Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Άσμα Τρίτον

Δεν είναι κρίμα, στο γιαλό του ποταμού απλωμένο να σέρνεται το κύμα του θολό, χορταριασμένο, κι αντί να στεφανώνεται με την ανεμοζάλη και να κρατεί περήφανο τ’ ολόξανθο κεφάλι, 5 να ’ναι καθρέφτης τ’ ουρανού, και σαν ελεημοσύνη στην αρμυρή τη θάλασσα τη γλύκα του να χύνει — δεν είναι κρίμ’, ακίνητο, απ’ την κορφή στα βάθη να ’ναι ντυμένο νεκρικά νεροφακές και ψάθη;…

Δεν είναι κρίμα, τ’ άλογο, π’ ανήμερο πουλάρι 10 μια μάν’ ανεμοπόδαρη φωτιά με το μαστάρι το πότισε στην έρημο, που τὄβαψε το νύχι στον άμμον τον αράπικο, και το ’δωσ’ έναν πήχη βαθιά τη χαίτη στο λαιμό για να την ανεμίζει, κι ελεύθερο, ανυπόταχτο, να φεύγει, ν’ αρμενίζει — 15 δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;…

Του λόγγου τ’ αγριοδάμαλο, πὄμαθε να πληγώνει τα δέντρα με τα κέρατα, και να ’χει το πλατόνι και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι, 20 το Λούρο, τ’ Ασπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη, να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται, δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ’ αχούρι να κυλιέται, ν’ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπούν οι ζάθοι, και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

25 Κρίμα δεν είν’, ο σταυραϊτός, που στα μικρά του νιότα συνήθιζε μισουρανίς τα φλογερά του χνότα, τη φοβερή του τη ματιά, να σμίγει με την πύρη και με τη λάμψη του ηλιού, κι οπού είχε πανηγύρι να παίζει με τα σύγνεφα και με τ’ αστροπελέκι — 30 δεν είναι κρίμα, γέροντας, στο βράχο του να στέκει, να σέρνει τα φτερούγια του, και να παραμονεύει πότ’ ένα φίδι θα διαβεί, να φάγει όταν νηστεύει;…

Δεν είναι κρίμα, δυο στοιχειά, ο Φωτεινός κι ο Φλώρος, που πεταχτά δρασκέλιζαν από το Μέγα Όρος 35 ώς την κορφή του Σύκαιρου, κι οπού είχανε σεντόνι τη νύχτα το δροσόπαγο, προσκέφαλο το χιόνι, π’ άλλη δε γνώρισαν στρωμνή παρά χλωρά γρυπάρια ούτ’ άλλη ελάβαν σκεπαστή παρ’ άγρια πρινάρια, τώρα να λεν για πόλεμο και να μιλούν για νίκη 40 στρωμένοι επάνω στη γωνιά, των Σφακιωτών οι λύκοι;

Γεράματα! Γεράματα! Ποιά θέληση, ποιό χέρι μες στη λαμπάδα της ζωής φυτεύει τ’ αγιοκέρι; Και ποιά ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης κρυφά το νεκρολίβανο με τον ανθό της νιότης; 45 Γιατί τα πρώτα σπάργανα που προφυλάν τα φύτρα, γιατί να ’ναι και σάβανα; Μνήμα γιατί ’ν’ η μήτρα;… Αυτός ο άφαντος τροχός, τ’ ακοίμητο ανεμίδι, να ’ναι βαθύ μυστήριο ή τυχερό παιγνίδι;…

Φωτεινός

Πιε, Φλώρο, ακόμα μια φορά. Μ’ αυτό το κεροπάτι 50 θα ν’ ανασταίνοντο οι νεκροί αν έπιναν κομμάτι. Δώσ’ μου κι εμ’ ένα δάχτυλο… Χτύπα το… Στην υγειά μας και να ’ναι καλορίζικα τ’ άχαρα τα παιδιά μας.

Φλώρος

Αμήν… Ο Θεός κι ο λόγος σου… Πού του ’χες κλειδωμένο παρόμοιο εφτάψυχο θεριό; Γιά ιδές, το ευλογημένο 55 αναφτεριάζει στο γυαλί… Μά την ιεροσύνη και τη χρυσή του κοινωνιά, το πίνω και με πίνει.

