ένας αχός από το δρόμο, πέρα, 15 του Γαλατά. Το μήνυμα πήγε στο ρήγα. Φτάνει. Έρχεται, και με την τιμή που πρέπει, φέρνοντάς του τα περσικά κεντήματα, του Βαγδατιού τα πεύκια, της Βενετιάς το μάλαμα, της Θήβας το μετάξι, τ’ άνθια τ’ ανατολίτικα, τα συριανά τα μύρα, 20 πλούσια νεκροστολίσματα, βασιλικά σουδάρια στο δεύτερο το ξόδι του, πιο φανταχτό απ’ το πρώτο. Άμμος χρυσός τον πλούμισε το δρόμο, τονε στρώσαν χλωρόκλαδα, ροδόνερο τον έβρεξε, λιβάνι μοσκοβολά, ασπροστολισμένοι αργοπατάν οι ευνούχοι, 25 του λείψανου του απάντεχου σταλμένοι παραστάτες. Στον ήλιο τ’ άσπρο μου βεργί, πραιπόσιτε, γυαλίζει. Τον ύμνο υψώστε μελωδοί, σιμώστε, μυροφόροι! Μαυρολογά τ’ αρχοντολόι λυπητερά ντυμένο. Το νεκροκρέβατο χρυσό. Κρατάν οι μαγγλαβίτες 30 το διβιτίσι το κοντό, τη σκαλιστή κορόνα, τα κόκκινα ποδήματα, γυμνός για να μη γείρει ξανά στο μνήμα ο δοξαστός, κι ας ράγισε, κουφάρι. Σιμά η πομπή. Πέρα, μακριά διάπλατη η πλούσια τέντα τον καρτερά η βασιλική. Και του Παλαιολόγου 35 το λάβαρο, του νικητή που πάει να ξαναπάρει, όχι την Πόλη, όχι την Πόλη, αλίμονο! μα κάποιο φάντασμα, κρύο το είδωλο της Πόλης που ήταν πρώτα, του Παλαιολόγου νικητή το λάβαρο προσμένει να χαιρετίσει ταπεινά, και γέρνοντας ώς κάτου, 40 το βασιλιά που βυθισμένος χάθηκε σαν όλοι στης νύχτας τον ωκεανό, και ξάφνου απάντεχα ήρθε και στην κορφή του ωκεανού ξανά σα σκιάχτρο στέκει, κάτου από του σκελέθρου του σκεπάζοντας τον ίσκιο τα πάντα, πιο στενά. Και νά! Και νά η πομπή, και μπαίνει 45 στο χάλασμα. Πάντ’ ανοιχτός ο τάφος, προς τον τοίχο πάντα και ορθό το σκέλεθρο. Στο στόμα του η φλογέρα πάντα. Τα χέρια, βασιλιά, προς το λείψανο απλώνεις. Του κάκου. Μόλις τ’ άγγιξαν τα χέρια σου, στο χώμα το λείψανο σωριάζεται, χώμα. Σε κείνο απάνου 50 βουβή η Φλογέρα η μουσική, για πέταμα καλάμι.