Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

Απ’ τον άλλον κόσμο

Δεκάξι χρόνων κι άριστα! Ο καιρός μονάχα μέλλον, μέλλον μονάχα! Όλης της πλάσης η παλιά ιστορία άρχιζε τώρα κι από μένα πρώτα!… Ξημερώνει η πρώτη σήμερις αυγή ανοιξιάτικη. Ό,τι αγγίζει 5 ο μέγας ήλιος γίνεται χρυσάφι κι απομένει. —Ξύπνα, παιδί μου, για να ιδείς πρώτη φορά τον κόσμο κι άκου ψηλά το σκορδαλό να κάνει τον Αιώνα μια μοναχά στιγμούλα και την Απεραντοσύνη του Παντός μιαν ασάλευτην τελεία γεμάτην αίμα! 10 Όλα δικά σου κι από σέν’ αρχίζουν σήμερα όλα!…

Έτσι άξαφνα με στέφανα με γέλια και τραγούδια, Απρίλη απριλοφόρετε, στο Θάνατον εμπήκες!

Και μαζευτήκαν σοβαροί φίλοι και συγγενήδες να λάβουνε βουλή (καθώς οι γι άνομοι γ’ Εβραίοι, 15 σαν ήταν να σταυρώσουνε τον «μέγαν βασιλέα») ν’ αποφασίσουνε για μέ τί προκοπή θα κάνω για να τιμήσω το χωριό, το σόι, τον εμαυτό μου κι όχι να μοιάσω σαν τ’ αδέρφια τους Δημητρουλέους λιμοκοντόροι που ’τρωγαν τα έτοιμα του γέρου!…

20 Με το κοκκινογένι του και με τα λίγα λόγια ήτανε πρώτος ο κυρ Νίκος, του Ηρακλή ο πατέρας· ο φαμπρικάντης έπειτα Γκινέλης, με το πρώτο παγοποιείο σ’ όλη τη γης ετότε του λεβάντε, που δούλευεν ολημερίς κι έπινεν όλη νύχτα 25 κάθε σκαλί μισήν οκά, κάθε μισήν τραγούδι· ήτανε και της εκκλησιάς ο επίτροπος με φέσι, όλοι να πουν τη γνώμη τους, την πιο καλή ο καθένας!

—Να γίνει δάσκαλος με ομπρέλα του ήλιου και σοφία, για να μαθαίνει στ’ «άρρενα» τα ελληνικά τα γνήσια! 30 —Γιατρός να γίνει με ψηλό καπέλο και βελάδα να τονε σέβονται οι γεροί, να τον ποθούν οι αρρώστοι. —Να γίνει με χρυσή κορόνα και στολή δεσπότης να σαλαγάει το «ποίμνιον», το Θεό να διαφεντεύει!

Κι εγώ; Σα με ρωτήσανε: —«Σκαφτιάς θέλω να γίνω, 35 να ζω δεμένος με τη γη, με τα νερά, τον ήλιο, μονάχος σε παντοτινή μονάξια και λησμόνια, χωρίς φαμίλια πλάγι μου, νοικοκυραίους αντίκρα!

Μα ουδέ σκαφτιάς εγίνηκα, μόνε γραφιάς «του δρόμου»! Του στοχασμού, της λευτεριάς την ανηφόρα πήρα 40 κι άλλοι απ’ το πλάι προφταίνανε και τερματίζαν πρώτοι, μα σα γυρνούσα να τους δω, πίσω τούς έβλεπα όλους ή και καθόλου — όσο μπορεί το τίποτα να δείχνει!

Σαν ήρθε ο ξένος κουρσευτής, ευτύς μαζί του οι πρώτοι πρώτοι στα νιτερέσα τους, στην ατιμία πιο πρώτοι! 45 Μαζί του κάνανε τα μπλόκα, φανερά ή με μάσκα! Και σ’ ένα μπλόκο μου ’τυχε κι εγώ να γίνω πρώτος, ο πρώτος που σκοτώθηκε! Με βάλανε στο κάρο και μου κρεμάσαν στο λαιμόν ένα τσιγαροκούτι, που ’γραφε απάνου κεφαλαία: «πολλές φορές προδότης»! 50 Κι όταν ξυστά με πέρναγαν μπρος στον Κολοκοτρώνη, για να με παν βροντοχτυπώντα στο Νεκροτομείο, κανείς δεν τόλμαγε να ιδεί μην τονε πουν συφταίχτη! Νά κι άλλο κάρο πίσω μου και τρίτο πίσω απ’ τ’ άλλο, όλο «προδότες» κεφαλαίοι με το τσιγαροκούτι! 55 Τί δράμ’ αστείο, σαν τρέχανε για να θαφτούνε κάπου οι ζωντανοί πιο βιαστικά κι από τους σκοτωμένους!

Κι ύστερα, μετά θάνατον, μου ’στειλε η Προεδρία να με ρωτά: —«Πόσες τιμές και πόσες διακρίσεις είχ’ ώς τα τώρα»! —«Μια και μόνη, το τσιγαροκούτι»!