Φωτεινός

Μάντεψε την πατρίδα του.

Φλώρος

Οι Κεχρινές κι η Δάφνη· έχει πατέρα πατρινό και μάνα μαυροδάφνη.

Φωτεινός

Αλήθεια… δεν ελάθεψες… έχεις ψιλή τη μύτη 60 κι αμπελουργό στο στόμα σου σοφόν το σταφυλίτη. Με τη Θοδούλα σύχρονο, του ’χα, Χτενά μου, τάμα, στο γάμο της ν’ ανοίξομε το μυστικό μου ανάμα. Τ’ αμπέλια, που μελέτησες είναι προικιό δικό της και το χωράφι στην Καλή, οπού ’ναι μητρικό της 65 και το λαχίδι στου Ζαχιά και τ’ άλλο στο Σπαθάρι κι εξήντα γιδοπρόβατα και το ’να το ζευγάρι από τα δυο που εγκαίνιασα, και τρεις ελιές στο Φάσο κι όσο θελήσει κινητό κι ό,τ’ άλλο ώς τότε μάσω και την καρδιά μου ολάκερη…

Φλώρος

Φτάνει δα τώρα, φτάνει! 70 κι εξεζορκιάστηκες μεμιάς… Δεν την κρατείς την στάνη, μηn τηνε θέλει ο Μήτρος σου;… Έχομε… δε μας μέλει.

Φωτεινός

Ό,τι θελήσω, Φλώρο, εγώ, κι ο Μήτρος μου το θέλει.

Φλώρος

Και πότε το στεφάνωμα;

Φωτεινός

Γλήγορα… σ’ ένα μήνα· την Κυριακή τ’ αϊ-Θωμά… Αν έλειπαν εκείνα 75 που ξέρεις τ’ ανταριάσματα, θ’ άφηνα το χειμώνα να γίνει το στεφάνωμα και τώρα η αρραβώνα… Μου ’ναι βαρύ, πολύ βαρύ, από μιαν ώρα σ’ άλλη, κι όταν το συλλογίζομαι, Χτενά, με πιάνει ζάλη, να φύγει εδώθε αυτό το φως, και στα γεράματά μου 80 αδρόσιστη κι αφώτιστη να μαραθεί η καρδιά μου. Αλλά θα ζήσομ’ ώς εκεί;… Τ’ αγέρι που θα σείσει του δέντρου, Φλώρο, τα κλαριά, δεν ξέρει να μετρήσει πόσοι καρποί θα ρέψουνε…

Φλώρος

Του Χάρου είν’ η σκουτούρα. Το πρόβατο δεν καρτερεί παρά λεπίδι ή κούρα. 85 Αν είναι δίκαιος ο Θεός, δε θα μας παραιτήσει… Δώσ’ μου να πιω μια καταψά… Εμπρός… κι ας κατακλύσει… Να ζήσουν τα παιδάκια μας! να ’χουνε καλή τύχη και να μη δούνε, Φωτεινέ, βλάψιμο σ’ ένα νύχι!

Φωτεινός

Και να μη δούνε βλάψιμο! και να ’χουν καλή μοίρα! 90 όταν το Γένος τήκεται, όταν η γη μας στείρα τρώγει, χορταίνει λείψανα, για να ξερνά σαπίλα! Ρίξε το μάτι ολόγυρα! Τύφλα παντού, μαυρίλα. Δούλοι οι πατέρες μας ψοφούν, παιδιά γεννιώνται δούλοι, σκουλήκια που δικάστηκαν θαμμένα στο κοκούλι, 95 να μην ιδούν ποτέ φτερά… Ποιός θά βρει τ’ αντικλείδι ν’ ανοίξει το κιβούρι μας;… Σπορά με σιναπίδι και με σκαθάρι κλήματα, κι ανθρώποι που δουλεύουν κι έχουν το ρόζο του ζυγού, ποτέ δεν προστελεύουν… Αυτή θα να ’ν’ η μοίρα τους. Χτενά, μην παιδιαρίζεις, 100 μη θέλεις με γλυκόλογα να με καλοκαρδίζεις.

