Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Δεύτερη νύχτα

21

Σε ξέρουν οι όχτοι με τους λιόκαλους χειμώνες, κι οι θησαυροί οι μονάκριβοι των όχτων, οι ανεμώνες, στ’ αλάβαστρα ομορφόβαλτες και στ’ αλαφρά πανέρια, ω θεριστή, από τ’ άξια, γοργά δικά σου χέρια. 5('21) Μακριάθε χαίρομαι άσκυφτος ανέγγιχτο, ακομμάτιαστο της ανεμώνης το άνθισμα, φανταχτερό· όμως εκείνες αγαπούν εσένα, ω θεριστή· εγώ αν τις βλέπω πιο βαθιά, ξένος τούς είμ’ εγώ.

22

Στα πατρικά ιερά βιβλία για πάντα κοιμηθείτε, (τάφοι σας είναι) λόγια αρχαία, νεκροσαβανωμένα, κι εσείς κοράκια ξαφνισμένα, βουβαθείτε! Εμένα η ζωντανή ζωή βροντοσαλπίζει, εμένα. 5('22) Όσο το χέρι της ζωής κρατεί με πιο σφιχτά και της ιδέας πιο στέρεα καβαλικεύω το άτι, τόσο πιο αχόρταγα ρουφώ τ’ αγέρι του βουνού, τόσο πιο αξέταστα μιλώ τη γλώσσα του χωριάτη.

23

Στον τοίχον ολοτρόγυρα, σα δίκαιοι που κοιμούνται, τα σιγαλά και τα πιστά βιβλία, κι εσύ, Διοτίμα, ανάμεσα, κι ανάερα ένα γήτεμα· κι απ’ όλα τα βιβλία, 5('23) σα να ξυπνήσανε, σαν κάποιος να τα ξάφνιασε, μελισσοβούισμα’ απαλό να χύνεται γρικάς: «Τάχα η Σοφία αν είσ’ εσύ, πώς είσαι κι η Αφρογέννητη; Κι αν είσαι η Αφρογέννητη, τί θες εδώ μ’ εμάς;»

24

Ας τα ζητάνε μακρινοί ταξιδευτάδες άλλοι στ’ Άλπεια βουνά τετράψηλα τα μαγικά εντελβάις· είμαι τ’ ασάλευτο στοιχειό, κάθε χρονιά μ’ ευφραίνει ο Απρίλης μες στον κήπο μου, μες στο χωριό μου ο Μάης. 5('24) Ω λίμνες, φιόρδες, της Φραγκιάς παλάτια, ναοί, λιμάνια, φέγγη υπερβόρεια, τροπικά λουλούδια και ρουμάνια, της τέχνης θάματα, ομορφιές απίστευτες του κόσμου, κάποιο νησάκι εδώ αγαπώ κι όλο το βλέπω εμπρός μου.

25

Δεκάξι χρόνων ήμουνα, κι αγάπησα την όμορφη Ποθούλα, την παιδούλα· της χάρισα μια μέρα την εικόνα μου μέσα σε μια χρυσή καρδούλα. 5('25) Πήρε το χάρισμα η παιδούλα μου, η Ποθούλα μου, και ροδοχάραξε η χαρά το κάλλος το χλωμό της· κι ύστερα; την εικόνα μου την έσκισε, την πέταξε, και την καρδούλα κρέμασε στολίδι στο λαιμό της.

26

Ω λεϊμονιές με τους καρπούς τους ξανθοπράσινους, και μικροκάμωτες κιτριές και καρυδιές μεγάλες, ω δέντρα πυκνοφύτευτα, γλιτώστε, ανοίχτε, κλείστε με στους πέπλους σας και στις φωλιές και στις αγκάλες. 5('26) Από ουρανούς και πέλαγα, και ολόβαθα και ολόψηλα, αμάντευτα, άπιαστα, τα γύρω και τ’ απάνω, από της Σκέψης τις Γοργόνες και τις Μέδουσες κρύφτε με, πάρτε με να ξανασάνω!

27

Είπε κι η Σάρκα: «Ύπνος βαρύς με δένει πάντα· τί θα γένω;» Είπε το Πνέμα: «Πάντα προς τ’ απέραντα ανάλαφρο άυλο ανεβαίνω· πού πηγαίνω;» 5('27) Είπε η Ψυχή: «Κι εγώ είμαι η άμοιρη που παραδέρνω ανάμεσα στα δυο μακαρισμένα· ή δώσ’ μου, ω Πνέμα, τα φτερούγια σου, ή, Σάρκα, εσύ, να κοιμηθώ δώσε μου σαν εσένα».

