Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος]

.........................................

Των αφριζόντων εκατόν χαράδρων, αλλ’ ότε ο χρόνος την ισχύν τοις δώσει των μεγάλων πτερύγων και ο πατέρας τα δείξει τους πλατέας δρόμους του αέρος 5 κατ’ οφθαλμών πετάουσι του ηλίου, και από του ύψους υποκάτω αφόβως τους θυμωμένους κεραυνούς κτυπούντας την ανήσυχον θάλασσαν ορώσιν Των προπατόρων μακαρία ημέρα, 10 ως αστραπή διέβης. Το «μη δούλοι αλλά τέκνα μου» εβόα ο Μεγαλόψυχος και η των λαών χαρά και η ανδρεία και η χρυσουργός φιλοπονία συμπλέξασα τα άφθονα χαρίσματα της φύσεως, 15 μετά πλουσίων εστόλιζον στεφάνων τα δενδρώδη βουνά, όπου το πρώτον η Αθηνά εφύτευσε τον κλάδον προσφιλή της ειρήνης· οι ποιμένες εις την σκιάν, του κόπου θεραπεία, 20 υπό τα φύλλα ελεύθεροι αναπαύοντες την αρμονίαν της σύριγγος γλυκείαν, ζωοποιούντες έβοσκον τας μάνδρας, και της υποκειμένης σιγαλέας πεδιάδος εθαύμαζον το πλήθος 25 των θεριζόντων, και το μέγα επάγγελμα της καρποφόρου νεοθαλέος αμπέλου. Αντίζηλος η θάλασσα εις τον κόλπον του ευρυχώρου γαληνού Πειραίως τους κωπηλάτας φοινικέους συνήθροιζε, 30 και χίλια πλοία εκχύοντα εις την άμμον τους θησαυρούς του αιγυπτίου Ερμάωνος και της γης μακαρίας των Αράβων τα αρώματα έντιμα δωρούντα. Χαίρε, ω Ελλάς, των Ολυμπίων φροντίδα, 35 όταν έψαλας ύμνον εις τας Μούσας, βασίλισσα ευτυχής, υπό το πέπλον πολυτελή χαρίσματα τοσαύτα επισωρεύσασα έκπληττες τον κόσμον. Των Περσών φθονερά ήλθον τα νέφη 40 και σκοτεινά. Ως πνεύμα του θανάτου σβένον το αγαπητόν φως της ελπίδος και το ιστίον βαρύ της αιωνίου νυκτός απλώνον, τραγωδεί αμέτρως και βραδέως του μέλλοντος τον φόβον. 45 Ούτως τα ιρκάνια πλήθη εις την Ελλάδα εχώρουν υπερήφανα διψούντα από αρπαγμών και αίματος και δόξης· αλλ’ η δάφνη της Χίου η στεφανώσασα την θαυμαστήν ανδρείαν του Πηληίδου 50 εβλάστανε υψηλή υπό τον ήλιον και οι ολύμπιοι Ζέφυροι την θείαν άφθαρτον ευωδίαν αποκινούντες το Μαραθώνιον δάσος, και το στόμα των Θερμοπυλών και το κύμα εγέμισαν 55 της λαμπράς Σαλαμίνος. Όθεν κι έτι η φωνή αιωνία του αέρος τας αθανάτους νίκας μελετάει. Και καθώς όταν κλέπτης πλησιάσει όπου ευρίσκει την πολλήν κηρήθραν 60 αι φιλόπονοι μέλισσαι πετάονται από των σίμβλων έξω εις τον αέρα και διά το μέλι πολεμάουν και οργίζονται, πληγωμένος αφήνει τας ελπίδας και φεύγει ο κλέπτης· ή καθώς οι σκύλοι 65 τρέχουσι και ευρόντες την σπηλαίαν όπου αναπαύει ο λέων, εκεί βαβίζουσιν, αλλά εκβαίνει το θηρίον και ρίχνεται εις το μέσον και πέντε θανατώνει και φοβισμένοι φεύγουσιν οι άλλοι 70 μέσα εις τα δάση· ουκ αλλέως οι νέοι των Αχαιών απόγονοι εκπηδούντες από των πύργων των πατρώων εχύθησαν επί τα πλήθη των εχθρών· αιτία όθεν ολίγαι των Περσών γυναίκαι 75 στρεφομένους εφίλησαν τους άνδρας· και λάμπει και την σήμερον η δόξα της αειμνήστου ανδρείας των προπατόρων, εμψυχώνει καθ’ έθνος, και το δίκαιον και η σοφία κάθονται επί θρόνους 80 ών άντικρυ ο βωμός της ευτυχίας

................................
................................

δότε εις πάντας τιμήν τους ομοιάζοντας

.................................

(Σ.τ.Ε.) Μετά τον στ. 8 διαγραμμένοι οι στίχοι (δεν περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα αναζήτησης του συμφραστικού πίνακα λέξεων της Ανεμόσκαλας):


Ενώ τα αττικά πλήθη εφοβούντο
νηπιωδώς το βλέμμα των τυράννων
πυκνή ομίχλη εσκέπαζε την λάμψιν
της αληθείας· και του Βορέως το πνεύμα
το σοβαρόν νουθέτημα της δίκης
διασκορπίζον, τυραννία εκράτει.
Αλλ’ αι ουράνιαι κόραι από του όρους
ήλθον, και ευθέως κάθε ψυχή την ζήσιν
της ζωής ελευθέρου αισθανθείσα
τον δίκαιον Ερεχθέα εμιμείτο·
αι μάστιγες ευθύς και αι αλύσεις
εσπάσθησαν και η γη εκαρποφόρει


[Το «απόσπασμα άτιτλου ποιήματος» έμεινε αδημοσίευτο και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960 (βλ. εδώ το εισαγωγικό σημείωμα). Οι ερευνητές το τοποθετούν χρονολογικά γύρω στα 1820-1821, αλλά χωρίς ασφάλεια, ενώ έχουν προταθεί και προγενέστερες χρονολογήσεις].