Φλώρος

Εγώ δεν είμαι σαν εσέ. Και μην ο Θεός το δώσει αυτό το μοιρολόγι σου ποτέ να φαρμακώσει ή των παιδιών μας τη χαρά ή την παλιά μας πίστη. Μες στην καρδιά μου, Φωτεινέ, το νιώθω, δεν εσβήστη 105 το φως που μ’ άναψες εσύ, κι όσον καιρό κι αν ζήσω, την πρώτη σου τη διδαχή δε θα τη λησμονήσω. Μὄλεγες τότε, Φωτεινέ, να ’ρθώ κι εγώ μαζί σου ν’ ακολουθήσω στα βουνά την τύχη τη δική σου και μ’ έφερες και μ’ όρκισες εις τη Φανερωμένη 110 να μην αφήσω τ’ άρματα ωσότου θ’ απομένει Φράγκος σ’ αυτά τα χώματα. Τότε κι εγώ σκιασμένος σου ’πα: «Πώς είναι δυνατό να ξεσπερμέψει ο Ξένος, που φύτρωνε σαν κύπερι και σαν την αγριάδα κι απ’ άκρη σ’ άκρη αβρύαζε κι έπνιγε την Ελλάδα, 115 μ’ αυτά τα δέκα δάχτυλα και δυο παλιολεπίδια;» Και συ μ’ απιλογήθηκες μ’ αγριεμένα φρύδια και μ’ οργισμένη τη φωνή: «Ποιός άξος πεζοδρόμος εδείλιασε πριν κινηθεί, Χτενά; Ποιός οργοτόμος στο θέρισμα λογάριασε τα στάχυα που θα κόψει;» 120 Κι εγώ βουβάθηκα ο φτωχός. Πώς τώρα μ’ άλλην όψη θωρείς του Γένους τη νυχτιά; Μην τώρα δεν πιστεύεις πως θά ’ρθει και ξημέρωμα; Γιατί με μαρτυρεύεις; Ποιός πόνος να σ’ εμούδιασε την ώρα, την ημέρα που πλάκωσ’ η εκδίκηση;…

Φωτεινός

Ο πόνος του πατέρα. 125 Μου ’τανε τότ’ αγνώριστος και τώρ’ αυτό το δώρο, που μὄφερ’ η Θοδούλα μου, τώρα το νιώθω, Φλώρο, οπού μου ζώνει την καρδιά και που ζευγαρωμένο μ’ εκείνο τ’ άλλο το στοιχειό, την έχθρα για τον Ξένο, μου σκοτιδιάζει κάποτε, Χτενά, το λογισμό 130 και βλέπω μαύρα τ’ άστρα μου, θολόν τον ουρανό. Αλλ’ είμ’ εκείνος που ’μουνα! Ωσότου να γεννήσει μικρό κυπαρισσόμηλο μεγάλο κυπαρίσσι και το φυτό γίνει δεντρί και το δεντρί κατάρτι, που να κρατεί το σίφουνα, Χτενά, σε κάθε ξάρτι, 135 πολλές θα λιώσουν γενεές. Το ξέρω και πιστεύω ότ’ άλλοι θά ’ρθουν να χαρούν το σπόρο που φυτεύω. Το νυχτοπούλι κυνηγά και κλέφτει και σκοτώνει όταν η νύχτα είναι βαθιά… ο ήλιος το θαμπώνει. Αν πάλ’ αστράψει η ανατολή και φέξει πάλ’ η μέρα 140 θα να φανούν κι οι αϊτοί… Τον πόνο του πατέρα βλέπεις, Χτενά, τον έπνιξα… Βάλε να πιούμ’ ακόμα… Κι αυτό το κεροπάτι μας αν βγαίνει από το χώμα, γιατί κι από το μνήμα μας να μη μοσχοβολήσει κάποτε ένα μνημόσυνο που να μας αναστήσει; 145 Εμπρός κι ας γίνει θάλασσα! Κάτου το Φραγκολόγι!…

Φλώρος

Αμήν!… και τα κεφάλια τους να ιδούμε κομπολόγι του φράξου σου να γέρνουνε κάθε κλαρί και κλώνο!

