Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στην ακροποταμιά ο παράλυτος

Στην άχαρη ακροποταμιά, στη χέρσα και στην έρμη, όλα ήταν άρρωστα, κι εγώ παράλυτος εκεί. Του κάκου φτεροσάλευα τα χέρια, ω λίβα, ω θέρμη! στη γη σα να τα ρίζωνε τα πόδια μου καρφί. 5 Άγριος πλατύς ο ποταμός· κι αγνάντια η άκρη η άλλη ώς πέρα κι όσο που έφτανε λαχταριστή η ματιά ήτανε πλάση ακράτητη και μια γιορτή μεγάλη από ολοφούντωτες πλαγιές και δάση φανταχτά. Λιβάδια ήταν αθέριστα κι απάτητα λαγκάδια, 10 πλημμύρες από πράσινο, φουρτούνες βλασταριών, φωτοστεφάνια σάλευαν στα κορφοδεντροκλάδια, και κρύβαν ίσκιοι ολόβαθοι μυστήρια των θεών. Κι όλα κατέβαιναν τυφλά ώς την άκρη, και η φοβέρα τα σταματούσε του πλατιού και τ’ άγριου ποταμού· 15 και πόρο σα να γύρευαν, για να διαβούν ώς πέρα· ω! πέρα η άκρη της ερμιάς και του βασανισμού! Κι όλα ήταν σα να ξάπλωναν τα χέρια προς εμένα, κι όλα σα να μου στέλνανε ξαδιάντροπα φιλιά, κι εμένα ο λίβας μ’ έκαιγε, μ’ έτρωγε η θέρμη εμένα· 20 παράμερα αναστέναζε μια ξεροκαλαμιά, και μια δαφνούλα ανάδευε τα φύλλα παραπέρα, —τα διπλοθησαυρίσματα της ερημιάς μου εκεί·— κι ήθελ’ από την καλαμιά να κόψω μια φλογέρα, κι ήθελα βαγιοστέφανα. Κι ένιωθα το καρφί· 25 κι ήμουνα σα να μ’ άγγιξε ραβδί κακής μαγεύτρας, και μέσα μου παράδερνεν ο λαβωμένος νους.

Πρόβαλες τότε. Σ’ έζωνε λευκή ποδιά δουλεύτρας, στη ζώνη σου είχες λούλουδα και στην ποδιά καρπούς. Ήρθες, απάνου μου έγειρες… δεν έλυσες τα μάγια, 30 με τάισες και με μύρισες· και χύθη ξαφνικά μια θεία ψυχή πονετική στ’ αλύπητα τα πλάγια. Την αγκαλιά σου μου άνοιξες και πήρες με απαλά. Τράβηξες· βούιζε μια βοή από μελισσολόι, στην πορτοπούλα στάθηκες του βλαχοκαλυβιού, 35 το καλυβάκι ήταν χτιστό από γη, πλεχτό από χλόη, σα να το δούλεψε αλαφρά η τέχνη ενός πουλιού. Σ’ ένα κρεβάτι μ’ έφερες, αχνόφωτο ένα βράδυ, για να γλυκαναπάψεις με πύκνωσες γύρω εκεί, και στο πλευρό μου, ξέγνοιαστα και φροντισμένα ομάδι, 40 το μεστωμένο ανάστημα μισόγειρες κι εσύ. Τί νά ησουν; αγαπητικιά; μάνα; αδερφή; γυναίκα; Το χέρι απάνου μου έβαλες για ν’ αποκοιμηθώ· η Ναυσικά η καλόγνωμη κι η βιβλική Ρεβέκκα φωτόλαμπαν στην όψη σου και στο συλλογισμό. 45 Κοιμήθηκα, και ξύπνησα· της δυστυχιάς μου η Λάμια κι αυτή είχε γίνει ένα γλυκό θλιμμένο ξωτικό, κι ήβρα ώς στα χέρια μου ριχτά δαφνούλες και καλάμια, κι ήπια το μοσκανάσασμα των πεύκων το πρωινό. Και πήρα και καλόπλεξα, τεχνίτης, όλη μέρα 50 και βαγιοστέφανα έδωκα σ’ εσέ λογής λογής, και χάιδεψε τον άμαθο του καλυβιού σου αγέρα φλογέρας αργολάλημα παραπονετικής. Κι απ’ το κρεβάτι γέρνοντας προς το φεγγίτη αγνάντια την έρμην ακροποταμιά ξανάειδα, και βαθιά 55 την πλάση που σπατάλευε σμαράγδια και διαμάντια, κι ήταν μεθύσι ολόχλωρο κι ολόδροση χαρά. Κι ακόμα μού κρυφόγνευεν η πλάση αχ! όλη εκείνη, κι όλο τα χέρια μού άπλωνε σαν αγαπητικιάς… Κι εγώ ημουν ο παράλυτος, και στο πλευρό σου, ω θρήνοι! 60 κι εγώ ειμ’ εδώ ο παράλυτος της ακροποταμιάς.