Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος δέκατος

—Ήταν ο Βάρδας ο Σκληρός κορφή της αντρειοσύνης, πολλ’ άξιος για να στοχαστεί και για να πράξει πρώτος, του ήταν το βιος βασιλικό, το χέρι του ατσαλένιο, κατορθωτής, ξολοθρευτής, και πλάστης των πολέμων. 5 Ήταν ο Βάρδας ο Σκληρός ο κλέφτης κι ο απελάτης, ο μέγας ανυπόταχτος, οργή Θεού, και αρρώστια που κάθεται με την αυγή και αψώνει με το βράδυ, ο φοβερός κι ο πονηρός με τα γλυκά τα λόγια, με τα δεξά φερσίματα, που γνώριζε να δένει 10 τ’ απλού στρατιώτη την ψυχή στη φούντα του σπαθιού του, το είδωλο των άπιστων και των πιστών, και κάθε φάρας που θα ’βγαζ’ η Αραπιά και θα ’στελνε η Σαχάρα. Κι ήρθε καιρός, και μου έκοψε κι απ’ τη στεριά το δρόμο, το δρόμο κι απ’ τη θάλασσα και μ’ όλα τ’ άρματά του, 15 κι απ’ τα δικά μου πιο γερά, σφιχτοπερίπλεξέ με, εμένα τον αγναντευτή και τον αφέντη εμένα των τόπων των τετράπλατων, σε πλοκαμούς φιδίσιους. Όσο που σήμαν’ η ώρα του, και βρέθηκε μπροστά μου κι αυτός ανήμπορος, τυφλός, παράλλαμα, συντρίμμι, 20 και πρόσπεσε στα πόδια μου, του σπλάχνους μου ζητιάνος. Κι όπως τα πονηρά στοιχειά, δαμασμένα, σφιγμένα μες στ’ αντρειωμένου τη φουχτιά, τα ρίχνουν τ’ άρματά τους τα τρομερά, κι ανοίγουνε καλόκαρδα το στόμα και κάποια λόγια που βοηθάν μηνάνε τ’ αντρειωμένου, 25 έτσι κι εκείνος άνοιξε το στόμα, δίνοντάς μου, για να τις κάμω φυλαχτό, τις φρόνιμες ορμήνιες. Δε με ξαφνίσανε, βγαλτές απ’ το δικό του στόμα, τι μέσα του τις άκουγα κι από καιρό πιο ακέριες. Κάθε κορφή που να υψωθεί γυρεύει ακόμα απάνου, 30 σα να ζητά να γίνει εγώ, να τη χτυπάω, μου είπε, κι αν θέλω πάντα αστραφτερά τ’ άρματα κι άξια νά ειναι στα χέρια και στη διάτα μου, να τα κρατώ τα χέρια πάντα μακριά απ’ τον πειρασμό του πλούτου, προσταχτής του πάντα κι αφέντης του, ποτέ δούλος του σφιχτοχέρης. 35 Αγνά και τα παλάτια μου να ’χω από της γυναίκας την αμαρτία· του δαίμονα βρόχος, ο πιο μεγάλος, είν’ η γυναίκα· ασίμωτος γκρεμόβραχος να στέκω, κι ό,τι κρατώ στο λογισμό, να μην το φέρνω γύρα. (Όμοια και τα φαρμακερά φυτά που θανατώνουν, 40 γίνονται γιατροβότανα μες στου σοφού τα χέρια).

