Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τηνε βλέπει κανείς.
Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το δεξιό τον ώμο τής φανερώνει —λαχτάρα και καημός!— τη μισή πλάτη κι ολάκερο το στήθος.
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.
·

Η Μαγδαληνή

Μες σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ’ τις μουσικές κι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα, στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δαγκώναν σαν οχιές· 5 στην κρυσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.

Στην τεσσεροβασίλευτη Γιουδαία εγώ ’μουν η Πηγή: του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα. Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη, σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή. 10 Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…

Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια. Και μου τινάζαν άξαφνα τ’ αγνώστου φόβοι την καρδιά και μου κοβόταν η αναπνιά μες σε φορέματα φαρδιά — 15 απ’ του Θριάμβου την κορφή μακριά ’βλεπα συντέλεια.

.............................................................

Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά σιγά… Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο! Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά. Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά 20 κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.

Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ. Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ώς τώρα. Την ευτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό, τη λευτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό 25 και την υπέρτατ’ ηδονή στον πόνον,— άξια γνώρα.

Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια) τα βήματά σου ακλούθησα, που κι αν τα σβηούσε ταχτικά στον άμμ’ ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά 30 για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια.

Πράματα νέα δεν έλεγες κι ούτε, με λόγια νέα, παλιά. Από πολλούς κι από καιρούς ολά ηταν ειπωμένα. Μα ’χες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιά κι όλα για σένα (κι άψυχα κι ανθρώποι) διάφανα γυαλιά 35 και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα — και για μένα!

Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί) δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή, εγώ μονάχα το ’νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή, 40 πόσο Χριστέ ’σουν άνθρωπος! Κι εγώ θα σ’ αναστήσω!