Φωτεινός

Αμήν!… από το στόμα σου και στου Θεού το θρόνο! Κι εκείθε πίσω τί καλά; Σ’ εδέχτηκαν οι φίλοι, 150 καθώς το συνηθίζανε, με την καρδιά στα χείλη; Πώς άκουσαν το σταύρωμα που για ’να μισολάγι μου εκάμαν στο χωράφι μου αυτοί οι χριστιανοφάγοι και τη χτυπιά που μὄδωκαν, κι αυτό το έρμο χέρι π’ όταν εκράτει το σπαθί επέτα σαν ξυφτέρι 155 κι έμεινε τώρα κούρβουλο; Με τί ψυχή εδεχτήκαν την προσβολή που μὄγινε; Θα ’ρθούν; ή μας αφήκαν μόνους σ’ αυτόν τον κίνδυνο; Τα μπροστινά χωριά, σα να ’χαν όλα ένα κορμί και μόνη μια καρδιά, βράζουν ετοιμοπόλεμα. Θα στείλουν τετρακόσους. 160 Και Σφακισάνους διαλεχτούς θα να ’χομ’ άλλους τόσους. Ήρθαν και μ’ εχαιρέτησαν οι προεστοί κι οι νέοι· όλ’ έχουνε μια βούληση, όλους μια φλόγα καίει, να φύγει ο Ξένος απεδώ. Πες μου, Χτενά, εκεί πίσω επόνεσαν λίγο για με; Τί δύναμαι να ελπίσω;

Φλώρος

165 Ό,τι ζητήσεις, Φωτεινέ· και κάθε παλικάρι σ’ όλον εκείνον το ζυγό τανύζει το δοξάρι κι άλλο δεν ονειρεύεται παρά να το προστάξει ο γερο-πολεμάρχος του σιμά του να πετάξει… Αν θέλεις χίλιους, έρχονται…

Φωτεινός

Να ιδούμε τώρα, Φλώρο, 170 ποιά θα ’χομεν απάντηση κι από το Νικηφόρο. Αλιά από κείνονε, Χτενά, που στην περίστασή του βοήθει’ απ’ άλλονε ζητεί παρ’ απ’ τη δύναμή του! Φτωχός, μικρός, αδύνατος, σα μονωμένο αστάχυ που το χτυπούν οι άνεμοι, γυρεύω τώρ’ αμάχη 175 να πιάσω μ’ ένα τύραννο, π’ αμέτρητ’ άλλοι σκύλοι λυσσομανούν τριγύρω του, του γένοντ’ αντιστύλι, κι ας είν’ εκείνος ψόφιος, ας είν’ ξενεωμένος. Θα τον χαλάσομε, Χτενά. Το θέλει ο Σταυρωμένος, το θέλει και το δίκιο μας. Αλλά την άλλη μέρα 180 πώς θα βρεθούμε μοναχοί, παιδιά χωρίς πατέρα; Του Νικηφόρου το σπαθί μπορεί να μας σκεπάσει· είναι παιδί, παλικαράς, κι η μάνα πὄχει πλάσει τ’ ανδρειωμένο του κορμί, η Παλαιολογίνα, τον κέντρωσ’ αίμα βασιλιά, και δεν τον τρώγ’ η πείνα, 185 όπως αυτά τα κνώδαλα, που κάθε ανεμοζάλη ανέλπιστα στο έρμο μας ξερνά το περιγιάλι, και πὄχουνε το στόμα τους, για την κακή μας μοίρα, πλατύ, βαθύ κι αχόρταγο σαν τον καταποτήρα. Ας φύγει εδώθ’ η φράγκικη κατελωμένη λίμα, 190 κι αν είν’ γραμμένο να χαθώ, καλύτερα το κύμα παρά θολή νεροσυρμή, Χτενά μου, να με πνίξει, καλύτερα ένα δράκοντας μεμιάς να με ρουφήξει παρά το δόντι της οχιάς τη φλέβα μου να σχίζει και θάνατο κάθε στιγμή σκληρά να με ποτίζει.

