Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μίλημα με τα λουλούδια

Το πέρασμά μου, αργό ή γοργό, στη χάρη σας απάνω δεν κράταγα, δεν έσκυβα για να σας κόψω εγώ, σαν όραμα σας ξάνοιγα, λουλούδια, αιθεροπλάνο, σαν την ιδέα σάς λάτρευα και σαν τον ουρανό. 5 Για να σας γγίξω αμαρτωλά δεν τ’ άπλωνα το χέρι, λουλούδια, ό,τι πιο έμορφο είναι και πιο μακριά· εσείς για μένα η μουσική που ανέγγιαχτη τ’ αέρι φέρνει από δρόμον άυλον ολόισια στην καρδιά. Το θάμπωμά σας ήθελα να μένει σαν εκείνο 10 των απλησίαστων και των κλεισμένων παλατιών· το μύρο, ω γιούλι, μου έστελνες κι εσύ τη λάμψη, ω κρίνο, μακριάθε, σαν τ’ αέρινα φιλάκια των ματιών. Αλλ’ από τότε που έγειρεν ο πολυαγαπημένος τον ύπνο τον αξύπνητο να πικροκοιμηθεί, 15 είμαι ο σκληρός ο θεριστής, που απάνω σας γειρμένος ένα προς ένα παίρνω σας και δένω σας, ω ανθοί. Θέλω με σας βασιλικά στεφάνι να του πλέξω, να του υφάνω πλούσια φορέματ’ από σας, και θέλω πρωτοκάμωτα παιγνίδια να του παίξω, 20 θέλω μ’ εσάς ν’ απλώσω του σα ζέσταμ’ αγκαλιάς. Και θέλω ν’ αναστήσω τον σαν ένα περιβόλι, έναν Απρίλη αθάνατο φυσώντας του ψυχή· θέλω… Κι αν είμαι ανήμπορος, η χλώρη ας ήταν όλη να του γενεί ένα όνειρο κι ένα μακριό φιλί. 25 Κι ας ήταν κι ό,τι είν’ άγγιχτο, ανάερο, άυλο, πλάνο, και μιαν αχτίδα έχει καρδιά, μιαν αύρα έχει κορμί, όραμα, ιδέα, ουρανός, μια σάρκα να τους βάνω, και να τα σπείρω απάνω του μαζί μ’ εσάς, ανθοί!

Μες στη λευκότατη στοργή πύρινο πάθος, και ύστερα 30 το λάγγεμα το κίτρινο του αρρώστου. Λουλούδια, έτσι τ’ αγάπησα· πατέρας του αν εκράζομουν, εγώ ημουν αγαπητικός του. Το ξέρετε, λουλούδια, εσείς; την πάναγνη ζωούλα σας την άναψε ποτέ τέτοιο μαράζι; 35 Στο ίδιο απάνω ανθόκλαδο, το ’να με τ’ άλλο αχόρταγος ο πόθος δε σας ανταριάζει; Με το κορμάκι ενός παιδιού, σταλμένο από τα τρίσβαθα μιας Μοίρας μυστικής που δεν προσμένεις, φανέρωμα ήτανε της μιας, της άφταστης κι ανέγγιχτης 40 του θείου ονείρου ερωμένης. Ήταν από τα σπλάχνα μου; Ποτέ δε συλλογίστηκα να ζήσει, να τρανέψει, να προκόψει. Ο μεθυσμένος ήμουνα, και ω τί κρασί γλυκόπιοτο το σάλεμα, το μάτι, η όψη! 45 Μιας Μακαρίας το φύσηξε πνοή· στο νου μου γύριζε το ξένο το τραγούδι: —Εσύ, γραμμούλα, μικρούλα, ροδοχάραχτη, που ήσουνα το στόμα του, πώς την τρανή γεννάς τρεμούλα;— Πόσες φορές που αλάργευεν ανέγνοιαστα απ’ τη δίψα μου, 50 και βαρετά, σκληρά, τα ωραία χειλάκια, γνώρισα της ανημποριάς τα κολασμένα βάσανα, ήπια της ζήλιας τα φαρμάκια. Πόσες φορές που ολόγειρτο ξανάσαινεν απάνω μου, πίστεψα πως το κράτησα περίσσο 55 το πλάνο φωτοφάντασμα της Ομορφιάς το ακράταγο, κι είπα· τί άλλο πια να ελπίσω; Το ξέρετε, λουλούδια, εσείς; Μπορείτε και ταιριάζετε, κρυφές μελισσοβύζαχτες καρδούλες, της άυλης ολογάληνης λατρείας το λιβάνισμα 60 με της αγάπης τις τρεμούλες; Ω εσείς, τα πιο φαρμακερά, τ’ αγιάτρευτα, μας έρχονται, από τα πιο ακριβά μας εδώ κάτου· έτσι έφυγε και μ’ άφησε την πίκρα την υπέρτατη. Ω εσείς, λουλούδια του θανάτου!