Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο ύμνος της Αθηνάς

ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι
πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις

Σοφοκλής

[Προοίμιο]

Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη, την παρθενιά, την προκοπή, τη γνώση, τη σοφία· στα χώματά σου τα ιερά, θεοχτισμένη Αθήνα, τέτοιο τραγούδι αιώνια ταιριάζει να γρικιέται. 5 Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη και το δικό σου τ’ όνομα μαζί με το δικό της θα πλέξω στο τραγούδι μου ζευγαρωμένο, χώρα που βγήκες απ’ τα χέρια της κι είσαι του νου της λάμψη. Αέρα γαλανόφτερε και μοσχοβολισμένε, 10 ω! που αγκαλιάζεις πατρικά την γην αυτήν και κάνεις ολόλαμπρες τις μέρες μας κι αχνόξανθες τις νύχτες, πάρε και το τραγούδι μου και λάμπρυνε κι εκείνο και σκόρπισέ το σε βουνά και δάση κι ακρογιάλια. Κάμποι, απ’ την άφταρτην ελιά λευκοπρασινισμένοι, 15 ταπεινοί βράχοι που καιρούς θυμίζετε ακουσμένους, δεχτείτε το λαχταριστό κι ακούστε το με πόνο, κι αντιλαλείτε το σκοπό, κρατάτε μου το ίσο απ’ τις οχτιές κι απ’ τις σπηλιές, καλόβουλες νεράιδες.

Και δώσ’ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με, 20 κι άλλα τραγούδια έχω για σε, πάντα για σε τραγούδια.

Α΄

Στον αγιασμένον Όλυμπον που έχει κορφές περίσσιες και την αιώνια ξαστεριά κι απείραχτη γαλήνη, ποτέ δε φανερώθηκε τέτοιο μεγάλο θάμα ωσάν το θάμα που έλαμψε μπρος στων θεών τα μάτια 25 την ώρα που γεννήθηκεν η Αθηνά η παρθένα. Εκεί που πρωτανέβηκε στου θρόνου του τα ύψη ο Δίας, καινούριος νικητής και βασιλιάς του κόσμου, Όλυμπε, μήτε τράνταξες μήτε σείστηκες τόσο. Κι εκεί που πρωτοπέταξεν ίσια ψηλά σ’ εσένα 30 μες στων ερώτων τα φτερά απ’ τα νερά της Κύπρου της ομορφιάς βασίλισσα η γελαστή Αφροδίτη, εσύ δεν αναγάλλιασες και θάμπωμα δε σ’ ήβρε σαν τότε που τινάχτηκε γεμάτη, αρματωμένη η μεγαλόκαρδη θεά μέσ’ απ’ το θείο κεφάλι, 35 σαν την κατάλευκη αστραπή μέσ’ απ’ το μαύρο νέφος. Παίζει γοργά στο χέρι της το δυνατό κοντάρι, γρικιέται σαν τρομαχτική βροντή το ανάκρασμά της απ’ τ’ άστρα τα χαρούμενα κι ώς το θλιμμένον Άδη και τρέμουν γύρω τα βουνά απ’ την κορφή ώς τη ρίζα, 40 κι ανατριχιάζ’ η μάνα η Γη και της περνά απ’ το νου της πως πήρε ο Δίας απόφαση τον κόσμο να χαλάσει. Η θάλασσ’ αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει, σα να ζητά μεμιάς ψηλά στον Όλυμπο να φτάσει κι από σιμά τη νιόφερτη θεά να καμαρώσει, 45 και στα βαθιά, στ’ ανήσυχα, στα γαλανά της μάτια νιώθει την ίδια της ορμή πιο θεριεμένη ακόμα. Ο Ήλιος τα σταμάτησε κοντά να βασιλέψει τ’ άλογα τ’ ανυπόταχτα για να τη χαιρετήσει, και των πολέμων ο θεός ξαφνιάζεται που βλέπει 50 τη θεϊκή της παρθενιά πιο δυνατή από κείνον. Στην πλάση την απέραντη ποτέ του δεν ξανοίχτη ο φωτισμένος Όλυμπος έτσι λαμπρός σαν τότε.