Φλώρος

195 Το παραδέχομαι κι εγώ… Κι αν όμως μετανιώσει;…

Φωτεινός

Τότε, Χτενά μου, μοναχοί· και θα μας δυναμώσει Εκείνος, π’ όλα δύναται, και με την απαλάμη γέρνει τον πλάτανο στη γη κι υψώνει το καλάμι. Απόψε θά ’ρθουν τα παιδιά. Θα να ’ρθουνε, δε σφάλλω, 200 τα πρόσμενε στη Λιβαθώ, τον ήβραν δίχως άλλο και θα μας πουν την τύχη μας. Όσ’ ο καιρός πλακώνει, τόσο θεριεύει κι η ψυχή. Για τούτο τώρα μόνοι τα βρόχι’ ας πλέξομε, Χτενά, που εδώ στα πλάγια επάνω αβόλετα θα πιάσουνε το Τζώρτζη το Γρατζιάνο. 205 Μην πίνεις άλλο… προσοχή! κι έχομε τώρ’ ανάγκη απ’ όλα μας τα λογικά. Αλαφιασμέν’ οι Φράγκοι παραμονεύουνε κρυφά το κάθε πάτημά μας, σαν να ’ξεραν τί κεραυνοί βροντούν μες στην καρδιά μας. Ή μας επρόδωκαν, Χτενά, ή θα τους τρώει το αίμα 210 και πρέπει να ταχύνομε. Κρέμεται σ’ ένα γνέμα όλ’ η ζωή κι η ψυχή μας, κι εγώ δε θέλ’ ο Ξένος να μου χτυπά τα βύσαλα… δεν είμαι μαθημένος. Ο Τζώρτζης δυναμώνεται κι είναι, Χτενά μου, αλήθεια ότι του τάζει φανερά κι ο Μοίραρχος βοήθεια. 215 Δουλεύουν στην Επισκοπή, τη ζώνουν με χαντάκι κι έστειλε εκεί τ’ αδέλφι του προχτές, το Νικολάκη, οπού ’ρθε τώρα σύντομα και τὄφερε και πλούτη με ξένη δύναμη πολλή, και μ’ έναν Αρναούτη χριστιανομάχο φοβερόν και πρώτο παλικάρι.

Φλώρος

220 Και πούθε τάμαθες αυτά;

Φωτεινός

220 Τα ’μαθ’ απ’ ένα φλάρη, που βγαίνει τάχα διακονιά και που τον τρώγ’ η ζήλια, γιατί του μαύρου τὄταξαν λαγούς με πετραχήλια, τον μέθυσαν μ’ υπόσχεσες και για το δεσποτάτο, κι έπειτα τον εγέλασαν. Είναι σκυλί μονάτο: 225 ελύσσαξε για εκδίκηση και δε θα να ησυχάσει, αν πρώτα τον ψωράρχοντα του τόπου δε δαγκάσει. Κι ορκίζεται κι υπόσχεται, αν έρθ’ εκείν’ η μέρα, να πει ότ’ εγεννήθηκε μονάχ’ απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα τ’ Άγιο, Χτενά· ο Πάπας ότι σφάλλει 230 κι ότι είν’ ο Πατριάρχης μας ψηλότερο κεφάλι…

Φλώρος

Μη μας προδίνει, Φωτεινέ;

Φωτεινός

Δεν του πουλώ, ’γοράζω· και δε λαθεύομαι εύκολα όταν στυλά κοιτάζω. Από του πάτερ Σίλβεστρου τ’ αγιασμένο στόμα έμαθα κι άλλες είδησες: έμαθα, Φλώρο, ακόμα 235 ότ’ όσοι στην Επισκοπή βρίσκονται αποκλεισμένοι βαρέθηκαν τη μοίρα τους κι είν’ αποφασισμένοι, για να μας κλέψουν πρόβατα, γυναίκες κι ό,τι λάχει, να φέρουν γύρα τα χωριά, να μην αφήσουν ράχη. Ντρέπονται, λεν οι άτιμοι, να βλέπουν σ’ ένα ζάρκο 240 με τ’ άγριο το λιοντάρι του κλειστόν τον Αϊ-Μάρκο.

Φλώρος

Δυστυχισμένοι! Να ’χανε πατέρα, αδέρφι, μάνα να τους μοιρολογούσανε! Η γη μου η Σφακισάνα, που ’ναι κυρά φιλόξενη, τον κόρφο της θ’ ανοίξει και με το αίμα τους σφιχτά τη σάρκα της θα σμίξει!