Μα εγώ είμαι απ’ τη ζωή σοφός, μου δώκανε τα χρόνια τη γνώση, και μου πλάσανε καρδιά και νους το λόγο, και γνώση και σοφία μου και λόγος μου, ω Παρθένο, ευλογημένα είν’ από Σε. Και στο σκολειό του κόσμου 45 μια δύναμη έγινε σ’ εμέ δασκάλισσα για μένα, και μὄμαθε τα γράμματα που είν’ άμαθα απ’ τους άλλους. Ο νομοθέτης κι ο υπουργός κι ο στρατηγός εγώ ειμαι, βουλή και χέρι είν’ από με κι η προσταγή μου ο νόμος. Οχτρός μου είν’ η γυναίκα εμέ, το ψέμα είν’ η γυναίκα, 50 είν’ η γυναίκα η άβυσσο, όχι γιατ’ είν’ εκείνη πιο δολερή απ’ το ταίρι της τον άντρα και πιο μαύρη· είν’ άμοιαστη κι αταίριαστη μες στα δεινά της πλάσης, γιατ’ έτσι ψεύτρα, είν’ άγγελος, κι έτσι άβυσσο, είναι βρέφος, και πνέει, σα να τη φύσηξε το στόμα Σου, Θεοτόκο! 55 Δεν είμαι της γυναίκας γιος, μηδέ βλαστάρι του άντρα, (έλεος, Κυρά, και σβήσε μου τη φλόγα της βλαστήμιας), άνθρωπος όχι, Κένταυρος θά ηταν ο πρώτος πὄχει σπαρτό το γένος που έφερε στην οικουμένη εμένα. Οχτρός μου εμένα κι η άσοφη σοφία του διαβασμένου, 60 όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας. Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, με τα γιομάτα ονόματα και τ’ άδεια τα κεφάλια, πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες! Είν’ όμορφος κι ο θάνατος απ’ ό,τι μέσα του έχει 65 αξήγητο κι απέραντο κι αθάνατο και μέγα, κι εσείς, αντί να γίνετε των κρίνων τρυγητάδες που μέσ’ από τα μνήματα σαν πιο χλωρά φυτρώνουν, (γιατί τα πότισαν καρδιές με δάκρυα και με αίμα), και κάτου απ’ των αμάραντων κυπαρισσιών τους ίσκιους 70 αντί να μελετήσετε τον κόσμο που διαβαίνει κι όλο είν’ ο ίδιος κι όλο αλλάζει,— εσείς, γειρτοί στους τάφους ταράζετε τα κόκαλα και ψηλαφολογάτε τις κάμπιες, κι απ’ του θάνατου τη νέκρα είν’ η ζωή σας. Και ζείτε από την ασκημιά σαν καταχωνιασμένοι, 75 κι όλο φαντάζεστε πως είναι αχτίδα της αλήθειας τ’ αχνόφεγγο του σκέλεθρου και της πυγολαμπίδας, πάντα στραβοί, κι αγρίκητα κι αμίλητα σας είναι όλα τα ωραία και τ’ αγαθά, δειχτά ή κρυφτά, της Πλάσης. Η γλώσσα που βροντομαχά στο λόγο μου είν’ η γλώσσα 80 της αργατιάς, της λεβεντιάς, και των ακέριων, και είναι με τη δική σας άμοιαστη πὄχει τα λόγια πάντα ξεθωριασμένα σα νεκρά και σα μπαλσαμωμένα. Εμένα ροδοκόκκινα τα λόγια μου σαλεύουν σαν του ματιού το παίξιμο, και σαν την όψη αλλάζουν, 85 γιατί στη γλώσσα των απλών, κάθε που την αφήσουν όλο να δώσει τ’ άνθος της, το Πνέμα τ’ άγιο πνέει που χέρια πάει και λογισμούς προς τα μεγάλα έργα. Και ρίμες και πιττάκια σας κι όλα σας τα γραμμένα, φύτρα κακή, σκολαστικοί, ξυλόσοφοι, λογάδες, 90 δεν είναι τίποτε, μπροστά στο καταφρονεμένο, στ’ άγραφο, στ’ αποσπερινό τραγούδι, που τ’ αρχίζει σαν κατεβαίνει απ’ το χλωρό βουνόπλαγο ο τσοπάνος και του τ’ αρπάζει η θάλασσα και του τ’ αποτελειώνει στη μέρα που αργοσβήνοντας τ’ ακούει, κι αναγαλλιάζει!

95 Δέσποινα, μη με μπιστευτείς, για να με διαφεντέψουν άνθρωποι εμένα δίγνωμοι, δέξου τη δέησή μου.

. . . .

