Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το κήρυγμα των Υδραίων

«Από την σήμερον και εις το εξής όποιος συμπατριώτης (ό μη γένοιτο!) θανατωθεί εις τον πόλεμον, η φαμιλία του έχει να τρέφεται από την κάσαν της πατρίδος μας ενόσω η χηρευμένη γυναίκα του μένει ανύπανδρος, και το όνομά του έχει να μνημονεύεται παρρησίᾳ εις όλας τας εκκλησίας… Κάθε καπετάνιος να γράφει το όνομα του ανδρός, ο οποίος ήθελε κάμει κανένα ηρωικόν έργον ή εις την ξηράν ή εις την θάλασσαν· και η πατρίς να δίδει εις εκείνον τον ναύτην αποδεικτικόν του ηρωισμού του, διά να παρρησιασθεί μίαν ημέραν εις τον ορθόδοξον βασιλέα μας και να λάβει την πρέπουσαν τιμήν και δόξαν.»
(Παλαιόν Υδραϊκόν έγγραφον)

Στην κυματόδαρτη Ύδρα μιαν ημέρα θαλασσινά της Ύδρας τα παιδιά, όλοι μικροί, μεγάλοι πέρα ώς πέρα το βάλανε το χέρι στο Ευαγγέλιο 5 και κήρυξαν μ’ ατρόμητη καρδιά και με της λεβεντιάς το χαμογέλιο:

«Καλότυχος αυτός που εγράφτη νά βρει στον πόλεμο το θάνατο και πάει από τον Τούρκο· η γη του τάφου η μαύρη 10 δε θα τον φάει.

Η δόξα από τη νύχτα του θανάτου γεννιέται σαν αυγή ροδοβαμμένη, μες στην καρδιά του Γένους τ’ όνομά του γραφτό θα μένει.

15 Θε να το μνημονεύει πρωί και βράδυ στην εκκλησιάν ο Λειτουργός, κι ακόμα θ’ αντιλαλεί πολεμικό σημάδι, σε κάθε στόμα,

σαν το τραχύ τ’ αγέρι που σφυρίζει 20 σε πλοίου πανί ασάλευτο απλωμένο, κι εκείνο ευτύς ταράζεται και τρίζει αγριεμένο.

Και θ’ ανεβαίνει στου Θεού το θρόνο πιο μοσχομυρισμένο απ’ το λιβάνι· 25 σαν προσευχή που ελπίδα κλει και πόνο ψηλά θα φτάνει.

Κι όποιος αφήσει εδώ γυναίκα χήρα, η χήρα του κυρά και δέσποινά μας, και τα ορφανά του —ω ζηλεμένη μοίρα!— 30 θα είν’ ορφανά μας.

Θα ’χει γι’ αυτά η πατρίδα, εγκάρδια μάνα, και κάσα κι αγκαλιά πάντ’ ανοιγμένη, κι αν ο Θεός το θέλει, και ζητιάνα γι’ αυτά να γένει.

35 Κι όποιος για την πατρίδα του τα νιάτα βαφτίσει στη φωτιά σαν παλικάρι και δεν του κλείσει ο θάνατος τη στράτα και δεν τον πάρει,

καλότυχος! θα φτάσει μιαν ημέρα, 40 κι ο Τούρκος δίχως δύναμη και γνώση στην Κόκκινη Μηλιά κι ακόμα πέρα θα τα ζαρώσει.

Κι η Ελευτεριά θ’ αστράψει σαν τον ήλιο και σαν το δέντρο ένα καρπό θα βγάλει: 45 ένα πλατύ κι απέραντο βασίλειο σαν πρώτα πάλι.

Και θα είν’ η Ελλάδα, ως πρώτα, και μεγάλη θα ξαπλωθεί σ’ Ανατολή και Δύση, κι εμπρός στο βασιλιά τον ξανθομάλλη 50 θα γονατίσει.

Σ’ Αυτόν. Σαν ουρανόσταλτην εικόνα καιρούς τον ονειρεύεται το Γένος· θε νά ’ρθει με δικέφαλη κορόνα στεφανωμένος.

55 Σ’ Αυτόν. Καιρούς τον καρτερούμεν όλοι σαν άγιο φως και σαν αυγής ακτίνα. Αυτός θα σμίξει αδερφικά την Πόλη με την Αθήνα.

Όποιος για την πατρίδα πολεμήσει, 60 της Ρωμιοσύνης άξιο παλικάρι, και με τη χάρη του Σταυρού γκρεμίσει το αχνό Φεγγάρι,

χίλιες φορές καλότυχος! Μια μέρα μπροστά στο βασιλιά τον ξανθομάλλη 65 με της παλικαριάς του τον αέρα θε να προβάλει.

Και τ’ άρματα θα φέρει να του δείξει με μαύρες από Τούρκων αίμα στάλες, κι όσες λαβωματιές τὄχουν ανοίξει 70 βόλια και πάλες.

Και τα χαρτιά του Αγώνα θα του φέρει γεμάτα απ’ τ’ όνομά του ένα κι ένα, απ’ της Πατρίδας το τρισάγιο χέρι όλα γραμμένα.

75 Κι από το θρόνο ο βασιλιάς θα γείρει, θα τονε σφίξει μες στην αγκαλιά του, και θα τον έχει πάντα ακουμπιστήρι στα δεξιά του!»

Στην κυματόδαρτη Ύδρα μιαν ημέρα 80 πολεμικά της Ύδρας τα παιδιά, όλοι μικροί, μεγάλοι, πέρα ώς πέρα, ορκιστήκαν απάνου στο Ευαγγέλιο, κι αυτά ονειρεύονταν με την καρδιά της λεβεντιάς και με το χαμογέλιο!