Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Φοινικιά

Στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε.

Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο
μιας φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια,
εδώ κατάβαθα, και κει πιο ανοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ’ ένας ποιητής, (που πέθανε
τώρα), και ρύθμισε το μίλημά τους έτσι
:

Ω Φοινικιά, μας έριξεν εδώ ένα χέρι· το χέρι το ’βαλε καταραμένη Μοίρα; το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει! Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα 5 ποιά ορμή μάς άδραξε και ποιός μάς έχει φέρει; Τάχ’ από χαλαστή γιά τάχ’ από σωτήρα; Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου· ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;

Τα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι, 10 εδώ κι εκεί ψάχνανε λαίμαργες ακρίδες, κι ήρθε βροχή· και τ’ άνθια, που είχαν αχνογείρει, ξυπνούνε και ποτίζονται δροσοσταλίδες· κι ύστερ’ ακόμα πιο γλαυκό το πανηγύρι του ξάστερου ουρανού ξαναρχισμένο το είδες· 15 τρικυμιστή μόνο η κορφή σου ανάρια ανάρια σταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι, μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι 20 το μαργαριταρένιο στάλαμα, και —ω πόνοι!— όλων κορόνα τούς φορεί το δροσοβόλι, όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει· γιατί σ’ εμάς η θεία των όλων καλοσύνη γίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι;

25 Πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου! Κανέν’ αφτί ψηλά, κανένα μάτι εμπρός μας. Ζούμε στον ίσκιο σου, ένας κόσμος ο κορμός σου, το στέμμα σου ουρανός με τ’ άστρα· ο ουρανός μας. Θεός αλύπητος αν είσαι, φανερώσου. 30 Αν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δώσ’ μας, και μη σκοτώνεις μας αγάλια αγάλια, ή δράμε και ρίξε μας νεροποντή μεμιάς να πάμε!

Σαν πληρωμή είν’ ο πόνος μας και σα βρετίκι, της αρμονίας μάς σφράγισεν η χρυσή βούλα, 35 ενώ μας γγίζει ο Χάρος, μας θεριεύει η Νίκη, τρέμομε, χαίρε, του ρυθμού ιερή τρεμούλα! Καταχωμένο ανήλιαγο ζει το σκουλήκι για να χαρεί μεταξοφτέρουγη ψυχούλα μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνει.— 40 —Το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι.

Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια πράσινα, τ’ αναβρύσματα· και τα μαμούδια και τα δετά της γης· τ’ ανάερα τρεχαντήρια, τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια, 45 λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια! Χάιδια της χλόης, παντού φιλιά, του μούσκλου χνούδια, του κάτου κόσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα· στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα!

Άνθια, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια, 50 ωραίων ερώτων είστ’ εσείς τα διαλεμένα, σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στα κλώνια, μιας πλάσης είναι αυγή του καθενός η γέννα· της ηδονής και της χαράς τα παναιώνια τα ξέρετε, ω λιγόζωα σεις και ω δακρυσμένα! 55 Εμείς —ω τα χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!— μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ’ άυλα μάτια.

Ας είστ’ εσείς, άπλεροι ανθοί, μεστά ανθοκλάδια, από τα χρυσολούλουδα ώς τα χαμομήλια, σαν αναμμένα κάρβουνα και σαν πετράδια, 60 σαν τα παρθένα μάγουλα και σαν τα χείλια, σα χέρια ας γλυκανοίγεστε, γιομάτα ή άδεια, χαράματα κι ας είστε αυγής, βραδιού καντήλια, της νεράιδας δροσιάς ας είστε τα παλάτια· τα μάτια είμαστ’ εμείς, είμαστ’ εμείς τα μάτια.

65 Σ’ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο, και σύγνεφ’ από έγνοιες και καημούς λαγκάδια, και τ’ ουρανού τ’ ασάλευτο σ’ εμάς, το σάλο του πέλαου γύρω στα καράβια προς τα βράδια, το δάκρυ ακύλιστο, κι αξήγητο κάτι άλλο… 70 Ποιάς φυλακής να ’μαστ’ εμείς τα συγγενάδια; Ήρθε και κλείστη μέσα μας —ποιός να πιστέψει!— μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη!