Ήταν ο Βάρδας ο Φωκάς της λεβεντιάς αστέρι, κι έφεγγε κι απ’ το φέξιμο τ’ άλλου Φωκά, του ρήγα. Και τ’ άλλου Βάρδα αντίμαχος, πέρα απ’ αυτόν τραβούσε 100 και στου χεριού τη δύναμη και στου κορμιού το ψήλος. Και πάντα ολόρθος έστεκε στα πόδια του, και πάντα βιγλάτορας ανήσυχος, άτι βαρβάτο, πάντα σαν κάτι να μυρίζονταν και να ’βλεπε μακριάθε. Στα κούρσα πρωτομάστορας και στις χωσές τεχνίτης, 105 και καστρομάχος άφταστος και δράκος των πολέμων. Αλιά του όποιονε λάβωνε λαβωματιά δική του! Με τη χτυπιά που θα ’παιρνε παίρνονταν κι η ψυχή του, και το φουσάτο σα σεισμός το τάραζε η φωνή του. Κι ο Πειρασμός τού ξάναψε, για να τον ξολοθρέψει, 110 καταραμένη φαντασιά και μαύρη περηφάνια, και με θυμό τα πάτησε σα νά ηταν τιποτένια, πολέμους του και νίκες του και τις αντραγαθιές του στην Αντιόχεια, στης τραχιάς Καππαδοκιάς τα κάστρα, στ’ αρμένικα ακροσύνορα και πέρα ώς το Μπαγδάτι, 115 και την πορφύρα ντύθηκε και φόρεσε την τιάρα και φόρεσε τα κόκκινα καισαρικά καμπάγια, κι άφησε κι αλαλάζοντας να τον ανασηκώσουν των όρκων καταφρονετή στο χάλκινο σκουτάρι, του βασιλιά του απαρνητή, καταλυτή της χώρας. 120 Κι έφτασε κι ώς τη θάλασσα του Μαρμαρά ο αντάρτης κι αψήφιστα με σίμωσε· τον είδε γύρω η γη μου ταμπουρωμένο ολόμπροστα στης Άβυδος το κάστρο· κι απάνου από τα πέλαγα σα να ’θελε να τρέξει πετώντας όπου τέντωσα και τονε καρτερούσα.

125 Είδα και ποιός είν’ ο στραβός κι ο αχάριστος ποιός είναι, πού σέρνεται είδα ο άπιστος, πού κρύβεται ο προδότης, είδα τους πολεμάρχους μου τριγύρω μου όλους, και ήταν κάλπικοι, ψεύτες, με το φως υπάκοοι δουλευτές μου, και με τη νύχτα λαγουμιού σκαφτιάδες για να πέσω. 130 Και τους δικούς μου οχτρεύτηκα, και το ρωμιό τον είδα στα πόδια μου σα σκώληκα και σα μονομερίδα και προς τον ξένο γύρισα. «Δικός μου εσ’ είσαι, του είπα, τρέξε για μένα, Βάραγγε, βόηθα με, Ταυροσκύθη, γεια σας, χαρές, αφροντισιές, πια δεν πιστεύω ανθρώπου, 135 (μόλις τ’ αντρίκειο χάραζε στο πρόσωπό μου χνούδι), Σαρακηνέ, κάλλιο μ’ εσέ, μ’ εσένα, ειδωλολάτρη, ξέσκεποι στον κατατρεμό κι ολόισοι στη βοήθεια. Πάω να μ’ αργάσει ο πόλεμος και να με ψήσει η φλόγα. Και σφίγγω το πολεμικό σπαθί με το ’να χέρι, 140 με τ’ άλλο το πανάγιο Σου το κόνισμ’ αγκαλιάζω, Μητέρα Εσύ θαυματουργή των όπλων και των όλων! Εκεί στης Άβυδος μπροστά το πυργωμένο κάστρο.

