Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή πρώτη
[XI]
Η Βρετανική Μούσα

α΄

Εάν τα ποσειδώνια κύματα, τον αυθάδη ναύτην απομακρύνωσιν από την πάτριον νήσον του 5 πριν έλθει η νύκτα·

β΄

Με ψυχήν πικραμένην ορθός επί την πρύμνην βλέπει επάνω εις την θάλασσαν την ησυχίαν χυμένην 10 και εσπέριον σκότος·

γ΄

Βλέπει τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια της γλυκεράς πατρίδος κεχρυσωμένα ακόμα 15 από τον ήλιον.

δ΄

Αλλ’ ήδη εις τα ερεβώδη λουτρά βαθέα της δύσεως του λαμπρού βασιλέως των αέρων εβούτησεν 20 η εσχάτη ακτίνα.

ε΄

Και αλλάζει, ιδού, αμαυρώνεται της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον νέας, ορφανής παρθένου, υγρόν υπό το σύγνεφον 25 της δυστυχίας·

ς΄

Τα λυπημένα ομμάτια του τότε αν σηκώσει ο ναύτης, βλέπει επάνω εις την χώραν του τρέμον και μεσουράνιον 30 το πρώτον άστρον.

ζ΄

Ούτως αν χάσει ο άνθρωπος το φως, και τον σκεπάσει μακάριον σκότος, βλέπομεν επ’ αυτόν ανατέλλον 35 άστρον ελπίδος.

η΄

Ω Βύρων· ω θεσπέσιον πνεύμα των Βρετανίδων, τέκνον μουσών και φίλε άμοιρε της Ελλάδος 40 καλλιστεφάνου.

θ΄

Πλεγμένα με τα φύλλα του μυστικού Ελικώνος της Υγιείας τα ρόδα χθες θαυμασίως εστόλιζον 45 την κεφαλήν σου.

ι΄

Χθες τον ουράνιον έτρεχε δρόμον ο ήλιος· χύνων τας πλέον λαμπράς ακτίνας το μέτωπόν σου αντέστραπτεν 50 ως αθανάτου.

ια΄

Σήμερον κείσαι, ως εύφορος πολύκλωνος ελαία από το βίαιον φύσημα σκληρών ανέμων κείται 55 εκριζωμένη.

ιβ΄

Σήμερον κείσαι, ω Βύρων. Και πού τα ένθεα έπη, πού είναι τώρα τα σύμμετρα πτερόεντα φωνήεντα 60 καστάλιε κύκνε;

ιγ΄

Θαυματουργοί φυσήσατε πνοαί του παραδείσου· σηκώσου, ω Βύρων, τίναξον μακρά από σε τον άωρον 65 μόρσιμον ύπνον.

ιδ΄

Ιδού της μουσοτρόφου Ευρώπης τα υπερέχοντα έθνη ακόμα προσμένουσιν, ακόμα την φωνήν σου 70 επιθυμούσιν.

ιε΄

Ιδού η Ελλάς σού ετοίμασεν όχι τον χρυσόν κύκλον τον τους κροτάφους φλέγοντα των αργών βασιλέων 75 ή των τυράννων·

ις΄

Αλλά στέφανον έτερον, στολήν ένδοξον, έντιμον, αξίαν νοός δικαίου, ανδρός αξίαν γενναίου 80 φιλελευθέρου·

ιζ΄

Στέφανον αιωνίων κλάδων αφθάρτων, λάμποντα όχι διά τους κροτούντας ποιητάς το μονόχορδον 85 της κολακείας·

ιη΄

Αμή διά σε τον εύτολμον λειτουργόν των παρθένων Ελικωνίων· φιλούσιν οι Μούσαι χείρα αμίαντον 90 και υψηλόν πνεύμα.

ιθ΄

Σε η Ελλάς ευγνώμων ως φίλον μεγαλόψυχον ζητεί να στεφανώσει, ως παρηγορητήν της, 95 ως ευεργέτην.

κ΄

Σηκώσου ω Βύρων… φίλε σηκώσου… λάβε, ω μέγα, λάβε το δώρον, ύμνησον του σταυρού τους θριάμβους 100 και της Ελλάδος·

κα΄

Ε! των θνητών οι ελπίδες ως ελαφρά διαλύονται όνειρα βρέφους· χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον 105 βάθος πελάγου.

κβ΄

Ο Βύρων κείται ως κρίνος υπό το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός· η αιώνιος, ω λύπη, τον εσκέπασε 110 μοίρα θανάτου.

κγ΄

Ανήρ κατά τον φύσεως νόμον τον άνδρα κλαίω· δεν χύνονται τα δάκρυα ματαίως επί τον τάφον 115 των ευδοκίμων.

κδ΄

Ότι αν φθαρτόν το σώμα πέσει, και τ’ άυλον πνεύμα των αγαθών και η φήμη νικήσουν ως η αλήθεια 120 το αέναον μέλλον·

κε΄

Αν χωριστή, μετέωρος επί την δέλφιον πέτραν αστράψει η λύρα, καύχημα Άγγλων και χαρμοσύνη 125 Αγηνορίδων·

κς΄

Ημείς όμως χηρεύομεν. Τας θλίψεις θεραπεύει, και άγει ο θρήνος εις άμιλλαν αρετής την φιλόδοξον 130 σποράν του ανθρώπου.