Β΄

Κι ο Άδης ο αμίλητος ζηλεύει που τη βλέπει και μες στα μαύρα Τάρταρα γοργά γεννοβολάει 55 κι από τα Τάρταρα γοργά στον κόσμο ξεπετάει τους Γίγαντες, κακά στοιχειά, τον κόσμο ν’ αφανίσουν. Νυχτώνει χώρα ολόκληρη του καθενός ο ίσκιος και τα θεόρατα βουνά μοιάζουν παιδάκια εμπρός τους. Έχουν κεφάλια αμέτρητα κι εκατοστάδες χέρια, 60 κι όταν τα μύρια στόματα τ’ ανοίγουν και μουγκρίζουν, θαρρείς χιλιάδες δράκοντες, ταύροι, λιοντάρια, λύκοι, με μύριες κράζουνε φωνές και μια φοβέρ’ αφήνουν. Ποτέ τους δε σκορπίσανε στο νεύμα του θεού τους μες στο βαθύν ωκεανό τέτοια φουρτούνα οι Άνεμοι, 65 σαν τέτοιο μαύρο σίφουνα, σαν τέτοια ανεμοζάλη. Και τα θεριά κουρνιάζουνε δειλά σαν περιστέρια, κερώνουν απ’ τον τρόμο τους και οι άδολες Νεράιδες· σα να τα πάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου, χορτάρια κι άνθη γέρνουνε ξερά· και τ’ άστρα ακόμα 70 μισοσβησμένα λαχταρούν σα λύχνοι δίχως λάδι. Σεισμός ξεσπάει, τα πέλαγα χωρίζονται και φεύγουν, άβυσσοι ανοίγονται, στεριές πετιούνται φλογισμένες, κι ολόκληρη η ζωή, φωτιά, νερό και γη κι αέρας, ίσαμε τότε χωριστά, σοφά συγυρισμένα 75 από τα χέρια των θεών στον τόπο του καθένα, πάλι ανταμώνονται μαζί και τυφλωμένα σμίγουν, πάλι το χάος άπλαστο κι απάντεχο προβάλλει! Όση λαμπράδα η Αθηνά σκορπά ψηλά στα ουράνια τόση μαυρίλα οι Γίγαντες βαθιά στη χτίση απλώνουν. 80 Στον Όλυμπο με μάνητα τα μάτια τους υψώνουν και λυσσασμένοι χύνονται να φτάσουν την κορφή του. Θαρρείς η νύχτα βάλθηκε να σβήσει την ημέρα! Τ’ άμετρα πλήθη των θεών και του Ολύμπου ακόμα νιώθουν για πρώτη και στερνή φορά τον κρύο το Φόβο. 85 Κι όση ζωή κι αν έμεινε, βαθιά, σκιαχτά κρυμμένη το ανάσασμά της το κρατά να ιδεί τί θ’ απογίνει. Κουνιέται ο μέγας Όλυμπος σα δέντρο καρπισμένο που για να ρίξει τον καρπό το σειούν απ’ τον κορμό του. Και σαν αυτούς που θέλουνε κάτι ψηλά να φτάσουν 90 και παίρνουν και σωριάζουνε πέτρες τη μια στην άλλη, έτσι κι οι Γίγαντες βουνά στα χέρια τους αδράχνουν, το ένα στο άλλο ορμητικά σωριάζουν, ανυψώνουν άσωστη σκάλα, αλύγιστη πρωτακουσμένη σκάλα ν’ ανέβουνε στον Όλυμπον, οπὄχει τη Ροδόπη, 95 τον Πίνδο και το Πήλιο για σκαλοπάτι του έχει. Του κάκου ο Παντοδύναμος τ’ αστροπελέκια ρίχνει και ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουν μ’ όλη τους την αρματωσιά και μ’ όλη τους τη δόξα. Σαν το χαλάζ’ οι κεραυνοί πέφτουν, ξεσπούν· κι εκείνοι 100 χιμάνε φοβερότεροι στων κεραυνών τη λάμψη.

Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου, φέρτε βοήθεια στους πιστούς, σώστε τη μαύρη πλάση. Κι αν πάει ο μέγας Όλυμπος, κι αν τον πατήσει ο Άδης, η ροδοδάχτυλη αυγή δε θα γλυκοχαράζει, 105 η μέρα δε θα χύνεται, χρυσάφι αναλιωμένο, τα δειλινά λυπητερά δε θα χαμογελούνε, η νύχτα το πολύαστρο στεφάνι της θα χάσει, δε θα ’χουμε την άνοιξη με τα χελιδονάκια, ούτε τα καλοκαίρια μας με τα ξανθά τα στάχυα. 110 Θα φύγει το φθινόπωρο το καρποστολισμένο, δε θα μας σμίγουν στη φωτιά τα χιόνια του χειμώνα, θα σκάσει έξαφνα η ζωή σαν κύμα στο ακρογιάλι, κι ο άνθρωπος μες στο άσωστο και πύρινο σκοτάδι σαν άστρο διαβατάρικο θα κυλιστεί, θα σβήσει, 115 και νιάτα και γεράματα και βάσανα κι αγάπες μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό όλα μαζί θα πάνε…

Αλλ’ όπου ο Παντοδύναμος το θρόνο του έχει στήσει του κάκου τρίζουνε σεισμοί και χύνονται φοβέρες. Τα διαμαντένια, ουρανικά κι απάτητα παλάτια 120 δεν τα πατούν κι οι Γίγαντες κι ας φτάνουν ώς τ’ αστέρια. Κι από τ’ αστέρια είν’ η κορφή του Ολύμπου πιο ψηλότερη. Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου, βοηθήστ’ εσείς τον Όλυμπο, σώστε τη μαύρη πλάση!

Γ΄

Τότε πετάχτηκες, θεά παντοτινή της νίκης! 125 Δεν είσ’ εσύ κακό στοιχειό, χέρια εκατό δεν έχεις, έχεις τρισεύγενη θωριά κι είσαι θεά παρθένα, κι η όψη σου είναι φοβερή στην αδικία μονάχα. Σα θάλασσα της χειμωνιάς τα μάτια σου αν σαλεύουν, κι αν η φωνή σου ακούγεται σα χαλασμός του κόσμου, 130 χίλιων γιγάντων δύναμη κι αν κρύβ’ η δύναμή σου, έτσι μεγάλη, δυνατή, κι ακίνητη σε κάνει η μεγαλόχαρη αρετή, μονάκριβη ομορφιά σου. Συ τους ανίκητους νικάς, τους Γίγαντες συντρίβεις. Ό,τι δεν κάνει ο κεραυνός, η λόγχη σου το κάνει, 135 κι οι χτύποι της ξαφνίζουνε τον παγωμένον Άδη. Χτυπάς, γκρεμίζεις, τιμωρείς, μνήματα ανοίγεις, θάφτεις. Το κάθε μνήμ’ ανθρωπινή ματιά δε σώνει νά βρει σε ποιά μεριά έχει την αρχή κι ίσαμε πού τελειώνει. Κι έχει βουνό αποπάνω του σημάδι το καθένα. 140 Ανοίγονται τα Τάρταρα να τους δεχτούν και πάλι, γυρνάνε πιο ασχημότεροι στου Άδη την αγκάλη. Γλίτωσεν ο Όλυμπος, χαρά! και λευτερώθη ο κόσμος, στο μέτωπό του η ξαστεριά λευκή ξανασκορπιέται, ο ουρανός περήφανος ξεφανερώνει τ’ άστρα, 145 η μάνα η Γη τα σπλάχνα της τ’ ανοίγει στα παιδιά της, και συγυρίζεται η ζωή, κι ένα τραγούδι ολούθε σκορπιέται: Δόξα, δόξα σοι, θεά παλικαρίσια!