Και με τους Ιβηρίτες του, χιλιάδα διαλεμένη, που πρώτοι λογαριάζονται του κόσμου πεζομάχοι, 145 όλοι ψηλοί, λαμπαδωτοί, τρανότερος κανένας, σα να τους καλομέτρησε ξεπίτηδες ο Πλάστης, παιδιά με φτενοχάραγο του μουστακιού το χνούδι, με το μαχαίρι στο δεξί, χέρια, κορμιά, ποδάρια, θυμός, και ορμή, και ακράταγοι· και χίμησε με κείνους, 150 μπροστά τους, και ξεχώριζε σαν άξιος καπετάνιος, ίσα κατά το Βασιλιά, με το υψωμένο χέρι το σπαθοφόρο, απάνω μου· μήτε καιρό που χάνει, κι έδειχνε πως με γύρευε με κείνο να με σκίσει, κι ήτανε σαν το σύγνεφο που αγέρηδες το φέρνουν 155 τρικυμιστοί, και τράνταζε στο πέρασμά του ο κάμπος. Και τον περίμενα κι εγώ με το σπαθί στο χέρι, κι ήτανε τ’ όπλο μου άψυχο κι αδύναμο, κι έν’ άλλο απάνου μου όπλο είχε ψυχή και δύναμη είχε, και ήταν τ’ όπλο που κρυφαγκάλιαζα με τ’ άλλο μου το χέρι, 160 το κόνισμα Σου, Παναγιά, και η χάρη σου, Μητέρα! Κι είδα το Βάρδα το Φωκά, κι αγνάντεμα δεν ήταν μέσ’ από μάτια ανθρωπινά, θάμα και όραμα ήταν. Είδα να πέφτει απ’ τ’ άλογο μεμιάς ο καβαλάρης, σα χτυπητός από γοργή σαϊτιά κι αστροπελέκι, 165 κι ο αλάβωτος κι ο ασκλάβωτος, κατρακυλώντας, μπαίγνιο της γης να χαμοσέρνεται, κι απάνου του ένας όχλος να ρυάζεται χτυπώντας τον και κομματιάζοντάς τον, κι ένα κουφάρι ακέφαλο στη λάσπη να βουτιέται, κι εμέ να μου προσφέρνεται κανίσκι ένα κεφάλι. 170 Και τον οχτρό μου χτύπησε χέρι άφαντο, μα τό ειδα, το χέρι τ’ αρχαγγελικό, τ’ οδηγημένο χέρι, των ουρανών Κυρά, από Σε. Και ξέσπασες ψηλάθε και υπέρμαχη στρατήγισσα στυλώθηκες και σκέπη σκοταδερή και φοβερή, όσο ιλαρή χαράζεις 175 κι όσο γλυκιά, κάθε φορά που δείχνεσαι κρατώντας, Υπεραγία, στον κόρφο Σου τον άχραντο το Βρέφος. Και την εικόνα Σου ένιωσα μες στο δικό μου κόρφο να παίρνει σάλεμα ζωής, να γίνεται ψυχή μου. Κι εγώ από τότε στέκομαι συλλογισμένος πάντα, 180 σα να με χτύπησε κι εμέ για πάντα η ώρα εκείνη, καθώς χτυπά το νυχτοκόπο αφρόντιστο νεράιδας αγνάντεμα στη δόξα της και τη μιλιά τού παίρνει. Κι εγώ από τότε βρίσκομαι μάτια σα να ’χω του όρνιου που την τρυπάν τη σκοτεινιά και μες στη νύχτα βλέπουν. 185 Σα να θωρώ τ’ αθώρητα, σα να μιλώ με ίσκιους, κι είμαι από τότε αγέλαστος και μυστικός και στέκω σα μαζωμένος μέσα μου και τυλιχτός μ’ εμένα, και σα να υποψιάζομαι τα πάντα ολόγυρά μου. Είναι μακριό το πείσμα μου, πέφτει κακιά κι η οργή μου.

. . . .