28

Δεν ξέρω, από της άβυσσος τα βάθη, δεν ξέρω, από τα ύψη τ’ ουρανού, μια μέρα μια Μητέρα εμπρός μου εστάθη, χάρη τριπλή φυσώντας μου, Καρδιά και Υγεία και Νου. 5('28) Και την Υγεία τη σύντριψαν τα παιδικά μου χέρια, και την Καρδιά την έριξα στα όρνια να τη φάνε, και σ’ ένα ανήλιαγο κελί τον έθαψα το Νου. Γιά ιδές! Τί δέρνουν οι άνεμοι, και οι κάμπιες τί ρουφάνε;

29

Χαίρε, ο Τολστόης! Ραψωδέ των επικών αγώνων, και της ψυχής ξεσκεπαστή δικαιοκρίτη, και με τ’ αρχαίο στα χέρια Τετραβάγγελο, του αγνού, του αγνώριστου Χριστού καινούριε εσύ προφήτη! 5('29) Στην Εκκλησιά που έχτισες, τ’ ανάθεμα οι ρασοφόροι τίναξαν, υγρή φωτιά χαλάστρα· μα εκείνη κάποιος άγγελος την πήρε στα φτερούγια του και υψώθη, και την έβαλεν άστρο με τ’ άλλα τ’ άστρα.

30

Κάθε που τα χαλάσματα μιας πολιτείας ξεθάφτεις τέτοιο τραγούδι τραγουδάς, τ’ αρχαιοψάχτη αξίνα: «Το αιώνιο ξανακύλημα του Μάη και του Γενάρη την Ιστορία την κυβερνάει, σαν και τα κρίνα. 5('30) Όσο γυρνά στον ήλιο η γη, πάντα θα λουλουδίζουνε και πάντα θα μαραίνονται Τρωάδες και Μυκήνες δεν είστε πρώτα ούτε στερνά ξεσκεπασμένα λείψανα από πανάρχαιες, ξεχαστές, απίστευτες Αθήνες

31

Θυμούμαι. Χρόνια πέρασαν. Από του πύργου τα ύψη κάτου και γύρω και παντού μια σπάταλη χλωράδα, στη μέση το βασιλικό το διάβα του Ασπροπόταμου και σ’ όλα η οραματική του φεγγαριού λαμπράδα. 5('31) Ψυχή, της έγνοιας καλογριά, του κόσμου αποδιωγμένη, την ώρα την εκστατική ποτέ δε θα ξεχάσεις που τα μυστήρια τ’ άχραντα πρώτη φορά κοινώνησες της θείας μεγάλης Πλάσης.

32

Πέρασα τη λιβαδωτή στρατούλα την κρυφή, τη λαγκαδιά και τ’ ανηφόρι κι ήρθα στην κορφή. Σοφέ, τη χώρα ήβρες εδώ με τα κυκλώπεια τείχη· όμως γι’ αυτή δεν κελαηδούν οι ερωτικοί μου στίχοι. 5('32) Η Φήμη όλο ανοιχτόστομη μ’ ανέβασε ώς εδώ, η Κυρα-Ρήνη ζούσ’ εδώ, της ομορφάδας το άστρο, κι ήρθα μια στάλα από το φέγγος της να πιω, που στοίχειωσε και γήτεψε το χαλασμένο κάστρο.

33

«Μπροστά σου νά οι αθάνατες ερωτοχτυπημένες, της Κρητικής κιθάρας θυγατέρες! Κάποιων Απρίληδων εδώ, που μόλις ροδοχάραξαν, —Γεια σου, χαρά σου! —είμαστ’ εμείς, οι δίδυμες, Μητέρες!» 5('33) Του Δωδεκάνησου αφροστέφανες, μιλούσατε με την καθάρια σας φωνή τη γλυκοκελαηδούσα. Εσύ, Ερωφίλη, γαλανό φορούσες φόρεμα, ρηγάδικη σε στόλιζε πορφύρα, ω Αρετούσα!