Δ΄

Όμως ο μέγας Όλυμπος είναι στενός για σένα! Των ουρανών η ατέλειωτη γαλήνη σε βαραίνει, 150 δε σου χορταίνει την ψυχή το νέκταρ, η αμβροσία. Για σένανε άξιος Όλυμπος ο κόσμος όλος είναι, καταφρονείς την άπονη χαρά που στεφανώνει στ’ αμόλυντα ψηλώματα θεούς μακαρισμένους. Για σένα τα ωραιότερα κι απ’ όλα τα στεφάνια 155 είναι του κόπου ο ίδρωτας στο μέτωπο τ’ ανθρώπου. Απ’ το μεγάλον Όλυμπον πετάς και ξεμακραίνεις, διαβαίνεις πέλαγα, στεριές και δρασκελίζεις όρη. Κι όπου διαβαίνεις και περνάς της γης την όψη αλλάζεις, και δυναμώνεις τη ζωή, τον κόσμο μεγαλώνεις· 160 φωτίζει ο ήλιος τις ματιές κι εσύ το νου φωτίζεις. Πότε στη νίκη το οδηγάς το βήμα του λεβέντη, και πότε απείραχτη φυλάς την παρθενιά της κόρης. Σπρώχνεις τα χέρια ακούραστα στης προκοπής τα έργα, και κάνεις άξιο το κορμί και την καρδιά ημερεύεις. 165 Στους αντρειωμένους δείχνεσαι κι ακόμα πιο αντρειεύουν, και κίνδυνος απάντεχος όταν τους φοβερίζει, μέσα σε σύννεφο χρυσό τους κρύβεις, και γλιτώνουν. Με το βαρύ του ρόπαλο και ο Ηρακλής χτυπάει, κι εσύ του σημαδεύεις, θεά, το κάθε χτύπημά του. 170 Εσύ στον Άργο δύναμη φυσάς να μαστορέψει το πλοίο το πρωτοτάξιδο που σχίζοντας το κύμα κάνει στο αδούλωτο στοιχειό τον άνθρωπον αφέντη. Εσύ το νου φανέρωσες του κόσμου κυβερνήτη κι απάνου στην πλατιά στεριά και στα βαθιά πελάγη. 175 Και τίνος τα καμώματα τ’ αστόχαστα δεν παύεις; Και ποιόν απ’ τον παράλογο το δρόμο δεν ξεκόβεις; Στα ύψη, το ανυπόταχτο πέταγμα του Πηγάσου με χαλινάρι ολόχρυσο κρατάς, και το ρυθμίζεις, και κάτου, απ’ τα ξανθά μαλλιά τραβάς τον Αχιλλέα 180 μες στων Ελλήνων το στρατό, στους κάμπους της Τρωάδας έτοιμο μ’ άδικο σπαθί το δίκιο του να πάρει. Ντύνεις με της υπομονής το ατσάλι που βαστάει των γυναικών τις τρυφερές καρδιές οπού αγαπούνε, σε κάθε κόρην άπειρη που τρέμει σαν πουλάκι 185 χαρίζεις γνώση κι αφοβιά, και κάνεις Πηνελόπη και τη γυναίκα, Ναυσικά και την παρθένα κάνεις!

Απ’ άκρη σε άκρη σε βουνά και κάμπους κι ακρογιάλια, στην ήμερη πατρίδα μου, στην ξακουστήν Ελλάδα, κι απ’ τα νερά και του Αξιού κι ώς του Μαλέα τα βράχια 190 κι απ’ το γαλάζιο Ιόνιο στο ζαφειρένιο Αιγαίο κι απ’ την καμένην Αφρική και πέρα ώς τη Σκυθία, όπου το πόδι σου πατάς και τη ματιά σου ρίχνεις, η πλάση από τα πρώτα της τα νιάτα ακόμα πλούσια, που λες δεν έχει κούραση, γεράματα δεν έχει 195 κι όλο γεννάει θεόμορφα παιδιά γιγαντεμένα, κάνει τους άντρες ήρωες, πεντάμορφες τις κόρες, με καλοκαίρια ολόδροσα, και ολόγλυκους χειμώνες, απλώνεται πιο λαμπερή, φαντάζει πιο μεγάλη. Και στων ανθρώπων τις καρδιές βαθιά ριζώνεις, θρέφεις 200 μαζί τον πόθο της δουλειάς, τον πόνο της πατρίδας· δόξα σοι, δόξ’ αθάνατη κυρά παλικαρίσια!

Ε΄

Των τραγουδιών οι αντίλαλοι κι οι βρόντοι των αρμάτων ζευγαρωμένοι ακούγονται μες στο γοργό σου διάβα. Περνάς· τα κάστρα τα ψηλά τα σιδεροχτισμένα 205 σωριάζονται, συντρίβονται σαν νά ητανε γυαλένια, αν έτυχε και τα ’χτισαν τα χέρια των αδίκων. Περνάς, και χώρες ταπεινές, ξαρμάτωτες, μονάχες, θεριεύουν κι είν’ ανίκητες, φτάνει το δίκιο να ’χουν· απλώνεις την ασπίδα σου και τις αποσκεπάζεις. 210 Κι ενώ κρατείς φαρμακερό κι αλάθευτο κοντάρι, κι ενώ προστάζεις δούλους σου το Θάνατο, το Φόβο, έχεις πιστή συντρόφισσα την πλουτοδότρα Ειρήνη, κι η Νίκη εσέν’ ακολουθά με τη Δικαιοσύνη. Περνάς, συνάζονται οι λαοί στα καρπερά χωράφια 215 κι οι βασιλιάδες κάθονται στη μέση σαν πατέρες, και διαλαλούνε οι κήρυκες κι ακούνε τη φωνή τους πεζοί και καβαλάρηδες και βγαίνουν και παλεύουν, κι οι νικητές περήφανα φορούνε και τους πλέκουν τίμια στεφάνια απ’ τα κλαριά της δάφνης και της λεύκης· 220 κι οι μεγαλόφωνοι ποιητές γεμάτοι από το φως σου στη λύρα την εφτάχορδη τη νίκη τους παινεύουν. Τα βόδια τα δουλευτικά της γης τα σπλάχνα οργώνουν κι ακολουθά κατάκοπος ο ζευγολάτης· όμως μια θύμηση ακριβότατη τον κόπο του αλαφρώνει· 225 τον καρτερά η γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού του να τον ποτίσει με κρασί το βράδυ σα γυρίσει. Παρέκει γάμοι γίνονται κι αντιλαλούν φλογέρες, και παν εμπρός οι νιόνυμφοι και πίσω οι συμπεθέροι. Στ’ αμπέλια πλούσια κρέμουνται τα κόκκινα σταφύλια, 230 τρυγούνε οι νιοι και πλάι κι οι νιες με τα πλεχτά καλάθια, κι όταν τελειώνει ο τρυγητός, χοροί, χαρές αρχίζουν, και λυγερόφωνο παιδί πικρό τραγούδι λέει, λέει το τραγούδι το παλιό του νιου που πήρε ο Χάρος σα δροσερό τριαντάφυλλο στου Τρυγητή το κάμα. 235 Περνάς, κι ανθρωπινότερο τον άνθρωπο τον κάνεις, σαν αστραπή, σαν άνεμος παντού ταράζεις, λάμπεις, τ’ άστρα το φως σου ζήλεψαν κι οι αϊτοί το πέταμά σου!

