Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το χρυσό κρεβάτι

Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινό σαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη, κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό, κι είμαι στον κάμπο ασήμαντο χορτάρι.

5 Όμως άκουσε τ’ όνειρο το πλάνο που φάνηκε μπροστά μου αστραφτερά την ώρα που είχα κλείσει μια φορά τα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω.

Είδα πως εκοιμόμουνα βαριά 10 σφιχτός από έναν ύπνο μολυβένιο· και το κρεβάτι μου μαλαματένιο έλαμπεν από κάθε του μεριά.

Κι ενώ τα μάτια μ’ έμεναν κλειστά, έβλεπαν απ’ το φως αυτό λουσμένα. 15 Απ’ το χρυσό κρεβάτι μου μπροστά πολλοί, πολλοί περνούσαν ολοένα.

Κι έβλεπα, στο κρεβάτι μου μπροστά σταματούσανε, μήτε που μιλούσαν, και μ’ άνθη μύρια μοσχοβολιστά 20 με ράντιζαν και με μοσχοβολούσαν.

Κι έβλεπα κόσμο ακίνητο, σκυφτό, με γόνατα μπροστά μου λυγισμένα, αλλά κανένα μες στον κόσμο αυτό που να πονεί δεν ένιωθα για μένα.

25 Δεν έβλεπα ένα στόμα να γελά, μιαν όψη από φροντίδα να βαραίνει, δυο μάτια δεν αντίκρισα θολά· λάμψη παντού μαρμάρου ήταν χυμένη.

Παιδιά, γυναίκες, γέροι, νέοι, λαός 30 αμέτρητος μαρμάρωνεν εμπρός μου, κι έλεγες πως εγώ ήμουν ο θεός του στοιχειωμένου αλλόκοτου αυτού κόσμου.

Αλλά θεός που είχα για φιλιά, κι είχα για χάιδια περισσή τρεμούλα! 35 που μ’ όλη μου τη θεία φεγγοβολιά έκρυβα μια πολύπαθη καρδούλα.

Και κοίταζα καταφρονετικά λουλούδια, γονατίσματα, λιβάνια, θεός που λαχταρούσα πιο γλυκά 40 έναν περιστεριώνα απ’ τα ουράνια.

Θεός με δίχως δύναμη καμιά, παρά με το προσκύνημα των άλλων που μου πλάταιναν και την ερημιά και έκαναν τον καημό μου πιο μεγάλον.

45 Είδα καημός πως μ’ έπιανε τρανός να διώξω τέτοιον ύπνο, να ξυπνήσω, και λόγια τρυφερά του καθενός να ειπώ και γέλια μ’ όλους ν’ αρχινήσω.

Και στέφανα οι ανθοί, από μέ πλεχτά, 50 σ’ όλους να τα μοιράσω πεταχτά και με τις νιες και με τα παλικάρια χορό να στήσω στα χλωρά χορτάρια.

Αλίμονο, μια δύναμη κρατά το σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι, 55 τα χέρια μου στο στήθος καρφωτά, το στόμα σφραγιστό, κλειστό το μάτι.

Και μου βαραίνουν οι χιονάτοι ανθοί, νεκρολούλουδα, χέρια μου και στήθια… αλλά του κάκου καρτερώ να ’ρθεί 60 να με γλιτώσει ανθρωπινή βοήθεια.

Και τότε μια φωνή λαχταριστή κι απ’ της καρδιάς μού ξέφυγε τα βάθη, στο λάρυγγά μου μέσα η φωνή μου εχάθη, κι έλεγε αυτά η φωνή προτού σβηστεί:

65 «Ω! Κάλλιο να είμ’ αγνώριστος απ’ όλους και καταφρονεμένος να γυρνώ, να τρέχω, να βογκάω, και να πονώ μέσα σε λόγγους, μέσα σε τριβόλους,

«Καλύτερα τα πόδια μου γυμνά 70 σ’ αγκάθια, σε πρινάρια να ματώνω, και μες στις ερημιές και στα βουνά ρόδα ποτέ, φίδια να βρίσκω μόνο,

»παρά να μ’ έχ’ η δόξα χαϊδευτό κι ανθοστεφάνωτο να μ’ έχει θύμα, 75 κι εμπρός μου κόσμο να θωρώ σκυφτό στης Φήμης το κρεβάτι, σα σε μνήμα.

»Μου φτάνει εμέ παράμερη ζωή, ψυχή και χέρια ελεύθερα να νιώθω, κι η αγάπη, μαλακότατη πνοή, 80 να μου ξανάβει της ζωής τον πόθο.

»Μου φτάνει ο ήλιος, άστρο ευλογητό, όπως για όλους και για με να λάμπει, κι οι κάμποι που δουλεύω και πατώ να μου είναι της γλυκιάς πατρίδας κάμποι.

85 »Μου φτάνει να ’χω πάντα στο πλευρό παρηγορήτρα συντροφιά μου Εσένα, του βάσανου μου φτάνει το σταυρό μαζί να τον κρατούμε αντρειωμένα».

Κι εξύπνησ’ από τ’ όνειρο το πλάνο 90 που πρόβαλε μπροστά μου αστραφτερά την ώρα που είχα κλείσει μια φορά τα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω.

Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινό σαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη, 95 κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό, κι είμαι της γης ασήμαντο χορτάρι.

Μα δεν ποθώ της δόξας τα παλάτια, και της Αθανασίας τον ουρανό· δόξα δική μου είναι τα δυο σου μάτια, 100 τα μάτια σου που κλαίνε όταν πονώ!