34

Ακόμα σειέται η λυγαριά και πάντα ανθεί η δαφνούλα, και οι λεύκες είναι ολάργυρες και ολόχρυσα τα κίτρα; Και με τη σμαλτομάγουλη της Άμπλιανης παιδούλα η βλάχα η αντρογύναικα, του λόγγου η πελεκήτρα, 5('34) φεύγοντας προς τα κρύα νερά, προς τα ψηλά Βελούχια, ξαφνίζουνε τραχύλαλες του αντίλαλου τ’ αφτιά, και σκούζει σα να δέρνεται με τα σκληρά τσαρούχια λευκόπετρη, στο διάβα της, η ξεροποταμιά;

35

Και ποιό είν’ αυτό το κοιμητήρι που πάντα πρασινίζει και φεγγοβολάει και που κανένα δεν το καίει λιοπύρι και που καμιά νεροσυρμή δεν το χαλάει; 5('35) Και ποιό είν’ αυτό το κοιμητήρι, και ποιοί είν’ αυτοί οι γονατιστοί προσκυνητάδες Αιώνες, και ποιό είν’ αυτό το κοιμητήρι πού είν’ οι νεκροί του Απόλλωνες και οι τάφοι Παρθενώνες;

36

Το μέγα ρόδο, που θωρείς αμάραντο του στήθους μου στολίδι νύχτα μέρα, μην το καταφρονάς, κι ας μην το γέννησε στο περιβόλι η Άνοιξη η μητέρα. 5('36) Ενός ανθρώπου το ύφαναν τα δάχτυλα από μετάξι ευγενικό· δεν είναι ψέμα· της αλήθειας εικόνα, το ζωντάνεψε τ’ αέρινο της Τέχνης μέσα του αίμα.

37

Αίμα, που βράζεις και χτυπάς, ανάφτεις και σταλάζεις, φωτιά ή δροσιά, στον άνθρωπο ή στ’ άνθος, αίμα εσύ, λαγαρισμένο υπέρσοφα και μοιρασμένο απ’ την αλάθευτη τεχνίτρα, τη Ζωή! 5('37) Ποιές πυραμίδες τάχα, ποιές αιωνιότητες, μπορούν πιο απάνου να σταθούν απ’ τη μεγαλοσύνη της αστραπόφτερης στιγμής που φαίνεται, γίνεται ρόδο, Ελένη γίνεται, και σβήνει;

38

Πάει το ταξίδι, φτάσαμε. Τ’ ωραίο νησάκι νά το! Διπλά ακρογιάλια. Τ’ ανοιχτό, φως όλο, το χιονάτο, με τα γραμμένα ερείπια και με τα μαυροπούλια· και τ’ άλλο. Ω δάση από μυρτιές, ω κήποι από ζουμπούλια, 5('38) και κάτω από της νεραντζιάς της φουντωτής τα κλώνια, ω ίσκιοι! οι έρωτες μιλούνε, αντιμιλούν τ’ αηδόνια. Το έν’ ακρογιάλι ακρογιάλι Εδώ! μας λέει, τ’ άλλο ακρογιάλι Νά με! Βαρκούλα, πού θ’ αράξουμε; Βαρκάρη, πού θα πάμε;

39

«Το καλοκαίρι γύρισε,— Τραγουδιστή, γυρίζομε στου πόθου μας το πλούσιο το ρηγάτο, τον ίσκιο της ετοίμασε η βαλανιδιά, κι η θάλασσα αφροστόλισε το βράχο το χνουδάτο. 5('39) Μας καρτερούνε. Ο λογισμός τη χαίρεται από τώρα την όλο μοσκοβολιστή, την όλο πράσινη ώρα, κι είναι η καρδιά μας μια γιορτή και η σκέψη μας μια τρέλα· η ρήγισσα τρισεύγενη κι ο ρήγας άξιος. Έλα.»

40

Το καλοκαίρι γύρισε. Βρίσκομαι καθώς βρίσκονται σκαρφαλωτοί στα πυκνερά δεντρά οι ουραγκοτάγκοι, στα δέντρα τ’ ακρορίζωτα και τα γειρτά προς τα ιερά νερά του Γάγγη. 5('40) Σφιχτοκρατιέμαι εκεί· με τ’ άγρια τ’ άλλα ουρλιάσματα και το δικό μου χύνεται και πάει· γλιστράει κάποτε κάποιος, πέφτει, πνίγεται… Σιωπή. Κι αμέσως το ούρλιασμα ξαναρχινάει.