Και μόνο σαν αγνάντεψες στο διάφανον αέρα τη χώρα τη διθάλασση που ολομεσίς φυλάνε 240 από την μιαν ο Υμηττός και ο Πάρνης απ’ την άλλη, σαν αδερφή μονάκριβη δυο αντρειωμέν’ αδέρφια, και που έχει χάρες κι εμορφιές, αλλά της λείπει ακόμα τ’ αρμονικό σου τ’ όνομα κι η σκέπη σου κι η δόξα, τότε μονάχα στάθηκες, χαμήλωσες, κατέβης 245 εδώ στην μεγαλόπρεπην Ακρόπολην επάνω, καθώς τρανή βασίλισσα στο θρόνο το δικό της. Παλάτι σου είν’ ο Όλυμπος, κι η Ελλάδα είναι ναός σου, και του ναού σου ο πιο λαμπρός βωμός είν’ η Αθήνα!

ΣΤ΄

Αθήνα! χρυσοστέφανη και τιμημένη χώρα! 250 οι μεγαλόχαροι θεοί επάνω σου αγρυπνούνε και φεύγουν απ’ τον Όλυμπο για να ξεκουραστούνε στη γη σου τη βραχόσπαρτη. Γιατί εδώ πέρα βρίσκουν πως πιο πολύ με τους θεούς ο άνθρωπος ταιριάζει, γιατί εδώ πέρα η προσευχή πιο γκαρδιακή ανεβαίνει, 255 ακούγεται γλυκύτερη των ποιητών η λύρα, και το καθάριο το νερό και το ξανθό το μέλι και το χιλιάκριβο ποτό που διώχνει τις φροντίδες προσφέρονται μ’ αγνότερη ψυχή στους αθανάτους, και τις εικόνες των θεών σκαλίζουν οι τεχνίτες 260 πλέον πιστά κι αληθινά στο μάρμαρον επάνω που την κρατάει ανάλλαγη τη φωτερή του ασπράδα. Εδώ βροντά κι αστράφτει ο Δίας και τους κακούς παιδεύει, τ’ αγαπημέν’ αντρόγυνα καλοτυχίζεις, Ήρα, κι ο μεγαλότοξος θεός, ο Απόλλωνας, ο Ήλιος, 265 εδώ τις έμορφες πλανά μες στις σπηλιές και πλάθει από θνητές βασίλισσες ισόθεους βασιλιάδες. Εδώ κι ο Έρωτας φτερά διπλώνει και φωλιάζει, και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν, και πλούσια τα σκορπάνε τα στάχυα της η Δήμητρα, τα ρόδα η Αφροδίτη. 270 Κι ο γλυκομίλητος Ερμής άγρυπνος παραστέκει κι άξιο το κάνει το κορμί στο πάλεμα, στο δρόμο, και φτάνουν οι Ώρες πιο γοργές και οι Χάριτες πιο νέες, και μέσα στο δροσόβολο και καθαρόν αέρα στήνουν ασύγκριτους χορούς του Παρνασσού οι παρθένες. 275 Τρέχει, μουγκρίζει ο Κηφισός, ταύρος αγριεμένος· χίλιες βρυσούλες απ’ αυτόν σαν κόρες του δροσάτες χύνονται μες στη λαγκαδιά, σκορπίζονται στον κάμπο, χίλια λουλούδια από της γης ξεθάφτοντας τα σπλάχνα. Κι εδώ γυμνά αστεφάνωτα ποτέ δεν απομένουν 280 ούτε οι βωμοί, ούτε τ’ αγνά κεφάλια των παρθένων. Ανθίζουν οι τριανταφυλλιές, γελούν κι οι ανεμώνες, και είν’ οι βιολέτες άσωστες, περήφανα τα κρίνα, και ο δροσερός υάκινθος κι ο νάρκισσος κρατούνε την πρώτη ανθρωπινή ζωή μες στα χλωρά τους φύλλα, 285 σαλεύουν δροσοστάλαχτα και λες πως κρυφοκλαίνε. Της νύχτας οι φριχτές θεές, του ενόχου οι βασανίστρες, με τα φιδίσια τους μαλλιά, τα χάλκινα τα πόδια, εδώ έχουν δάση απάτητα και μυριοκαρπισμένα που δεν τα δέρνει κι ο βοριάς κι ο ήλιος δεν τα καίει, 290 που βήμ’ ανθρωπινό ποτέ δεν τα ’χει σημαδέψει, και που λαλίτσα ανθρωπινή ποτέ της δε γρικήθη, και μόνο αθώα, φιλέρημα πικρολαλούν τ’ αηδόνια.

