Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στον Francis James

(Από το γαλλικό του Charles Guérin)

Το σπίτι σου όλο, φίλε, με το πρόσωπό σου μοιάζει. Σα γένια κρέμεται ο κισσός, μια πεύκη το σκεπάζει σαν την καρδιά σου αιώνια νέα, αιώνια δυνατή, άνεμοι ας τη ρημάζουνε και πόνοι και υετοί. 5 Φαίνεται ο τοίχος της αυλής χρυσός από τα βρύα, στον κήπο χλόη ψηλώνει, ανθεί μια δάφνη, μια γαζία, κι είναι το σπίτι ένα φτωχό πάτωμα μοναχά. Πρώτη φορά την άνοιγα, θυμάμαι, και ακροαζόμουν σάμπως πουλιού κελάδημα την πόρτα σου να ηχά. 10 Ω Jammes, πριν από πολύ καιρό κοντά σου ερχόμουν, μα σ’ ήβρα καθώς σ’ έβλεπα πάντα στα ονείρατά μου. Ρεύανε, σβήνανε τα δυο σκυλιά πεσμένα χάμου, και πάνου απ’ το χαμόγελο το μελαγχολικό σαν κίσσα το καπέλο σου ήταν μαύρο και λευκό. 15 Έβλεπε το παράθυρο στοχαστικά το Μάη· νά τες οι πίπες σου, και μια βιτρίνα αντανακλάει μες στα βιβλία των ποιητών τον κάμπο που γελάει.

Φίλε, σαν εγεννήθηκαν, οι στίχοι θα γεράσουν, εκεί που εκλάψαμε θα ’ρθούν άνθρωποι να γελάσουν. 20 Όμως κανείς από τους δυο ποτέ μη λησμονεί μια μέραν όμορφη, γλυκιά σα φθινοπωρινή, τη μέραν όπου εδώκαμε τα χέρια στη φιλία. Μελισσουργούς ακούγαμε να κελαδάνε θεία, καμπάνες να βουίζουνε, τ’ αμάξια να περνούνε… 25 Ήταν Βαΐων Κυριακή όλη μελαγχολία. Εσύ, συντρίμμι από έρωτα, καθώς καλάμι που ’ναι στο κύμα μέσα ολόγερτο και κλαίει αγαλινά, εγώ, διψώντας να χαθώ σε πέλαα μακρινά, εκεί που δίχως τον πιλότο βάρκες τριγυρνούνε. 30 Με σκέψεις διαφορετικές όμοια συγκινημένοι, το γκρίζο νιώθαμε ουρανό πάνω μας να βαραίνει. Α, θά ’ρθω, θά ’ρθω σπίτι σου πάλι να κοιμηθώ; α, θά ’ρθω, ενώ τα βλέφαρα θα μου φιλεί τ’ αγέρι, να περιμείνω στα σκαλιά πάλι το πρώτο αστέρι; 35 και πάλι θά ’ρθω, γέρνοντας, σα μύρο να αιστανθώ να πνέει από ένα κίτρινο σωρό παλιών γραμμάτων τον έρωτα που σώζεται στην τέφρα των πραγμάτων; Είναι το παραθύρι σου κορνίζα που κρατεί βίλες, χωράφια, χιόνια, τον ορίζοντα πλατύ. 40 Στον κήπο ποιήματα σιγά διαβάζεις κάθε Μάη και το γαλάζιο τ’ ουρανού στην υδροχόη κυλάει. Φίλε μου, το σπίτι αρμονικό, θα ξαναρθώ ποτές;

Αύριον, οϊμέ! Καλύτερα να λέει κανείς για χτες. Δίχως πατρίδα μια ψυχή βαθιά μου όλο πεθαίνει. 45 Απόψε, μιαν απ’ τις φριχτά που υπόφερα βραδιές, ενώ του ηλιού που χάνονταν η δόξα ήταν χυμένη στη θάλασσα, τον ουρανό και στην ακρογιαλιά, κι ενώ οι αφροί μού πλένανε, οι ανέμοι, τα μαλλιά, σαν το χαλίκι μ’ έσερνε του ονείρου μου η ορμή, 50 επήγαινα, τα κύματα με φώναζαν, φωνή απόμακρου, παράξενου, λησμονημένου τόπου, και με πετράδι εχάραζα, λαμπρό σα φως ηλίου, φλεβάτο καθώς χέρι, την ημέρα εκείνην όπου πέρασα το κατώφλι σου, παιδί του Βιργιλίου.

[Charles Guérin]