Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

Η Γυναίκα

I

Πόσες φορές σε κάλεσα κι όχι για μένα, Θε μου! Λείπεις από τον τρίσβαθο ουρανό και μέσαθέ μου.

Του Τέκνου σου που δέχτηκες το γαίμα να σε βάψει, ποιά σου βουλή στο λάκκο αυτό σωρό μάς έχει θάψει;

5 Κρίμα δικό μας ή βουλή δικιά σου, τί μας μέλει! Ελέησε και γρηγόρεψε του καθενού τα τέλη.

Ω γυναικούλες, που ποτές δεν είδε μάτι ξένο, στήθη βγαλτά κι ώς την κοιλιά φουστάνι ανασυρμένο!

Ο πεσημός σου είναι πολύς, όσο πολλοί ’ναι οι πόνοι, 10 πικρή ψυχή, που όσο βυθάς, τόσο η ντροπή στομώνει!

Ω δίχως δάκρυ κλάηματα και δίχως βόγκο αγκούσα! Για της ζωής την ξαγορά τί να δεχτώ μπορούσα!

Δεν το ’ξερα τόσο πολλοί κι αργοί οι θανάτοι να ’ναι! Οι πεθαμένοι αποβραδίς για νέα θανή ξυπνάνε!

15 Δεν είναι οι πόνοι, που πονώ, κι η πείνα, που με κόβει, εσάς φοβάμαι, της νυχτός μεγαλωμένοι φόβοι!

Ώς με το νώμο ξύλιασε το χέρι, που σε σφίγγει, παιδάκι μου, με τ’ ανοιχτό, καθώς πουλιού, λαρύγγι.

Και συ σιωπάς μες στην κοιλιά, σπόρε, που όλο σκιρτούσες. 20 Ω δίχως δάκρυ κλάηματα και δίχως βόγκο αγκούσες!

II

Φτερούγας άξαφνης συρμένε αθέρα στο κορμί μου, ερωτικό ανατρίχιασμα, ποιός σ’ έχει στείλει; Κοίμου,

πικρή ψυχή, σαν άλλοτες, και στ’ όνειρό σου ιδές τα τα περασμένα στην παλιά, καλοσυνάτη ζέστα!

25 Κρεβάτι εσύ, όπου γνώρισα το μέγα σκίρτημα, άξο της Άγιας Τράπεζας μικρή αδερφή να σε φωνάξω·

πάτωμα με νωπό φουσκί και μ’ άχερα στρωμένο, προσηλιακό παράθυρο με τζάμι ραγισμένο·

στο παραγώνι κρεμαστή φασκομηλιά απ’ το δάσο 30 κι έτοιμη ευωδερή φακή, για να την κατεβάσω.

Και να σε βλέπω να γυρνάς, καλέ μου, απ’ το χωράφι, μπροστά σου βόδια κόκκινα, πίσω ουρανός χρυσάφι.

Στη σιδερήν αγκάλη σου, γεμάτη νότια κρύα, να γεύομαι σκλάβα πιστή την άγια ελευτερία.

35 Κι όπως χορεύεις αψηλά στα μπράτσα σου τ’ αγόρι να βλέπεσαι περήφανος στο γελαστό του θώρι.

Ούτε περσότερη χαρά κι ούτε πιο λίγον πόνο, άλλο δεν ελαχτάρησα, φωλιά μου, εσένα μόνο.

Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε. 40 Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

45 Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι. Ειρήνη! ειρήνη! φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι.

...................................

Στον ουρανό σου κρούσταλλο, με ποιόνε να ’σαι, Θε μου; Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραίνει; Πε μου!