Φωτεινός

245 Το χιόνι αυτό μάς έσωσε! Και τώρα, ωσότου λιώσει, θα ’ρθεί Μεγαλοβδόμαδο, το Πάσχα θα πλακώσει. Θα βγουν μόνον απόλαμπρα, και τότ’ έρχεται πρώτη η Κυριακή τ’ αϊ-Θωμά… Αχ! νιότη, πού ’σαι, νιότη!… Δε θα να πρόσμενα ώς εκεί!… Τη μέρα αυτή του γάμου 250 θα μας χτυπήσουν άφευκτα· καρτέρει τους, Χτενά μου. Κι αν δεν το βάλουν κατά νου, ο Χάρος να με πάρει, αν δεν τους σπρώξει απάνω μας το δάχτυλο του φλάρη. Δύσκολο το ’χω, αδύνατο, τόσ’ άνθη εκεί να νιώσουν, τριγύρω στη Θοδούλα μου, κι αυτοί να μην απλώσουν!

Φλώρος

255 Καταλαβαίνω, Φωτεινέ!

Φωτεινός

255 Υπομονή, μην τρέχεις… Εμπρός τους τότε θα ’μ’ εγώ, και συ, Χτενά, θα ν’ έχεις τρακόσους φίλους διαλεχτούς κρυφά στο Σπανοχώρι. Θα πολεμήσω δυνατά και μ’ όλη μου τη ζόρη δεξά προς το Βαθύλακκο, Χτενά, θα προσπαθήσω, 260 με τη βοήθεια του Χριστού, να τους ποδοκυλήσω. Κι αν επιτύχω μόνος μου, χωρίς ν’ αργοπορήσεις, τρεχάτα την Επισκοπή να πας να μου χτυπήσεις. Αν πάλε ιδείς πως δεν μπορώ να τους καταχερίσω, ροβόλα πάνου στα σκυλιά, πελέκα τα αποπίσω. 265 Κι αφού τους αναπάψομε, ανταμωμένοι πάμε κι αρπάζομε τον πύργο τους…

Φλώρος

Αυτό το θάμα κάμε, Κυρά Φανερωμένη μου, να δω στο πρόσωπό μου κι ας το πλερώσει το φτωχό το παλιοκέφαλό μου! Αν όμως —πες μου Φωτεινέ— οι Φράγκοι δε θελήσουν 270 την Κυριακή τ’ αϊ-Θωμά να βγουν να μας χτυπήσουν;

Φωτεινός

Θα μείν’ η νύφη στο βουνό κι απάνω τους θα πέσω μ’ όση κι αν έχω δύναμη, Χτενά, να τους βαρέσω… Απόψε αν έρθουν τα παιδιά, όσο μπορείς ενώρο στον πίσω πάλε το ζυγό να τρέξεις πρέπει, Φλώρο, 275 στο γάμο τους συντρόφους μας να τους καλέσεις όλους. Και πες τους, τόσοι που ’μαστε, με τρόχαλους και βόλους μπορούμε να τους θάψομε. Να μη με παραιτήσουν και νά ’ρθουν την πατρίδα τους κι εμένα να τιμήσουν… Πάρε το Λάμπρο σου μαζί… Να μείνει εδώ δεν πρέπει, 280 αφού τη θυγατέρα μου δε δύναται να βλέπει όπως την έβλεπε προτού. Το μάτι του θα πέφτει καθώς το φύσημα τ’ αχνού σ’ εκείνον τον καθρέφτη και θα θολών’ η ξαστεριά τ’ ανέφελ’ ουρανού μου, η παρθενιά του κρίνου μου, το φως τ’ Αυγερινού μου… 285 Στα δώθε, Φλώρο, τα χωριά το Μήτρο μου θα στείλω το κάλεσμα του αϊ-Θωμά να πει σε κάθε φίλο.

Φλώρος

Όλα καλά, περίκαλα! Κι αν άλλο δε θα πούμε, συμπάθα ακόμα μια φορά δυο δάχτυλα να πιούμε… Καλώς να σ’ εύρω, Φωτεινέ!…

Φωτεινός

Χτενά μου, στην υγειά μας! 290 Σιγά μην την ξυπνήσομε… Να ζήσουν τα παιδιά μας!

