Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το πρώτο παραμύθι

Στου πάππου ελησμονήθη τα γόνατα γλυκά, το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

5 Της όψης του τα κρίνα γιά ιδές! πρώτη φορά φωτίζει σαν ακτίνα η αμίλητη χαρά

που νιώθουμε μεγάλοι, 10 μικροί, παντοτινά απ’ όσα μ’ άστρων κάλλη η Φαντασία γεννά.

Κι ακούει για τη βουνίσια νεράιδα που γλυκιά, 15 καλόβολη περίσσια και τρισπονετικιά

για να ελεήσει γέρνει σ’ όποια διαβεί μεριά και τη γαλήνη φέρνει 20 και την καλομοιριά.

Στου πάππου ελησμονήθη τα γόνατα γλυκά· το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

25 Κι εμπρός του πρωτοχύνει το γέλιο της αυγής η θεία η Καλοσύνη, βασίλισσα της Γης.

Κι ακούει και για τη μαύρη 30 τη Λάμια της ερμιάς, που τον πλανά όποιον θά βρει για να τον φάει μεμιάς.

Στου πάππου ελησμονήθη τα γόνατα γλυκά· 35 το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

Κι αντίκρυ του η Κακία πρώτη φορά σκορπά, της γης κι αυτή κυρία, 40 σκοτάδια αγριωπά.

Με μάτι καρφωμένο ακούει προσεχτικά για τον Αντρειωμένο που γίγαντες νικά,

45 που τα θηρία συντρίβει και τα στοιχεία κρατεί, κι αδικημένη σκύβει μπροστά του κι η Αρετή.

Στου πάππου ελησμονήθη 50 τα γόνατα γλυκά· το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

Κι εμπρός του κυβερνήτρα λαών πρωτοπερνά 55 η Δύναμη, νικήτρα στη γη παντοτινά.

Και για τη θυγατέρα γρικάει του βασιλιά, που έχει θανάτου αέρα, 60 θεάς φεγγοβολιά.

Κι όταν στο δρόμο βγαίνει με πρόσωπο γυμνό, όποιος τη δει πεθαίνει, σαν από κεραυνό.

65 Στου πάππου ελησμονήθη τα γόνατα γλυκά· το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

Κι εμπρός του πρωταστράφτει 70 στης γης τη συγνεφιά αυτή που μας ανάφτει τους πόθους, η Ομορφιά!

Αυτή που μας ανάφτει τους πόθους, και στερνά 75 στα βάσανα μας θάφτει κι αλύγιστη περνά.

Κι ακούει για το παλάτι…. Σε κάθε του μεριά, στα βάθη του, στα πλάτη 80 λαμποκοπούν βαριά

του κόσμου τα διαμάντια, του κόσμου οι θησαυροί. Χαρά σ’ αυτόν που αγνάντια στο δρόμο του τα βρει!

85 Στου πάππου ελησμονήθη τα γόνατα γλυκά· το πρώτο παραμύθι το αθώο παιδί γρικά.

Κι ολογεμάτον έννοια 90 τον Πλούτο που μεθά πνιχτό στα χρυσαφένια πρωτοθωρεί αγαθά.

…Στου πάππου του ασπρογένη τα γόνατα σκυφτό 95 το αθώο παιδί δεν μένει· μεγάλωσε και αυτό.

Ξεχνάει τα παραμύθια, χαρές για τα παιδιά, στ’ αντρίκεια του τα στήθια 100 βροντοχτυπά η καρδιά.

Στου κόσμου επαραδόθη το ρέμα, τη βοή, τον ψήσανε και οι πόθοι, του είναι σκληρή κι η ζωή.

105 Της Αρετής τη χάρη την είδε· η Πονηριά με το κρυφό δοξάρι τον λάβωσε βαριά.

Κι ερωτικές παγίδες 110 τον έδεσαν σφιχτά με νιες καμαροφρύδες, με κάλλη πεταχτά.

Το ταπεινό του γένος το σήκωσεν αυτός, 115 στη δύναμη ακουσμένος, στα πλούτη ζηλευτός.

Αλλά τα χρόνια τρέχουν, δε στέκ’ η λεβεντιά· και τώρα πώς τον έχουν 120 γιά ιδές, τα γηρατειά!

Και σειώντας το δρεπάνι μ’ απάντεχην ορμή ο Χάρος, νά τος! φτάνει στο γέρικο κορμί.

125 Στην κλίνη του θανάτου, στην ώρα την πικρή ξάφνου περνά μπροστά του και στέκεται αντικρύ

ολόκληρ’ η ζωή του, 130 εικόνα μαγική, από τη γέννησή του ίσαμε τότ’ εκεί.

Αγάπες, έχθρες, πάθη, έργα, χαρές, καημοί, 135 του νου του όλα τα βάθη, της νιότης όλ’ η ορμή,

του απλώνονται όλ’ αράδα, κι είν’ άφταστα, ακριβά, καθώς η πρασινάδα 140 που τις ματιές τραβά,

σαν την ξανοίγουν πέρα, βαθιά μακριά στη γη από πελάγου ξέρα οι έρμοι ναυαγοί.

145 Κι απάνου απ’ την εικόνα, πιο μαγική απ’ αυτή, ολόφωτη κορόνα και πούλια ονειρευτή,

ξανοίγει μες στα βύθη 150 του ψυχομαχητού το πρώτο παραμύθι φως να σκορπάει παντού.

Τότε μονάχα νιώθει, με τη στερνή πνοή, 155 πώς όλοι μας οι πόθοι, ολόκληρ’ η ζωή,

δεν έχει νόημ’, αλήθεια δεν κλει σαν τα γλυκά τα πρώτα παραμύθια 160 που ακούμ’ εκστατικά.