Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή πρώτη
[XI]
Η Βρετανική Μούσα
α΄
Εάν τα ποσειδώνια κύματα, τον αυθάδη ναύτην απομακρύνωσιν από την πάτριον νήσον του 5 πριν έλθει η νύκτα· β΄
Με ψυχήν πικραμένην ορθός επί την πρύμνην βλέπει επάνω εις την θάλασσαν την ησυχίαν χυμένην 10 και εσπέριον σκότος· γ΄
Βλέπει τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια της γλυκεράς πατρίδος κεχρυσωμένα ακόμα 15 από τον ήλιον. δ΄
Αλλ’ ήδη εις τα ερεβώδη λουτρά βαθέα της δύσεως του λαμπρού βασιλέως των αέρων εβούτησεν 20 η εσχάτη ακτίνα. ε΄
Και αλλάζει, ιδού, αμαυρώνεται της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον νέας, ορφανής παρθένου, υγρόν υπό το σύγνεφον 25 της δυστυχίας· ς΄
Τα λυπημένα ομμάτια του τότε αν σηκώσει ο ναύτης, βλέπει επάνω εις την χώραν του τρέμον και μεσουράνιον 30 το πρώτον άστρον. ζ΄
Ούτως αν χάσει ο άνθρωπος το φως, και τον σκεπάσει μακάριον σκότος, βλέπομεν επ’ αυτόν ανατέλλον 35 άστρον ελπίδος. η΄
Ω Βύρων· ω θεσπέσιον πνεύμα των Βρετανίδων, τέκνον μουσών και φίλε άμοιρε της Ελλάδος 40 καλλιστεφάνου. θ΄
Πλεγμένα με τα φύλλα του μυστικού Ελικώνος της Υγιείας τα ρόδα χθες θαυμασίως εστόλιζον 45 την κεφαλήν σου. ι΄
Χθες τον ουράνιον έτρεχε δρόμον ο ήλιος· χύνων τας πλέον λαμπράς ακτίνας το μέτωπόν σου αντέστραπτεν 50 ως αθανάτου. ια΄
Σήμερον κείσαι, ως εύφορος πολύκλωνος ελαία από το βίαιον φύσημα σκληρών ανέμων κείται 55 εκριζωμένη. ιβ΄
Σήμερον κείσαι, ω Βύρων. Και πού τα ένθεα έπη, πού είναι τώρα τα σύμμετρα πτερόεντα φωνήεντα 60 καστάλιε κύκνε; ιγ΄
Θαυματουργοί φυσήσατε πνοαί του παραδείσου· σηκώσου, ω Βύρων, τίναξον μακρά από σε τον άωρον 65 μόρσιμον ύπνον. ιδ΄
Ιδού της μουσοτρόφου Ευρώπης τα υπερέχοντα έθνη ακόμα προσμένουσιν, ακόμα την φωνήν σου 70 επιθυμούσιν. ιε΄
Ιδού η Ελλάς σού ετοίμασεν όχι τον χρυσόν κύκλον τον τους κροτάφους φλέγοντα των αργών βασιλέων 75 ή των τυράννων· ις΄
Αλλά στέφανον έτερον, στολήν ένδοξον, έντιμον, αξίαν νοός δικαίου, ανδρός αξίαν γενναίου 80 φιλελευθέρου· ιζ΄
Στέφανον αιωνίων κλάδων αφθάρτων, λάμποντα όχι διά τους κροτούντας ποιητάς το μονόχορδον 85 της κολακείας· ιη΄
Αμή διά σε τον εύτολμον λειτουργόν των παρθένων Ελικωνίων· φιλούσιν οι Μούσαι χείρα αμίαντον 90 και υψηλόν πνεύμα. ιθ΄
Σε η Ελλάς ευγνώμων ως φίλον μεγαλόψυχον ζητεί να στεφανώσει, ως παρηγορητήν της, 95 ως ευεργέτην. κ΄
Σηκώσου ω Βύρων… φίλε σηκώσου… λάβε, ω μέγα, λάβε το δώρον, ύμνησον του σταυρού τους θριάμβους 100 και της Ελλάδος· κα΄
Ε! των θνητών οι ελπίδες ως ελαφρά διαλύονται όνειρα βρέφους· χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον 105 βάθος πελάγου. κβ΄
Ο Βύρων κείται ως κρίνος υπό το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός· η αιώνιος, ω λύπη, τον εσκέπασε 110 μοίρα θανάτου. κγ΄
Ανήρ κατά τον φύσεως νόμον τον άνδρα κλαίω· δεν χύνονται τα δάκρυα ματαίως επί τον τάφον 115 των ευδοκίμων. κδ΄
Ότι αν φθαρτόν το σώμα πέσει, και τ’ άυλον πνεύμα των αγαθών και η φήμη νικήσουν ως η αλήθεια 120 το αέναον μέλλον· κε΄
Αν χωριστή, μετέωρος επί την δέλφιον πέτραν αστράψει η λύρα, καύχημα Άγγλων και χαρμοσύνη 125 Αγηνορίδων· κς΄
Ημείς όμως χηρεύομεν. Τας θλίψεις θεραπεύει, και άγει ο θρήνος εις άμιλλαν αρετής την φιλόδοξον 130 σποράν του ανθρώπου. |