Εδώ τα πάντα ευγενικά θεϊκά πλασμένα πάντα! Πέρα γυαλίζ’ η θάλασσα κι είν’ απλωτή σαν κάμπος, 295 Κι εδώ είν’ η γη καμαρωτή σαν κυματούσα θάλασσα. Εδώ κανείς ίσκιος βαρύς δεν κάθεται στα μάτια, εδώ ψηλώματ’ άφταστα, περίσσιες πρασινάδες δεν κρύβουν σε καμιά μεριά τη γη, δεν τη χαλούνε, απλά, σεμνά, προσεχτικά, γραφτή με το κοντύλι. 300 Κι ολόβαθος ο ουρανός και πλουμιστός τα βράδια πάντα τα μάτια είναι μπροστά που τον αναζητάνε πάντα. Εμορφάδ’ αρχοντική και μυστικά χυμένη και δε θαμπώνεις τη ματιά, που την ψυχή φτερώνεις! Η Αρμονία, νά, της Χρυσής Παφίας η θυγατέρα! 305 Η Αρμονία ξανθή ξανθή γεννήθηκ’ εδώ πέρα!

Ζ΄

Στην αγιασμένη Ακρόπολη στέκεις, θεά, κι αράζεις. Τόπο σού κάνουν οι θεοί, δειλά παραμερίζουν. Όμοια την ώρα που ψηλά κι αργά στα ουράνια πλάτια προβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα η Σελήνη, 310 μεριάζουν ευλαβητικά και χάνονται τ’ αστέρια. Τόπο σου κάνουν οι θεοί, σκιαχτά παραμερίζουν, γιατί ξανοίγουν πως κρυφά, σφιχτά μια λάμψη δένει την εμορφιά της γης αυτής με τη δική σου χάρη. Κι η Ακρόπολη και αγνώριστη, γυμνή, παρθέν’ ακόμα, 315 ακόμ’ αστόλιστη κι απλή με τους φτωχούς βωμούς της φαίνετ’ αμέτρητες φορές ψηλότερη στα μάτια απ’ τη στιγμή που πρόβαλες απάνου στην κορφή της. Απάνου στην Ακρόπολη το ξαγναντεύουν όλοι έξαφν’ απάντεχα τρανό και φωτερό περίσσια 320 το μυστικό το σύννεφο που κρύβει και δεν κρύβει στο διαμαντένιο δίχτυ του τη θεϊκή θωριά σου. Κι απ’ το μεγάλο βασιλιά κι ώς το στερνό το δούλο αθέλητα μαζώνονται και κατά κείνο τρέχουν. Μια δύναμη και ανίκητη τα πόδια τους φτερώνει. 325 Έτσι όταν μπαίνουν στα νερά των μαγικών Σειρήνων που απλώνονται ολογάλανα, βαθιά αποκοιμισμένα, γλιστρούν ολόισα στο νησί τ’ αδύνατα καράβια, και δεν ακούνε το κουπί και χάνονται στην ξέρα. Εσύ δε σβήνεις τη ζωή, εσύ ζωές χαρίζεις 330 κι απ’ τα παραστρατίσματα τον άνθρωπο γλιτώνεις. Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων, όμως οι θεοφοβούμενες καρδιές γοργοχτυπούνε σαν κάτι μέσα τους γλυκά να κρυφοψιθυρίζει πως ήρθεν ο αγνώριστος θεός που καρτερούνε, 335 ο λυτρωτής, ο δίκαιος, ο αταίριαστος, ο ένας μέσα στων άλλων των θεών τα ευλογημένα πλήθη που θ’ αγκαλιάσει αυτή τη γη και θα τη μεγαλώσει με τ’ όνομα, τη χάρη του, και μ’ όλη του τη δόξα! Εκείνος που δεν έμαθε κανείς πώς τονε λένε, 340 καιροί, γενεές τονε ζητάν και τονε λαχταρούνε κι απ’ τις μητέρες τα παιδιά κληρονομιά τον παίρνουν, κι οι γέροι κλειούν τα μάτια τους με τη γλυκιά του ελπίδα…

Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων, όμως αφήνεις μια φωνή κι ακούνε τη φωνή σου. 345 Απ’ την πανάρχαια τη στιγμή που βγήκε από τα βάθη της αφρισμένης θάλασσας νιογέννητ’ η Αθήνα, κι αγάλια αγάλια πλάστηκε και αγάλια συγυρίστη με τα πελεκητά βουνά και τους γραμμένους κάμπους, τους κρυσταλλένιους ποταμούς, το ζωντανόν αέρα, 350 με των θεών την εμορφιά και με το φως του Ολύμπου, τέτοια φωνή δε μάγεψε ποτέ τους Αθηναίους!

Η΄

«Χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη! Καμιά μεριά σ’ όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη δεν ήβρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι. 355 Απ’ άλλες χώρες πέρασα γοργά γοργά τρεχάτη, και μ’ είδαν της Ελλάδας μου τ’ αγαπημένα μέρη σαν άνεμο και σαν αϊτό και σύγνεφο κι αστέρι. Όμως σ’ εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω, και ρίζωσε η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο, 360 σαν το βαρύ Λυκαβηττό που ξαφνικά μια μέρα κύλησε από τα χέρια μου και ρίζωσ’ εδώ πέρα.

Μες στη χαρούμενη ζωή που σε περικυκλώνει, μέσα σ’ αυτήν παντοτινή τη δύναμή μου κρύβω, καθώς μια μέρα στις μυρτιές θα κρύψουν τα σπαθιά τους 365 δυο παλικάρια αθάνατα για να σε λευτερώσουν. Στου λουλουδένιου σου Υμηττού τα δροσισμένα πλάγια το αγνό το μέλι οι μέλισσες ακούραστα δουλεύουν, όσο που νά ’ρθει μια στιγμή το δρόμο να τις δείξω να παν να τ’ απιθώσουνε στου Πλάτωνα τα χείλη. 370 Προς της Πεντέλης την κορφή τα μάτια τους γυρνώντας της Τέχνης το μυστήριο θα παίρνουν οι τεχνίτες. Στα μάρμαρά της κρύβεται της εμορφιάς ο κόσμος! Θα νά βγει από τα βάθη της μια μέρα ο Παρθενώνας καθώς από τη σκοτεινιά την άπλαστη του Χάους, 375 θεός γίγας βγήκεν ο Έρωτας με ολόχρυσες φτερούγες.