Φλώρος

Βαθιά κοιμάται πάντα ο νιος, γιατί δεν τον τρομάζει του τάφου ο ύπνος ο στερνός που κάθε γέρο σκιάζει…

Φωτεινός

Όξ’ από μένα, Φλώρο μου… Ελάλησε τ’ ορνίθι… Ξαπλώσου επάνω στη γωνιά… Σαν ένα παραμύθι 295 μου ’κάζοντ’ όσα θα γενούν κι είν’ ήσυχ’ η καρδιά μου αφότου τ’ απεφάσισα… γλυκά στα βλέφαρά μου νιώθω το χέρι του τυφλού… Καλή σου νύχτα, Φλώρο!

Φλώρος

Καλό ξημέρωμ’ αδερφέ!… Στάσου!… μου δίνεις δώρο εκείνον τον περίφημο που μου ’πες Αρναούτη 300 να πέσω στο Βαθύλακκο μαζί του μακροβούτι;…

Εκοιμηθήκαν ξέγνοιαστοι, καθώς και στ’ ακρογιάλι, όταν περάσει ο σίφουνας και φύγ’ η ανεμοζάλη, κοιμώνται και τα κύματα· ξεθυμασμένοι λύκοι αυτοί μέσα στην κάπα τους κι εκείνα μες στα φύκη. 305 Ανάμεσό τους έλαμπε, στενά συδαυλισμένη, η ολοζώνταν’ η φωτιά, σα μάνα αγαπημένη οπού θωρεί περήφανη να στέκουν στα πλευρά της, ωσάν κι αυτήν αδάμαστα, τ’ ανήμερα παιδιά της. Στ’ αυλακωμένα μέτωπα ξαπλώνεται και λάμπει 310 η πύρη, δεύτερη ψυχή, κι οι χέρσοι εκείνοι κάμποι τη μυστική της δύναμη κρυφά, σιγά, ροφούσαν και χίλια μαύρα ονείρατα στον ύπνο τους γεννούσαν. Στην πέραν άκρη του σπιτιού, μια κόρη φωτισμένη με την αχτίδα τη χλωμή π’ από καντήλι βγαίνει 315 σαν από γλυκοχάραμα κι ολόγυρά της χύνει ελπίδες χρυσοφτέρυγες γλυκάδα και γαλήνη· κι εδώ, χολές που βράζουνε και πόλεμος και πάθη στου ύπνου τους τ’ αμέτρητα τα σκοτεινά τα βάθη. Κι εχώριζ’ άβυσσος πλατιά τα κοιμισμένα μάτια, 320 ενώ μια μόνη πιθαμή χωρίζει τα κρεβάτια!

Εκατακάθισ’ ο Βοριάς, και τ’ όψιμο το χιόνι με τη νοτιά που πιάστηκε γοργά γοργ’ αναλιώνει· και καθεμιά νεροσυρμή, κάθε φτωχό λαγκάδι, με τα νερά που πλημμυρούν μουγκρίζει στο σκοτάδι. 325 Εγίναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν, πελάγωσαν οι χωραφιές, παντού πηγές εσκάσαν— αλλά Λευκαδιτόπουλα δεν τα κρατούν ποτάμια… Αφτιάστηκε πατήματα κι αλύχτησεν η Λάμια.

Πετιώντ’ ολόρθοι οι γέροντες. Ορμητικά τεντώνουν 330 τη θύρα την ατάραγη, κι άφωνα συμμαζώνουν στην αγκαλιά τους τα παιδιά. Αναγαλλιάζ’ η σκύλα, το κρύο τ’ αγέρι χαίρεται, του φράξου σει τα φύλλα· βροντά η καρδιά του Φωτεινού, και με φωνή πνιγμένη:

«Λάμπρο», ρωτά, «τον είδετε;… Μας δέχεται;… πού μένει;…»

Λάμπρος

335 Σ’ ένανε μήνα θα ’ν’ εδώ… Τον ήβραμε στη Σάμο.