Τ’ ανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι, και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι, 75 και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι αρπάζει, κι απ’ την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε πάρει. Σαν είδωλα χλωμά σάς δείχνει το μαράζι, και το πουλί σάς δίνει κάποτε τη χάρη, και τον αέρα μια νεράιδα ανεμοπόδα, 80 ω με τα μύρια θεία χαμογέλια, ω ρόδα!

Το πρόσταξε θεός Απρίλης ανθομάλλης· —ω μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε! Για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα της Βεγγάλης, όλων των άλλων η ευωδιά σ’ εσάς φως είναι. 85 Κι εσύ που στέκεις, των ανθών ως νά εισαι ο κράλης, από ποιόν κόσμο παραστράτισες, ω κρίνε; Από της ευωδιάς τη μάνα, από τ’ αστέρι το πιο λευκόν; Ω Φοινικιά, κι εμείς; Ποιός ξέρει!

Της ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου· 90 δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθησή μας· της ευωδιάς είπαμε: πάψε την ορμή σου, μη χύνεσαι από μας, μη γίνεσαι πνοή μας, βυθίσου μες στα φυλλοκάρδια μας, και κλείσου ακάτεχη απ’ το μύρισμα, μες στην ψυχή μας· 95 ψάξε να βρεις τη σκέψη μας, και ομάδι ζήσε. Ας είναι η μέλισσα, κι εσύ το μέλι ας είσαι!

Από το βιος του ήλιου όλα αραδιάστε τα όξω, λουλούδια, όλα τα χρώματα, και στολιστείτε. Κι είπαμε στ’ αδερφάκια μας: το ουράνιο τόξο 100 φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθείτε! Κι είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξω κάθε λαμπράδα, μήτ’ η αυγή, και η δύση μήτε· μου φτάνει κάτι από τη θάλασσα, κι ακόμα κάτι σα γέλιο, που γελά το ουράνιο στόμα!»

105 Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ’ αστραποβόλι, κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε, και υψώσου προς αστέρινο άλλο περιβόλι. Όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε, και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη, 110 και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλε θα ’χεις τον ίσκιο της αγάπης· όχι εκείνη· εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!

Από μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι, συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει 115 το είναι· η κάμπια ολόβαθα χτίζει μια πόλη, και το πουλί χτίζει έναν έρωτα παρέκει προς τον αιθέρα· και η χλωράδα γύρω σου όλη δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει, ή για να στέκει και νά ειναι, ακροπρεπίδι σου, στη δούλεψή σου· 120 ω! πώς υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου!

Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι του κορμιού σου χυτή κι ελεύτερη τη γύμνια· όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορύμια. 125 Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι κορόνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου· ω! τί ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!

Έτσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι 130 λυγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα, έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα, έτσι δεν είν’ η ανατολή, δεν είναι η δύση· απ’ την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα· 135 έτσι όμορφη δεν είν’ η αναπαμένη λίμνη· στα πόδια σου οι θεοί κι οι θεολάλητοι ύμνοι!

Αγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη, στης νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το στόμα, η σκέψη, εκεί που πρωταστράφτει στου τεχνίτη 140 τον πλατυμέτωπο ουρανό, και πριν ακόμα, όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, έβρει σπίτι και γίνει λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα, σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτει κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη.

145 Μέσα σου ρέει το διάφανο, τ’ αθάνατο αίμα, ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήσει από ’ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμα σε μιας αθόλωτης ζωής τ’ ωραίο μεθύσι; Το στέμμα της κορφής σου είν’ ένα ξένο ψέμα 150 ή τα μαλλιά σου, που η πνοή σαν τα χτυπήσει, γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σου τη συμφωνία των όλων και της ομορφιάς σου;

Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν’ εκείνα, και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις. 155 Φτερά; δεν είναι, γίνονται· σε τρώει μια πείνα, και σε μια πλάση ανώτερη νά μπεις παλεύεις. Μια Πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Αθήνα δεξιά, ζερβά, μακριά, στα ύψη, όλο γυρεύεις, και στέκεσαι να φύγεις προς τα μισουράνια 160 πετώντας με τους κύκνους και με τα γεράνια.

Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα, ζωής, που γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα; Πότε από μέσα σου κοιτάει, τραβάει αγώνα για να χυθεί στο φως μια νύφη Αμαδρυάδα, 165 πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολόνα ναού, που κάποτ’ έστεκε σε μιαν Ελλάδα. Τέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι με τους ορίζοντες που χάνεται το μάτι.

Ωσαννά χύνουν οι βλαστοί σου και τα βάγια 170 και το βασιλικό ωσαννά τ’ ανάστημά σου προς άγνωστου θεού διαβατικού τα μάγια, φανερωμένου πρώτα πρώτα στη ματιά σου. Εσύ ωσαννά, ωσαννά αποκρίνονται τα πλάγια. Ω! ποιά τα οράματα και ποιά τα μυστικά σου; 175 Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλα από καινούριους ουρανούς ανατριχίλα.

Κι εμείς; Ήρθε ώς εμάς το μακρινό πουλάκι, τ’ αγεράκι μάς άγγιξε με τα φτερά του, και κοντοστάθηκε το βιαστικό το ρυάκι, 180 και το παιδί μάς έριξε τ’ ανάβλεμμά του, και το περήφανο μας έγνεψε ζαμπάκι, και το φεγγάρι ήρθε για μας ώς εδώ κάτου, κι είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα βάθη· ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κι εχάθη.

185 Πορτοκαλάνθια, τί σας ρώτησαν τ’ αηδόνια; Ο τζίτζικας τί θέλει από τα μεσημέρια; Κι όσα βογκούνε σαν από τα καταχθόνια, κι όσα ανεβαίνουνε τραγούδια προς τ’ αστέρια, του σαρακιού η φωνή, τ’ ανήσυχα τριζόνια, 190 τ’ αρώματα, οι πνοές, τα έρμα και τα ταίρια, όσα πετούνε, σέρνονται, λυγιένται, σκύβουν, κάτι γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν.

Μέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσα το πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει. 195 Στη νυχτερίδα όλο για σε μιλούσε η κίσσα, κι η ακρίδα το παινεύτηκε μ’ εσέ πως μοιάζει, κι η σφήκα ήβρε χαρά στη σκέπη σου περίσσα, κι ο νυχτοκόρακας μ’ εσένα αναγαλλιάζει· μια πλάση —Εσύ που ατάραχη τραβάς προς τ’ άστρα— 200 παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα!

Ω φυσημένη απ’ την καρδιά του πεύκου, Υγεία! Πατάς, παντού οι καρποί στ’ αγκάθια, στα τριφύλλια, κυλάς με τα νερά, και λάμπουν τα στοιχεία, για τ’ άδολο κρασί τρυγάς τα ωραία σταφύλια, 205 όπου σταθείς, θ’ αναστηθεί μια πολιτεία, πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια. Ω μάνα στρογγυλή και καρπερή και ακέρια, μας λιών’ η αρρώστια· μοιάσαμε τα νεκροκέρια.

Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ίσκιοι, που η θεία της χάρη 210 παίζει κι απλώνει, πρώτε, δεύτερε και τρίτε, από το στοιχειωμένο το σκληρό φεγγάρι —μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!— Προψές μιαν όψη τέταρτην είχατε πάρει· σπαθιά! και καρτερούσατε για να χυθείτε. 215 Νυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε· απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε!

Η αρρώστια μάς τυράγνησε με την αγρύπνια, ω Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνεις, οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα ξύπνια, 220 νύχτα ήταν, άμοιαστο χορό μ’ αυτά να σέρνεις, και σ’ είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια με φλόμους και με χαμαιλιούς να παραδέρνεις, και γύρω σ’ έπνιγαν αζώηρων περιβόλια, κι από σκληρές αλόες λαός κι από τριβόλια.