Δικός σου είν’ ο πολύκαρπος της Ελευσίνας κάμπος, κι ο Πάρνης με τα έλατα και τ’ άγρια τα θηρία, και η άκρ’ η αφροστεφάνωτη του γαλανού Φαλήρου. Δικός σου είν’ ο λευκόφτερος κι ο γαλανός αέρας 380 που σου φυλάγει αμάραντη και δροσερή τη νιότη, κι ίσα σ’ εμέ γοργά το νου τού καθενός υψώνει. Δική σου είναι κι η θάλασσα που θα την αυλακώνουν μια μέρα τα καράβια σου τα κοσμοξακουσμένα και θα σκορπούν σ’ άλλες μεριές και χώρες τ’ όνομά σου 385 και τρόμος θά ειναι στους εχθρούς και ζήλια στις Νεράιδες! Κι είναι δική σου ετούτ’ η γη που τα γεννάει περίσσια σύκα χλωρά, στάχυα ξανθά και κόκκινα σταφύλια. Ξέρω μεριές που εκεί οι καρποί χλωρότεροι φυτρώνουν, μα εσ’ είσαι η πλουσιότερη, γιατί καμιά δεν έχει 390 σαν τους δικούς σου τους καρπούς· καρποί σου οι Αθηναίοι! Σας δίνει η Δήμητρα γλυκιά του κάμπου την αγάπη, κι εγώ σάς δίνω τη βαθιάν αγάπη της πατρίδας· άσβηστη, αγνή, πρωτάκουστη αγάπη της πατρίδας· άνθος του δέντρου του ιερού που εδώ φυτρώνει πρώτα! 395 Γι’ αυτή μια μέρα κι ο Θησέας, λεβέντης βασιλιάς σας, θ’ αφήσει κάθε ανάπαψη και κάθε μεγαλείο, και θα διαλέξει δρόμο του το δρόμο που ίσα φέρνει πέρα στ’ αχόρταγο θεριό της μακρυσμένης Κρήτης. Γι’ αυτήν ο Κόδρος την πλατιά βασιλική χλαμύδα 400 θα τηνε κάμει σάβανο να πέσει να πεθάνει. Γι’ αυτήν οι Αριστογείτονες αντρειεύονται και παίρνουν ενός τυράννου τη ζωή και δίνουν τη δική τους. Γι’ αυτή γεννάει σαν κεραυνούς τους στίχους του κι ο Αισχύλος, γι’ αυτήν πεθαίνει γαληνά στη φυλακή ο Σωκράτης, 405 κι απάνου κι ώς τον Όλυμπο φτερώνεται ο Φειδίας και ξαγναντεύει τους θεούς και με το σκαλιστήρι τους ξαναπλάθει ξάστερους και χρυσελεφαντένιους· γι’ αυτή θα κάμουν θαύματα και νιοι και γέροι ακόμα. Γι’ αυτήν οι νιοι θα ορκίζονται παλικαρίσιον όρκο, 410 κοντάρια, ασπίδες και σπαθιά ορμητικά κινώντας: Θα τα κρατώ τα όπλ’ αυτά και δε θα τα ντροπιάσω και μόνος και με συντροφιά κι εδώ κι όπου κι α λάχω, θα πολεμήσω ακούραστα κι αφρόντιστα θα πέσω και την πατρίδα μια φορά μεγάλη θα την κάμω, 415 και τους δικαίους θ’ αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους, θα κατατρέχω τον κακό, θα σφάζω τον προδότη, κι ανίσως ψέματα μιλώ, κολάστε με, θεοί μου! Κι όταν με μάτι δολερό σε ξαγναντέψει ο Φτόνος κι η ακοίμητη Διχόνοια τα δόντια της σου τρίξει, 420 και σα βρεθούμε στόματα κακό για σε να ειπούνε και στοχασμοί που ν’ αψηφούν τη φωτερή σου χάρη, χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα δοξασμένη, κι ήρθεν η ώρα η φοβερή ν’ αστράψεις, να βροντήσεις, και να θαμπώσεις κάθε νου, να κλείσεις κάθε στόμα, 425 και τους επίβουλους θεούς να διώξεις ντροπιασμένους. Θ’ ανάψω τρέλα περισσή στα Περσικά κεφάλια, θα φέρω ασκέρια αμέτρητα κι απ’ της Ασίας τα βάθη, με τα καράβια των εχθρών θα κρύψω τους γιαλούς σου, και τότε το κοντάρι μου τρομαχτικά κινώντας 430 και τότε την αστραφτερήν απλώνοντας ασπίδα, θα πολεμήσω αδερφικά στο πλάι με τα παιδιά σου. Και θα περάσουν οι γενιές και θα διαβούν οι αιώνες, και στα βαθιά σου τα νερά και στα ψηλά βουνά σου θ’ αντιλαλιέται η νίκη σου, και θα γρικιέται ακόμα 435 ο απελπισμένος ο δαρμός, το σκούξιμο του Ξέρξη, για να το ακούν οι τύραννοι, να τρεμοκοκαλιάζουν!»

Είπες· και ξάφνου σώπασες, μα πέρα ώς πέρα ακόμα και στα βουνά και στις καρδιές αντιλαλούν ακόμα τα λόγια σου προφητικά, μυστήριο ολογιομάτα. 440 Ποτέ τ’ ανθρώπινα τ’ αφτιά δεν είχανε γρικήσει τέτοια βροντή που μέσα της τέτοια να κλει αρμονία, και σάλπισμα που να μιλεί και να ξεφανερώνει σε βάθη αγέννητου καιρού έναν καινούριο κόσμο.

