Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το σχολείον

Α΄

Κορίτσια και παιδιά μαζί μας είχαν στο σχολείο· συχνά, κεφάλια δίδυμα, στο ίδιο το βιβλίο ένας μικρός και μια μικρή εσκύβαν πλάγι πλάγι, στην πλάκα εζωγράφιζαν καράβια και πελάγη, 5 εδώ κι εκεί αράδιαζαν ψαράκια και γοργόνες, και κάποτε χεροπιαστές τις ίδιες των εικόνες, που ήταν, τυφλή στη χάρη της, η ίδια η ευτυχία. Μαθαίναμε τα γράμματα με τόση προθυμία! Το γιατρικό που δύσκολα κάθε παιδί το πίνει 10 σα ζάχαρη το γλύκαινε η συντροφιά εκείνη από μικρούλες πεταχτές και αηδονολαλούσες, και, βέργα του δασκάλου μας, λιγότερο πονούσες. Μία χαρά η γνωριμιά και η ζωή μας ήτον· επαίρναν απ’ την τρέλα μας, κι εμείς απ’ τη ντροπήν των, 15 και πριν μας δέσ’ η μάγισσα η αγάπη στον καημό της μας σκέπαζε, σαν άγγελος λευκός, η αθωότης. Δε λησμονούντ’ οι γελαστές κι ολόγλυκες ημέρες τ’ αμύριστ’ άνθ’, οι άφτερες ακόμα περιστέρες, τα ξέπλεγα κοντά μαλλιά, τ’ απλά φορεματάκια, 20 τα νάζια, τα καμώματα, κι η πονηριά κι η κάκια, τα χείλη που γελούσανε, τα μάτια που εκλαίγαν, τα γέλια που δεν πλήγωναν, τα δάκρυα που δεν καίγαν. Τώρα που πέρασε ο καιρός, εγώ που τίποτ’ άλλο δεν ξέρω ακόμα μέσα μου για να με πουν μεγάλο 25 παρά καρδιά για ν’ αγαπά και νιώθει το φαρμάκι, κι είμαι το ίδιο του σχολειού παντοτινά παιδάκι, τις βλέπω τις μικρούλες μου μεγάλες και κυρίες, άλλες αφράτες κι έμορφες, άλλες χλωμές και κρύες· αυτές στα πλούτη θρέφονται, κι εκείνες τρώγ’ η φτώχεια, 30 άλλες χαθήκαν σ’ έρωτος κι άλλες σε χάρου βρόχια. Σε πόσες είμαι άγνωστος, πόσες μού είναι ξένες, πόσες ακόμη ανύπαντρες μαραίνοντ’ οι καημένες, και πόσες λουλουδίζουνε, αγγελουδιών μητέρες! Δε λησμονιέστε, γελαστές κι ολόγλυκες ημέρες!

35 Απ’ τα κορίτσια μια ξανθή κι εμέν’ από τ’ αγόρια, μας είχαν πρώτους στο σχολειό κι ήμαστ’ απ’ όλους χώρια. Μια προκοπή μάς έδενε και μία φρονιμάδα, έμορφο ταίρι, μα καθείς μ’ αλλιώτικη εμορφάδα· σε κεντισμένες τραχηλιές και ζώνες μεταξένιες 40 φανέρωνε της μάνας της τον πόνο και τις έννοιες, γιατ’ ήτανε μονάκριβη· λευκή μες στα λευκά της, περήφανη απ’ το χάιδεμα, με τα χρυσά μαλλιά της που έπεφταν στο μέτωπο στριφτά, σα δαχτυλίδια. Κι εγώ χλωμός μ’ ολόμαυρα μάτια, μαλλιά και φρύδια, 45 με μαύρη ορφάνιας φορεσιά και με ταπεινοσύνη, ήμουν σκοταδερός πανσές και λεμονάνθη εκείνη. Κι επρόβαλαν της υστερνής χρονιάς οι εξετάσεις. — Σαν έστελνες μηνύματα κι ήσουν κοντά να φθάσεις, σ’ εβλέπαμε στα όνειρα να μας σκορπάς, ημέρα, 50 σαν πάσχα τ’ αναγάλλιασμα, σα σκιάχτρο τη φοβέρα. Αμίλητη εσίμωνες με σύννεφα κι ακτίνες, γεμάτη άγρια πρόσωπα και πράσινες μυρσίνες κι ένα σωρό πολύτιμα βραβεία στην αράδα για να τα πάρ’ η προκοπή μαζί κι η φρονιμάδα. 55 Όμως το πλέον ακριβό κι ονειρευτό βραβείο ήταν βαρύ, ζωγραφιστό κι ολόχρυσο βιβλίο οπού τα χέρια το ’διναν του ίδιου του Δεσπότη ξεχωριστά κάθε χρονιά στον πρώτον, ή στην πρώτη. Απ’ όλους δυο τ’ αξίζανε μονάχα· εγώ κι εκείνη. 60 το ήξευραν κι επρόσμεναν να ιδούνε τί θα γίνει τ’ άλλα παιδάκια κι έλεγαν: «Ποιός τάχ’ από τους δύο θα πάρει το ζωγραφιστό, ολόχρυσο βραβείο!»