Φωτεινός

Λοιπόν θα να τον έχουμε τ’ αϊ-Θωμά στο γάμο; Χίλιες φορές καλύτερα! Θα ιδεί πώς πολεμάνε όσοι δε θέλουν το ζυγό του Ξένου να βαστάνε.

Λάμπρος

Σε ποιόνε γάμο τ’ αϊ-Θωμά;…

Φωτεινός

Παντρεύω τη Θοδούλα.

340 Και σύγχρονα τα δυο παιδιά φωνάξαν: «Τη Θοδούλα;»…

Εχαμογέλα ο Φωτεινός· κι ο Φλώρος που θωρούσε το Λάμπρο του που σάλευεν ωσάν να του χτυπούσε κρυφός σεισμός τα γόνατα, κι ένιωθε την πνοά του συχνή να βγαίνει, ολόβραστη, από τα σωθικά του:

345 «Σκύψε», του λέγει, «φίλησε το χέρι που σου δίνει παντοτινή σου σύντροφο την Άνοιξη να χύνει ολόγυρά σου μυρωδιές, παρηγοριά, δροσούλα… Σκύψε, παιδί μου, φίλησε… Δική σου είν’ η Θοδούλα

Κι ο Λάμπρος ο αλύγιστος, ο εικοσιχρονίτης, 350 ο δεντροξεθεμελιωτής, ο βραχοκαταλύτης, ο νυχτοκόπος πὄσφαζε κουνούπι στο καρτέρι με τη σαΐτα πεταχτά, του Φωτεινού το χέρι γονατιστός ασπάζεται και παίρνει την ευχή του, και τρέμει σα νιοφώτιστος εις τη μεταλαβή του. 355 Ο Μήτρος τον αγκάλιαζεν… η Λάμια, ευτυχισμένη, τρελή, πηδά κι αντιπηδά, και ξελαχανιασμένη γλείφει, φιλεί, και σέρνεται με την κοιλιά στο χώμα… Τάχα να μη τους έβλεπε κι η Θόδω από το στρώμα;… Ποιός ύπνος τα ματόκλαδα τόσο σφιχτά κλειδώνει, 360 με τί σκοτάδι ανύπαρχτο ποιά νύχτα τα πλακώνει, ώστε το παντοδύναμο το φως που η αγάπη στέλλει από την κόρη του ματιού σαν ήλιος ν’ ανατέλλει, όσο κι αν είν’ αδιάβατο τ’ ανάμεσό μας χάσμα να μην εγγίζει από μακρά τ’ αγαπημένο πλάσμα 365 που μας εφώλιασε στο νου κι ας μην προβαίνει ακόμα;… Τάχα να μην τους έβλεπε κι η κόρη από το στρώμα;…

«Φτάνει, παιδιά μου», ο Φωτεινός, π’ απάνωθέ τους κλαίει σαν ουρανός με τη δροσιά, «φτάνει, παιδιά μου», λέει. «Μες στη φτωχή μου την καρδιά δε δύναμαι να κλείσω 370 δυο τόσο ανέλπιστες χαρές χωρίς να την ξεσκίσω: το ξόδι της Φραγκολογιάς και τη χαρά του γάμου… Σιγά μη την ξυπνήσομε… Δεν πρέπει εδώ, παιδιά μου, να σας εύρει το χάραμα. Έχει χιλιάδες μάτια ο ήλιος ο αδιάντροπος και τρέχει μονοπάτια 375 π’ άλλος κανείς δεν έτρεξε… Συ, Μήτρο, θα κινήσεις όλα τα δώθε τα χωριά να πας να χαιρετήσεις, κι έναν προς ένα φίλο μας θα βρεις και θα καλέσεις να ’ρθεί στα στεφανώματα. Και πρόσεξε να δέσεις μ’ όρκους φριχτούς το τάμα τους… Πάρε και συ, Χτενά μου, 380 το Λάμπρο και ξεκίνησε. Θ’ αναπαυτεί η καρδιά μου όταν ξεκόψετε απεδώ… Ακούς και τ’ άλλο ορνίθι;…»

Φλώρος

Τ’ ακούω και φεύγω, Φωτεινέ… Με κούφιο κολοκύθι κακά θα βγούμε ανεβατά… Εμπρός, το κεροπάτι και τότε ξημερώνομε, σου τάζω, στην Ελάτη.