Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή έκτη
[VI]
Εις Χίον

α΄

Ως ότε από το στόμα κρέμεται των θνητών αυλός λελυπημένος και η φωνή του με κόπον 5 τρέμουσα εκβαίνει·

β΄

Ως μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το βράδυ εισπνέει το τεθλιμμένον φύσημα μεσημβρινόν και φαίνεται 10 θρήνος ανθρώπων·

γ΄

Εις τον ηρημωμένον αιγιαλόν της νήσου ούτω φέρνουν τα κύματα και το παράπονόν τους 15 οι Ωκεανίναι.

δ΄

Τα γαλακτώδη μέλη των παρθένων της Χίου πλέον εσύ δεν ραντίζεις ω λαμπρόν του Αιγαίου 20 ιερόν ρεύμα.

ε΄

Όταν τα στήθη αφίλητα, θρίαμβος των Χαρίτων, βράδυ και αυγήν εδρόσιζες εκαταφρόνεις τότε 25 τα ρόδα ηώα.

ς΄

Τώρα χηρεύεις, τώρα τους βαρβάρους θαλάμους υπηρετούν, μιαίνονται τα κάλλη των παρθένων 30 θεοειδέων.

ζ΄

Εκεί όπου η πανήγυρις των Μουσών της Ελλάδος άναπτε τα πυρά, και των ποδών εσήμαινε 35 τ’ άλυπον μέτρον·

η΄

Υβριστικά, υπερήφανα τύμπανα ακούω· και βλέπω την Ναβαθαίαν· εις αίμα βαμμένη επί τους πύργους 40 αεροκινείται.

θ΄

Θλίβει ο καπνός το διάστημα γαλάζιον των αέρων· ούτως εις την ομίχλην του θανάτου, μειδίασμα 45 πνίγεται νέον.

ι΄

Πόσους ναούς που εδέχοντο τας πτερωτάς της πίστεως προσευχάς και τα δώρα· πόσους βλαστούς σοφίας, 50 πόσας ελπίδας·

ια΄

Ε, πόσους πνέοντας έρωτα θαλάμους, τώρα η φλόγα βαρβάρως κατατρώγει· μισητόν ολοκαύτωμα 55 ενός τυράννου.

ιβ΄

Στεναζούσης νυκτός και του βαθέος άδου τρομεραί θυγατέρες, εσάς φωνάζω, εσάς 60 τας Ερινύας.

ιγ΄

Τί ακαίρως τα βασίλεια σκοτεινά κατοικείτε του ύπνου; ν’ αποσπάσετε τα δεσμά των ονείρων 65 τί αργοπορείτε;

ιδ΄

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον των μεγάλων πτερύγων φέρετ’ εδώ· κοιτάξατε, σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον 70 καρδίαν τυράννου.

ιε΄

Τας λαμπάδας αυτού τινάξατε, αυτού ρίψατε βροχήν πεπυρωμένην, αυτού Ερινύες πετάξατε 75 χιλίας εχίδνας.

ις΄

Ο μιαρός, την μάχαιραν… ανατριχιάζω… τρέμουσι τα δάκτυλά μου… μίαν προς μίαν εσύντριψα 80 τας χορδάς όλας.

ιζ΄

Ω λαιμοί των αθώων παιδιών μας, ω πλευρά σεβάσμια των μητέρων, γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα 85 αθλίως βρεγμέναι!

ιη΄

Εκδίκησιν ζητείτε; η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι τους ληστάς δεν αφήνουν 90 ατιμωρήτους.

ιθ΄

Αν φύγωσι το δρέπανον θανατηφόρον, φάρμακα επί τα χείλη ευρίσκουσι του υμεναίου, και δράκοντας 95 εις τα ποτήρια.

κ΄

Οι φοίνικες ξηραίνονται της Ειλειθύιας· βαρύνεται επάνω εις την καρδιάν των το σκότος της νυκτός 100 ως πλάκα τάφου.

κα΄

Όχι φως και χαράν, αμή φλογώδεις άκανθας βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος, και η γη σχισμένη δίδει 105 αίματος βρύσεις.

κβ΄

Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;.. τί λέγω;.. τιμωρίαν αληθινήν και μόνην, φρικτήν, οι μιαροί 110 έχουσιν άλλην.

κγ΄

Την ένδειαν της γλυκείας γαλήνης των δικαίων.— Ας ερημώσει ο πόλεμος την Ελλάδα πριν εύρει 115 της Χίου την μοίραν.

κδ΄

Όμως αν μιμηθεί το σκληρόν, την οργήν παμμίαρον των εχθρών της, ας γένει, ας γένει μίσημα 120 παντός του κόσμου.

κε΄

Τί είπον!.. διασκορπίσατε άνεμοι τους δυσφήμους λόγους· ω των αγγέλων πάτερ και ανδρών, βοήθησον 125 συ την Ελλάδα!