Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Προς τους υπέρ της Γαλλίας μαχομένους εθελοντάς

Παράφρασις
της προς τους Έλληνας εθελοντάς ωδής
του Laprade *

Καλώς τα Ελληνόπαιδα, που δε μας λησμονούνε, κι οπού έρχονται χαρούμενα με μας να σκοτωθούνε! Άλλοι είχαν ψόφια την καρδιά, τα νεύρα παγωμένα, κι αφού τους ζωντανέψαμε, με μάτια τρομασμένα 5 τώρα κοιτάζουν, οι δειλοί, το ψυχομάχημά μας, ακούν σαν άγρια θάλασσα να βόγκουν τα αίματά μας κι αχάριστοι καμώνονται πως ούτε μας γνωρίζουν και σκιάζονται κι αχνίζουν!

Παλιά πρωτοπαλίκαρα της λευθεριάς, περνάτε! 10 Τροχίσετε τα νύχια σας, σταυραϊτοί, πετάτε! Θα πολεμήσομε μαζί, θα συναδελφωθούμε, είναι τιμή και δόξα μας με σας να ματωθούμε. Μες στο βαθύ σκοτάδι μας, στη μαύρη την ερμιά μας, το πέρασμά σας έλαμψε στ’ άχαρα βλέφαρά μας 15 σαν ουρανοκατέβατη κι ανέλπιστη μια αχτίδα, παιδιά του Λεωνίδα.

Καλώς, καλώς μάς ήλθετε! Ας είσθ’ ευλογημένοι! Ελάτε να μας δείξετε πώς πρέπει να πεθαίνει, για να ξυπνήσει αθάνατο, κάθ’ άξιο παλικάρι. 20 Έλα, Νικήτα, Μπότσαρη, έλα και συ, Κανάρη, που ελάτρεψα στη νιότη μου, ελάτε να μας πείτε πώς διώχνουνε το βάρβαρο. Για μας αναστηθείτε… Ευλογημένη η μνήμη σας! Τρεχάτε! Μη δεν είναι βυζάστρα μας αι Αθήναι;

25 Εκείθε που ’λθετε σ’ εμάς είχε φανεί μια μέρα το πρώτο γλυκοχάραμα στον σκοτεινόν αιθέρα του κόσμου του θεότυφλου· την άγια σας λαμπάδα, ότ’ είχε πνίξει της σκλαβιάς η νύχτα την Ελλάδα, εμείς την εγλιτώσαμε· τρεχάτε πριν τη σβήσουν 30 άσπλαχνοι, μαύροι δαίμονες, πριν την ποδοπατήσουν, να την αρπάξετε, παιδιά! Θα ’ναι διπλή τιμή σας, γιατ’ ήτανε δική σας!

Για σας τα βόλια, ο θάνατος, χαρά και πανηγύρι· για μας το κάθε μνήμα σας θα να ’ν’ προσκυνητήρι. 35 Κι επάνω από την πλάκα σας δυο έθνη αδελφωμένα θα να ’ρχονται να ρίχνουνε στεφάνια συμπλεγμένα με του παλιού μας ρουπακιού τα πράσινα κλωνάρια και με τις δάφνες του Υμηττού τ’ αθάνατα βλαστάρια. Χαρά στη γη που εβύζαξε, παιδιά, τα αίματά σας, 40 θα μοιάσει στην ανδρειά σας!

Ω παλικάρια ανήμερα! το δάκρυ κι η λαχτάρα μου σβουν, μου πνίγουν τη φωνή… έχ’ η ψυχή μου αντάρα… Εγώ φτωχός κορυδαλλός, θαμμένος μες στα χιόνια, με τί τραγούδι να δεχθώ τους κύκνους και τ’ αηδόνια! 45 Και με τί λάλημα γλυκό να πω στην οικουμένη πόσο βαθιά η αγάπη μας θα μείνει ριζωμένη; Καλώς τα, που ’λθαν με χαρά για μας να σκοτωθούνε και δε μας λησμονούνε!

Τί βλέπω;… ανοίγει ο ουρανός… Στα φωτεινά λημέρια 50 ψυχές μεγαλοδύναμες, π’ αστράφτουν σαν αστέρια, συναπαντιώνται αδελφικά και γέρνουν το κεφάλι και μας θωρούν από ψηλά… Η μια φιλεί την άλλη… Εκεί Βαγιάρδος, Αχιλλεύς, Σωκράτης, Λαμαρτίνος, Φειδίας, Πλάτων, Όμηρος… Εκεί ’ναι κι ο Ρακίνος, 55 που εμπρός στο γερο-Αισχύλο σας τα γόνατά του κλίνει κι όπου φωνάζει προς εμάς: Παιδιά μου, ευγνωμοσύνη!

[1873]; *
[Victor de Larpade]