225 Κι ήσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόρο αιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπα πείνα στο είναι σου, και κάποιο σαρκοβόρο ήβρε σ’ εσέ και φώλιασε, κι έσκαψε τρύπα, κι έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο, 230 και της κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα· σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια συρμένα από τη ρίζα ώς την κορφή σου φίδια.

Ποιός το στοχάστηκε, ποιάς Μοίρας είναι τάμα, από τα κακομύριστα και τ’ απορίμια 235 να υψώνονται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα του Μάη κι Απρίλη απ’ την ακάθαρτην ασκήμια; Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα, και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορύμια, κι εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει, 240 κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει.

Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ’ τα και πνίχ’ τα, θολοί είν’ αχνοί, κι είναι κακόπραγα τελώνια. Θρέψε τα ωραία και τ’ αγαθά, τα πάντα δείχ’ τα, σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια. 245 Κι εσύ, φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχτα διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια, της Καλλονής παντού κυμάτισε, ω πορφύρα, κι η πλάση ας γίνει αγάπη κι ας χτυπάει σα λύρα!

Ξημέρωσε. Το φως χίλια σού σπέρνει μάτια, 250 για ν’ αγκαλιάζεις τα βουνά και τα ρουμάνια, στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια, και τα καράβια στ’ ανοιχτά και στα λιμάνια. Τη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια. 255 Χέρια φυτρώνει η λεύκα και στ’ απλώνει πλείσια· σε ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.

Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο, ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα, βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ’ απάνω, 260 τ’ απέραντα και τ’ άπιαστα και τα μεγάλα, ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο, με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα. Κι εμείς γειρτά στη γη, δαρμέν’ από μια λύπη, ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.

265 Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι. Νέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθη, ήχος που τίποτ’ από μέσα του δε λείπει· μέσα του ρυάζεται άγγελος που κεραυνώθη, κι όλοι γλυκανασαίνουνε τ’ Απρίλη οι κήποι· 270 κρυφοί αναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι, και τρίζει μια φωτιά, που κόσμους θα χαλάει· κάτι που μένει αξήγητο και σε περνάει!

Πες μας τη φωτερή τ’ αέρινου ιστορία, του μαύρου θα σου πούμ’ εμείς το συναξάρι, 275 κι έλα να τα ταιριάσουμε τα δυο στοιχεία, τη δύναμή σου εσύ με τη δική μας χάρη. Στ’ άφαντα, στα μικρά, στ’ ανήλιαγα, στα κρύα ζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι, κι έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες 280 κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες.

Τη ζωή του μας είπε το μελισσολόι κι άστραψαν ώς εμάς καινούρια σοφά νιάτα· θάματ’ ανυποψίαστα σκεπάζ’ η χλόη, στο πλάι μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα, 285 μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ’ από κατώι, χωρών, εθνών, τεχνών έφερ’ εδώ μαντάτα. Μια πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψει τα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη.

Απάντρευτη, άκαρπη, κι αξήγητη και ωραία! 290 Παράξενη ήταν ώρα, ποιός θα το πιστέψει; Βουλήθη ο θείος κόσμος, κι έγινεν Ιδέα, και στη δική μας φανερώθηκε τη σκέψη. Τώρα σ’ αινίγματα και σε σκοτάδια νέα είν’ έτοιμη η ζωούλα μας για να μισέψει. 295 —Ω Φοινικιά, αποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι, πριν πεις το λόγο τον υπέρτατο, ένα χέρι.

Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι, και θα ξαναπλωθεί, και θα μας ξεριζώσει, και θα πεθάνουμε· το κύμα και τ’ αγέρι 300 και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώσει, και δε θα κλάψει μας τ’ ολόανθο καλοκαίρι, κι η πλατιά πλάση το χαμό μας δε θα νιώσει, και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι θ’ αναστηθεί μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη.

305 Και μήτε θα βρεθεί για μας κανένα μνήμα του διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήσει· μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμα με νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίσει, και θά ειναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα. 310 Και θα φανείς εσύ στην ξαφνισμένη χτίση σαν ένα χρυσοπράσινο καινούριο αστέρι. Και μήτ’ εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρει…

1900