190 Μέσα στο πλήθος διαλεχτούς και μέσα στο λαό μου σέρνω ακριβούς, με την τιμή δειγμένους που τους πρέπει, κάποιους, της Τέχνης λειτουργούς, πνευματικούς του Λόγου. Πρωτομαστόροι, μελωδοί, ζωγράφοι, ελάτε, ω πλάστες! Ζωγράφε, από το μελωδό, κι εσύ από το ζωγράφο 195 βοηθήσου, μελωδέ, κι εμπρός! Δώστε τα χέρια, πάρτε συντροφικά το φύσημα, και ψάλτε και ιστορίστε της Αθηνιώτισσας Κυράς το ρίζωμα εδώ πέρα και τους βλαστούς που σκόρπισε στον κόσμο αποδώ πέρα, τη ζήση της, την κοίμηση, τα θάματά της, όλα. 200 Στο μοσκολίβανο πνιμένη, σαν τ’ ολάσπρο γνέφος γίνε, φεγγόβολη Εκκλησιά, κι απ’ τον αχνό σου ας έβγουν (αντί αρχαγγέλων τάγματα που βλέπαν οι προφήτες εκστατικοί να δείχνονται μέσ’ από τ’ άσπρα γνέφια) μέτρα ιερά και σύμμετρες ιερές εικόνες, όμοια. 205 Κανοναρχάτε, μελιστές, κι εσείς, εικονογράφοι, νά η εκκλησιά, πλουμίστε της τα πλάγια, απάνου ώς κάτου, με αχνογελούσες Παναγιές, με Παναγιές θλιμμένες, με Παναγιές αγέλαστες, με Παναγιές φουρτούνες. Και κάτω από τα πόδια τους, για να πατάν απάνου, 210 γράφτε κι εμέ, του πόλεμου τον κύρη και της νίκης, μέσα σ’ ολόχρυσο ουρανό κοκκινισμένο γέρμα, με τις χιλιάδες τους οχτρούς, με τις εκατοστάδες τα κάστρα, κάστρωνε και οχτρών πατητή, καταλύτη. Και σαν αποσωθούν οι οχτροί κι αποσωθούν τα κάστρα, 215 κάτου απ’ τα πόδια της Κυράς βάλτε την παραδείσια χλόη, των αγγέλων τα φτερά και τ’ ουρανού τ’ αστέρια. Κι όπου στο μέγα διάβα μου από την Τριαδίτσα πέρα ώς εδώ στην Αττική, σταμάτησα για λίγο σε λάκκωμα, σε ψήλωμα, στο ξάγναντο, στον ίσκιο 220 να ξανασάνω, αφήνοντας τ’ αλόγου μου τ’ αχνάρια σάμπως βαθύτερα στη γη,— χτίστες καλοτεχνίτες, αγιάστε και τ’ αχνάρια μου, νάτε χρυσάφι, υψώστε με το δικό μου πρόστασμα στης Παναγιάς τη χάρη προσκυνητάρια κι εκκλησιές και λαύρες και ξωκλήσια. 225 Για να το χαίρονται οι καιροί, στοιχειώστε μου το διάβα!

Έφερα εγώ ταξίματα χαρίσματα λογάρι, σημαδιακά, που η χάρη σου θα τ’ ακριβύνει ακόμα και θα τα κάμει ατίμητα στολίδια του σπιτιού σου. Νά τ’ άσπρα τα ολομέταξα πανιά της Παλαιστίνης, 230 του Πριλεπιού, της Άχριδας τα κούρσα και της Πρέσπας, τα βάζα τα ξεχειλιστά με τα χρυσά δηνάρια, και τα ταπιά της Δαμασκός τα πορφυρογνεμένα, λαμπάδες, πολυκάντηλα, τα δισκοπότηρα, όλα, δεσποτικά φορέματα, ράσα, σκεπάσματα, ένα 235 κι ένα, κι από το μάλαμα βαριά κι από τ’ ασήμι, θήκες και μίτρες και σταυροί, και γκόρφια και βαγγέλια, τα φιλτισένια, σκαλιστά, γραμμένα, σμαλτωμένα με ζα, λεβέντες, τέρατα, λουλούδια· απάνου απ’ όλα το περιστέρι το χρυσό και το χρυσό το λύχνο, 240 το περιστέρι όλο πετά κι ο λύχνος όλο φέγγει, το περιστέρι είναι ψυχή κι ο λύχνος είναι πνέμα.

Κι απ’ όσα από τους τόπους σου κι από τα θάματά σου κι απ’ όσα από τις χάρες σου πήρες ονόματα, όλα σαν του μετώπου σου τη δόξα αχτιδοσταλασμένα, 245 μπάλσαμα σαν την όψη σου, βαθιά σαν τα πηγάδια του ελέους και των οιχτιρμών που είναι τα δυο σου μάτια, παίρνω κι εγώ, —είν’ αρίφνητα— και σου τα ξαναφέρνω, σα γκόρφια και σαν τάματα, φλωροκαπνίζοντάς τα κι αρχοντικά σμαλτώνοντας με τ’ άξια της ψυχής μου 250 και με της πίστης μου τ’ αγνά. Παντάνασσα, Ελεούσα, Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα, Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα, Αντιφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λάβρα, Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη, 255 Πύργε χρυσοπλοκότατε, λιοσταλασμένε Θρόνε! Το ουράνιο τόξο ζώνη σου. Πιο διάπλατη, πιο πλούσια, πλημμύρισες τον ουρανό, σημάδι εσύ πιο μέγα. Φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι για ν’ ακουμπάς τα πόδια σου, και γύρω στα μαλλιά σου 260 στεφάνι δωδεκάστερο. Και δέρνουν τα πλευρά σου φτερούγια σαν του σταυραϊτού, με κείνα για να τρέχεις απ’ της παράδεισος το φως στης κόλασης τη νύχτα.