Θ΄

Είπες και ξάφνου σώπασες, και πάλι ξαναρχίζεις: 445 «Σου δίνω ακόμα χάρισμα πρωτάκουστο, μεγάλο, το λευκοπράσινο δεντρί που αλλού δεν ξεφυτρώνει. Σημάδι αγνό στο μέτωπο της σπλαχνικής Ειρήνης, γέρνει μπροστά του ανώφελα και τα κοντάρια του Άρη. Κανένα χέρι ανθρωπινό δεν το ’χει φυτεμένο, 450 και δεν το γέννησεν η Γη σαν τα βλαστάρια τ’ άλλα, απ’ την πνοή μου είναι πνοή και φως από το φως μου· χιονόβολα δεν το χτυπούν και δεν το καίνε λάβρες, και τα πελέκια τα εχθρικά δε φτάνουν να το ρίξουν. Τέσσαρα μάτια απάνου του ακοίμητα αγρυπνούνε, 455 τα μάτια του πονετικού Διός, και τα δικά μου. Ποιά πίστη, ποιό αναγάλλιασμα, ποιά ευτυχία, ποιά νίκη θ’ απλώνεται στη γην αυτή βαθιά θεμελιωμένη, χωρίς και να τη διαλαλούν και να τη φανερώνουν της σεμνοπρόσωπης ελιάς τα φύλλα τ’ ασημένια; 460 Ποιό δέντρο απάνου στους βωμούς θα καίει και θ’ ανεβάζει γλυκύτερη την ευωδιά, τη φλόγα απ’ τα σφαχτάρια, άλλο απ’ το δέντρο της ελιάς το πολυτιμημένο; Και πού θα κάνει θαύματα και η θεϊκή μου εικόνα, παρά μονάχα σκαλιστή σε ξύλο ελιάς απάνου; 465 Στις πόρτες των καλότυχω σπιτιώνε που γεννιούνται τ’ αρσενικά παιδιά, χαρά στα γονικά κι ελπίδα, σαν ποιό σημάδι θα τις πει τέτοιες χαρές κι ελπίδες άλλο απ’ την πράσινην ελιά πλεγμένη σε στεφάνι; Στα φύλλα της τα ιερά δε γγίζουν παρά μόνο 470 χέρια παρθένας άδολης, χέρια πιστής γυναίκας. Και σαν του φίλου τη ματιά που σας γλυκοκοιτάζει και το γλυκοχαμόγελο στα χείλη σας γεννάει, την καλοσύνη θα γεννά μες στην καρδιά η θωριά της. Κι εκεί που θ’ αγωνίζονται στους κάμπους της Ελλάδας 475 τα παλικάρια τα καλά, δόξα, όνειρό τους θα ’χουν τους ύμνους τους Πινδαρικούς και της ελιάς τους κλάδους.

Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καταραμένα χρόνια κι αγάλια αγάλια αχάριστος ξεγελασμένος κόσμος σε σβήσει από το λατρεμό κι από τη θύμησή του, 480 θα πέσεις, θα αποκοιμηθείς βαθιά, δε θα πεθάνεις. Γιατί είν’ οι θεοί αθάνατοι και Χάρο δε φοβούνται, ξεχάνονται, δε χάνονται, την πλάση πάντα ορίζουν, κι αν τους αρνιούνται οι άνθρωποι, πάντα θυμούντ’ εκείνοι. Όμοια θα νά εισαι αθάνατη κι εσύ σαν τους θεούς σου, 485 εσύ, ερωμένη των θεών, ω πολυαγαπημένη! Όταν της Μοίρας η βουλή που δεν ακούει κανένα, που δεν τη σταματάει κανείς, έρθει καιρός να στρέξει, και πατηθείς κι ερημωθείς και μ’ αρνηθείς κι εμένα, εγώ κι αθώρητη από σε κι από τον κόσμον όλο, 490 πάντα σιμά σου θ’ αγρυπνώ και θα σε παραστέκω. Τότε θε να γενείς κι εσύ σαν τα ποτάμια εκείνα, που τα ρουφάει τα καταπίνει η γη στα καταχθόνια και τρέχουν τα μουρμουριστά κι ολάργυρα νερά τους κάτου απ’ τον άμμο κι απ’ τη γη κι άφαντα και κρυμμένα 495 ώσπου τελειώσει ο δρόμος τους και φτάσουνε σε τόπο και βγουν ξανά στη λαγκαδιά, ξαναδειχτούν στον ήλιο κι ο ουρανός καθρεφτιστεί στο ρέμα τους και πάλι. Χαρά σε σένα, αθάνατη και δοξασμένη Αθήνα! Ωσάν την πάναγνην ελιά ποτέ που δεν τα ρίχνει 500 τα φύλλα τ’ ασημένια της χειμώνα καλοκαίρι, και στους ελεύτερους καιρούς και στης σκλαβιάς τα χρόνια η φωτισμένη Ακρόπολη θα ’χει τη δόξα αιώνια!»

Ι΄

Είπες, και το κοντάρι σου βαριά χτυπάει το βράχο, κι ο βράχος σειέται, σχίζεται, και σα θεριό μουγκρίζει 505 κι απ’ την πλατιά τη σχισματιά που δείχνει στα πλευρά του έτσι απαλά και σιγαλά, σαν όνειρο δικαίου, και σα ζωή χαρούμενη κι ειρηνική και πλούσια μέσ’ από χρόνια συμφοράς και φτώχειας και πολέμων, φύτρωσε η πρωτογέννητη ελιά, δικό σου δέντρο. 510 Αδειάζ’ η Αυγούλα η ντροπαλή όση δροσιά κι αν έχει απ’ το χρυσό της το σκαμνί στα φύλλα της απάνου, και οι πρωινοί κορυδαλλοί την πρωτοχαιρετάνε και οι ζέφυροι στα κλώνια της, και κρυφοπαιγνιδίζουν, κι η Δήμητρα τη χαίρεται και στον καρπό της μέσα 515 τις φωτερές αχτίδες του τις απιθώνει ο Ήλιος.