Θυμούμαι τη λαχταριστήν ημέρα μας· τους τοίχους γεμάτους χάρτες, ζωγραφιές, και γνωμικά και στίχους. 65 Και δάφνες και μυρτιές παντού ριγμένες άνω κάτου, το λόγο του δασκάλου μας με τα ελληνικά του, και των μητέρων τις ματιές και των παιδιών την έννοια και το Δεσπότη σοβαρό με τ’ άσπρα του τα γένια με το βραβείο το χρυσό να με βραβεύει εμένα, 70 και να το παίρνω τρέμοντας με μάγουλ’ αναμμένα. Τότε —μου φαίνετ’ η στιγμή αυτή πως είναι τώρα— εκέρωσε η μονάκριβη μικρούλα η ασπροφόρα, κι εξέφυγε απ’ τα μάτια της ένα μεγάλο δάκρυ. Από το πλάι μου γοργά τραβήχθη σε μιαν άκρη, 75 και κρύβοντας στα χέρια της σφιχτά το πρόσωπό της πικρόκλαιγε κι επνίγονταν στη ζήλια η αθωότης. Και όταν ξανασήκωσε σε λίγο το κεφάλι, και άθελα τα μάτια μας απαντηθήκαν πάλι, με κοίταξε με μια ματιά — που τώρα μόνο νιώθω: 80 ματιά από λύπη παιδική κι από καινούριο πόθο, κάτι διπλό κι αταίριαστο, σαν άστρο αυγής που σβήνει, σαν αστραπή που χύνεται… Μες στη ματιά εκείνη το κοριτσάκι έσβηνε, κι εξύπναε η γυναίκα!

Β΄

Σα δέκα ρόδα ολόδροσα χρόνια περάσαν δέκα 85 που δεν ξαναειδωθήκαμε στο δρόμο της ζωής μας· σ’ άλλο σχολείο χωριστά μεγάλων’ ο καθείς μας. Μα έξαφν’, ασυλλόγιστα, και πάλι εμείς οι δύο στου Έρωτος εσμίξαμε το μαγικό σχολείο, πρώτοι απ’ όλους στης καρδιάς τ’ αθάνατα παιγνίδια· 90 μ’ αγάπη κι άλλοι εζούσανε, μα όχι με την ίδια· κι αιώνια κακογλωσσιά στα στόματα του κόσμου η εμορφιά της ήτανε κι ο φλογερός καημός μου. Κι όσοι δεν ξέραν άβυσσος πως ήταν η ψευτιά της και σίφουνας στα σπλάχνα μου ο έρως, μα διαβάτης, 95 επρόσμεναν κι επρόσμεναν να ιδούν τί θ’ απογίνει τόση αγάπη κι απιστιά και τρέλα και καμίνι· αν μας προσμένουν στέφανα, ή αν από τους δύο ο ένας τ’ άλλου το μυαλό θα πάρει για βραβείο. Όμως τη δεύτερη φορά εγώ ημουν το σφαχτάρι. 100 Επέταξες το βαρετό των όρκων συναξάρι, και της αγάπης έσχισες μεμιάς την προσωπίδα, και μου ’φυγες και μ’ άφησες δίχως χαρά κι ελπίδα το πρόσωπο σκεπάζοντας να κλαίω αγριεμένα, παρόμοια όπως έκλαψες, μικρούλα εσύ, για μένα.

105 Τώρα η αγάπη πέρασε σαν νά ηταν τιποτένια. Και όμως —άκουσέ το εσύ, γυναίκα σιδερένια! αν ημπορούσα τον καιρό που άρχισες το θρήνο εκεί μες στο σχολείο μας, λίγες στιγμές να γίνω άντρας μονάχα με το νου, και μια στιγμή να νιώσω 110 τη μοίρα που θα μ’ έκανε μ’ εσένα ν’ ανταμώσω, θα μ’ έβλεπες γονατιστός να έσκυφτ’ αντικρύ σου, και θ’ άκουγες να σὄλεγα: «Μην κλαις, παρηγορήσου, στέγνωσε τα ματάκια σου και διώξε το μαράζι, και πάρε το βραβείο μου· σ’ εμένα δεν ταιριάζει, 115 επαραστράτησε τυφλά το χέρι του Δεσπότη· εσ’ είσαι απ’ όλους μας εδώ η προκομμέν’ η πρώτη, εμέ μού φτάνει για χαρά να έχω τη χαρά σου, και για βραβείο ολόχρυση μου φτάνει η εμορφιά σου. Όμως μια χάρη σού ζητώ μονάχα με τρεμούλα: 120 μένε για πάντα η απλή ξανθόσγουρη παιδούλα. Φύλαγε άδολη καρδιά κι όταν γενείς μεγάλη, όπως φυλάγει έν’ άγαλμα τα μαρμαρένια κάλλη».

Δεκέμβριος 1884 *