Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο Μαύρος

Θα λιώσ’ η άνοιξη τα χιόνια, θα φέρει άνθη κι ευωδιές, στα σπίτια μας τα χελιδόνια και την αγάπη στις καρδιές.

5 Κι η θάλασσα δε θα παλεύει με τους ανέμους της κακή· μαΐστρος θε να την χαϊδεύει και θα την κάνει σπλαχνική.

Έχετε γεια θα πω στα ξένα, 10 και τ’ απριλιάτικο αγέρι στα μέρη μου τ’ αγαπημένα σα χελιδόνι θα με φέρει.

Εκεί που ζουν καμαρωτά τα νόστιμα τα κοριτσάκια, 15 και δυο ζουμπούλι’ αγαπητά και δυο ανίκητα ματάκια.

Νύχτα θε νά ειναι ξαπλωμένη, και μοναξιά και σιγαλιά. Κάθε ψυχή θα ξαποσταίνει 20 μες στων ονείρων τη φωλιά.

Γοργά γοργά θα τρέξω νά βρω, όχι κρεβάτι απαλό, αλλά το Μαύρο μου, το Μαύρο, το άλογό μου το καλό.

25 Θα τον χαϊδέψω τρυφερά, ηδονικά θα χλιμιντρίσει, στα υπερήφανα πλευρά θα με δεχθεί, και θα κινήσει.

Κι όταν με φέρει αποκάτου 30 σ’ ένα παράθυρο κλειστό, θα πάρει εκεί τ’ ανάσασμά του το νοητάκι το πιστό.

Και καρφωτός εγώ στη σέλα σα φάντασμα, σαν ξωτικό, 35 να τραγουδώ θ’ αρχίσω —ω τρέλα!— ένα τραγούδι ερωτικό·

ένα τραγούδι που της φέρνει στα χείλη αναστεναγμό, που κάθε στίχος του της σπέρνει 40 κι ένα στα στήθη της καημό.

Και θε ν’ ανοίξει αγάλι ’γάλι το παραθύρι το κλειστό, και στο φεγγάρι θα προβάλει άλλο φεγγάρι πιο σωστό.

45 Καρδιοχτυπώντας σε λιγάκι θα ιδώ αέρινο, ελαφρό, να ξαγλιστρά σ’ ένα σχοινάκι, ένα κορμί, έναν αφρό.

Μα πριν στο χώμα να πατήσει 50 η χαϊδεμένη μου κυρά, η αγκαλιά μου θα την κλείσει, θα κάμει ο Μαύρος μου φτερά.

Όλη τη νύχτα αφρισμένος σπίθες θα χύνει, θα πετά, 55 γιατί θα ξέρει ο καημένος το θησαυρό που θα κρατά.

Και θα περάσουμε μαζί του χώρα και κάμπο και ποτάμι· στη χαίτη τη μεταξωτή του 60 θα γέρνει εκείνη σαν καλάμι.

Κάτασπρη θα ’ν’ η φορεσιά της, σκόρπια μαλλιά, σβηστή φωνή… Τα στήθη τα μισάνοιχτά της θα είναι γεμάτα ηδονή.

65 Θα μας φωτίζει το φεγγάρι, κι όποια νεράιδα μάς κοιτάξει θα φοβηθεί τον καβαλάρη που μια νεράιδα έχει αρπάξει.

Και όταν φθάσομ’ εκεί κάτω 70 εις του βουνού τη ρεματιά που τρέχει το νερό δροσάτο και λούζει μια γριά ιτιά,

εκεί στο έρημο ξωκλήσι, στον ίσκιο και στη σιγαλιά, 75 ο Μαύρος μου θα σταματήσει, εκεί θα στήσουμε φωλιά…

Του φεγγαριού τ’ αχνά τα κάλλη θα σβήσουν πίσω απ’ το βουνό, και η αυγούλα θα προβάλει 80 μαζί με τον αυγερινό.

Με της αυγούλας τις λαμπράδες γλυκά σφιχτά θ’ αγκαλιασθούμε… Χωρίς βοή, ψαλμούς, παπάδες, κει πέρα… θα στεφανωθούμε.

Ιανουάριος 1879 *