Αλλ’ ω του Ολύμπου δύναμη και ω γλώσσα της σοφίας που δείχνεσαι με θάματα, που δε μιλείς με λόγια! Η πρωτογέννητ’ η ελιά γοργά γοργά ξαπλώνει κορμό, κλωνιά, φύλλα, καρπούς, κι υψώνεται, θεριεύει· 520 περνάει τα πεύκα του βουνού, τα έλατα περνάει, και τις τρανές βελανιδιές και τα ψηλά πλατάνια. Κι οι φοινικιές οι αμέτρητες, τα ολόρθα κυπαρίσσια φαίνονται σα χαμόκλαδα και χάνονται μπροστά της. Η πρωτογέννητ’ η ελιά φουντώνει, μεγαλώνει, 525 και νά! σκεπάζει μονομιάς κι ολούθενε αγκαλιάζει ο ίσκιος της, πλατύς, παχύς, ολόκληρο το βράχο· και στον πλατύ και στον παχύ τον ίσκιον αποκάτου ξανοίγουν την Ακρόπολη τα μάτια των ανθρώπων με μια εμορφάδα απάντεχη και μ’ αφεντιά περίσσια 530 πλασμένη από μαρμάρινους ναούς που λες δεν ξέρουν να πλάσουν έτσι αρμονικά τα χέρια των ανθρώπων, κι από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν τώρα αιώνες γεμάτοι αλήθεια ουρανική κι αλόγιαστη γαλήνη!

Την ώρα που τα θάμπωνε τα μάτια των ανθρώπων 535 με της πρωτόλουβης ελιάς το θεριεμένο θάμα η προφητεία της άφταστης και μακρυσμένης δόξας, την ώρα εκείνη, εσύ ω θεά σοφή, παλικαρίσια, ξεφανερώθηκες κι εσύ στα θαμπωμένα μάτια. Και με τρανόν αλαλαγμό, φωνή χαράς και νίκης, 540 σαν τη φωνή που σκόρπισες την ώρα που γεννήθης, στον ουρανόν υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστης. Κι όταν η μέρα πέρασε και γύρισε το βράδυ φάνηκε σα χιλιάστερο στον ουρανό ποτάμι ο Γαλαξίας ολόλευκος, του διάβα σου σημάδι.

ΙΑ΄

545 Κι απ’ τη στιγμή που υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστης ώς τη στιγμή που ολόλευκος πρόβαλε ο Γαλαξίας, η πλάση από την άφραστην εικόνα σου γεμάτη, η πλάση, και άνθρωποι και θεοί και πλάσματα και πλάστες, τ’ αστέρια τα τετράψηλα κι οι χαμηλές βιολέτες, 550 άνεμοι, θάλασσες, στεριές, βουνά, ποτάμια, λόγγοι, ό,τι έχει χρώμα και ζωή και μίλημα και σχήμα, φυσήματα, μουρμουρητά, δροσούλες, μοσκοβόλια, ταιριάζουνε τ’ αταίριαστα και τ’ άσμιχτ’ αποσμίγουν, κι έτσι, Θεά, σε υμνολογούν, έτσι σε τραγουδούνε:

555 «Σαν τί τραγούδι να βρεθεί που να ταιριάζει εσένα; στο ολόλευκό σου φόρεμα που το ’χουν υφασμένο τα χέρια τα σοφότερα και τα δικά σου χέρια φαίνεται χρυσοκεντιστός ο ουρανός με τ’ άστρα. Οι δίπλες του ταράζονται στο κάθε κίνημά σου 560 σαν κύματα που τα φιλούν του φεγγαριού οι αχτίνες, και τρέμοντας λαμποκοπούν από το φίλημά τους. Στης περικεφαλαίας σου τον ίσκιον αποκάτου χωρούν και σκέπη βρίσκουνε χιλιάδες παλικάρια. Στον ίσκιο σου χαρούμενα μερεύουν τα λιοντάρια. 565 Το μέτωπό σου ασκέπαστο ξανοίγετ’ αποπέρα σαν τ’ άστρο του Ωρίωνα, πρώτο στ’ αστέρια τ’ άλλα. Απάνου στης ασπίδας σου τ’ απάρθενο χρυσάφι σου σκάλισε τους Γίγαντες ένας θεός τεχνίτης την ώρα που τον Όλυμπο χιμάν και φοβερίζουν, 570 κι έτσι εκεί πάνου μια ζωή τη χάρισε και η Τέχνη παντοτινή στη λύσσα τους και στη δική σου νίκη! Στη μέση από τ’ αμόλυντο και τ’ άγγιχτό σου στήθος που διασκορπίζει μυστική μοσχοβολιά από κρίνα, κι ασάλευτο, καμαρωτό τεντώνει, ξεχωρίζει, 575 το στοιχειωμένο δείχνεται κεφάλι της Γοργόνας. Αλίμονο στους πονηρούς! Το βλέπουν, μαρμαρώνουν. Έτσι ό,τι γγίξει ο κεραυνός το κάνει μαύρη στάχτη, και της αλήθειας η πνοή το ψέμ’ αποστομώνει. Γύρω στα πόδια σου γλιστρούν και σου φιλούν τα χέρια 580 όρνια άλλου κόσμου και πουλιά και φίδια μαγεμένα, —και τω’ φιδιών τα στόματα λαλούνε σαν αηδόνια— και κρέμοντ’ όλα υπάκοα μονάχ’ απ’ τη ματιά σου. Κι ο Φόβος κι ο Κατατρεμός και η Δύναμη και η Νίκη λάμπουν, μαυρίζουν, καρφωμένα στέκονται σιμά του. 585 Τριγύρω σου λιγοθυμά τ’ αγέρι φοβισμένο. Το στόμα σου κι όποιος το ιδεί, και δίχως να τ’ ανοίξεις, νιώθει πως λόγια γνωστικά, λόγια σοφά θα βγάλει. Κι ενώ εισαι σαν την άδολη του βράχου εσύ ανεμώνη, ένας σου λόγος τους λαούς γεννάει και μεγαλώνει. 590 Μέρα σκορπούν τα μάτια σου τα γαλανά στη μέρα. Δόξα σοι, δόξα σοι, θεά παρθένα και Μητέρα!