Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Άσμα Δεύτερον

Φωλιάζουν οι σταυραϊτοί στου βράχου τα στεφάνια, εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Κόντρου. Τέσσαροι τοίχοι κάτασπροι, ο κάτοικας, τ’ αχούρι, η μάντρα για τα πρόβατα, μια δεκαριά κυβέρτια, 5 πλατύς, καθάριος οβορός, ζωσμένος διπλολίθι, όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο, τ’ αγιόκλημα, η μελετινή, κι όπου άπλωνε ένας φράξος τα δροσερά κλωνάρια του σφιχτά περιπλεγμένα μ’ ένα φτακοίλι καρπερό και μ’ ένα βοϊδομάτη: 10 είν’ το βασίλειο του φτωχού. Τ’ άρεσε πάντα εκείθε να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι τόσο σού κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει. Την έβλεπε χίλιες μορφές ν’ αλλάζει, χίλιες όψες, πότε να γλείφει το γιαλό, προσκυνημένη δούλα, 15 και πότε να τον μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη, μ’ ανεμοσκόρπιστα μαλλιά και μ’ αφρισμένο στόμα. Κι ήταν η έρμη Ελληνική! Κι υπόφερνε να νιώθει τα φράγκικα τα κάτεργα τη ράχη της να οργώνουν, και να της δέρνει τα πλευρά με τα κουπιά του ο Ξένος!

20 Ήρθε στην Κόκκινη Εκκλησιά, εξήντα χρόνους πίσω, ένας σοφός καλόγερος φευγάτος απ’ την Πόλη κι έμειν’ εκεί κι ασκήτευσε. Τον έκραζαν Νικήτα. Ήξερε γράμματα πολλά κι εγιάτρευε του κόσμου, με ξόρκια και με βότανα, τα χίλια μύρια πάθη: 25 το ρίμμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα, το μαλαθράκι, το καρφί, τη λιόκριση, τη λύσσα. Στο πρόσταγμά του τα κουφά εφεύγανε, οι ακρίδες, από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος. Τον ελατρεύαν τα χωριά, κι ο Φωτεινός — οπού ’ταν 30 στο μοναστήρι δόκιμος και τον ακολουθούσε όταν τον έστελναν να βγει για διακονιά τριγύρω — έμαθε λίγο διάβασμα κι άκουσε κι ιστορίες από τον άγιον ασκητή, που του ’χανε κεντήσει το λογισμό του τον οκνό και τη σκουριά ξεπλύναν 35 οπού έτρωγε κάθε καρδιά σ’ αυτά τα στείρα χρόνια.

Εκείνος του ’πε, μια φορά που βρέθηκαν μονάχοι να κάθονται απολείτουργα στο πέτρινο πεζούλι του Αϊ-Λια στην Εγκλουβή, την περασμένη δόξα και τ’ άμετρα τα βάσανα του δύστυχού του Γένους.

40 Του ’πε το πώς, ανάμεσα σε τρίβολα κι αγκάθια, μια μέρα εθέλησε ο Θεός να σπείρει ένα λουλούδι οπού ’χε χίλιες ομορφιές και χίλιες ευωδίες, κι όπου, όταν εμεγάλωσε κι επρόβαλε δροσάτο, δεύτερος ήλιος έλαμψε, και την ψυχή του κόσμου, 45 π’ ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν’ αναστενάζει, τη ζέστανε, τη στόλισε μ’ ακούραστα φτερούγια, την έμαθε πώς να πετά. Και το λουλούδι εκείνο, πὄπρεπε να ’ν’ αμάραντο, το βάφτισεν Ελλάδα. Του ’π’ ότ’ εκείν’ η θάλασσα η φραγκοπατημένη 50 είχε ρουφήξει λαίμαργα τ’ ανθρώπινα κοπάδια που μ’ έναν Ξέρξη βασιλιά εχύθηκαν να φάνε τ’ αστάλωτο το λούλουδο· τ’ ακολουθούσε νύχτα, ύπνος, νεκρίλα, σίδερα — κι εγλίτωσε τον κόσμο. Του ’πε πώς εξεφύτρωσαν αδελφικές αμάχες 55 που εφτείραν σάρκα και ψυχή και πώς εμπήκε σφήνα στου δέντρου την πεντάνοιχτη τη χαραμάδα ο Ξένος κι άνοιξε αγιάτρευτη τομή για να μπορεί καθένας να μπήγει το πελέκι του και να χωρίζει σχίζες. Τὄδειξ’ εκεί παράμερα τη Σάλτενη, τον Κόρφο, 60 και του ’πε πώς εσμίξανε και πώς κριαρωθήκαν, μέσα σ’ αυτό το στένωμα, για τη σκλαβιά του κόσμου, δυο πολεμάρχοι φοβεροί και πώς ο νικημένος, από δυο λάμψες πὄβλεπε ν’ αστράφτουν εμπροστά του —της Κλεοπάτρας τη ματιά κι ένα μεγάλο θρόνο—, 65 εδιάλεξε την ομορφιά κι εσβήστηκε μαζί της. Και του ’πε πώς ο νικητής, για να φυλάξει πάντα τη δόξα του ολοζώντανη και τη χρυσή του μοίρα, εξεθεμέλιωσε σκληρά χώρες, χωριά και τάφους, κι έχτισε τη Νικόπολη, κουφάρι με κουφάρια, 70 σύντριμμα με συντρίμματα, κι ήταν σεισμός ο χτίστης. Από τα τότ’ εσκέπασε κάμπους, βουνά και κύμα, θολούρα μαύρη και πυκνή για τετρακόσους χρόνους. Σαπίλα κι αποκάρωμα. Κανένας άλλος χτύπος τον ύπνο δεν εδιάκοψε στ’ απέραντο το μνήμα, 75 παρά ροχάλιασμα βαθύ, και τ’ άσπλαχνο του χρόνου το δαγκανάρι π’ άλεθε τη νεκρωμένη πλάση κι ετοίμαζε άλλο ζύμωμα με την παλιά τη στάχτη. Του ’πε πώς ένας βασιλιάς, ο Μέγας Κωνσταντίνος, τη πρώτη μέρα πὄδραξε στα χέρια την κορόνα, 80 εξάνοιξ’ ότι επάνω της, πηχτή πηχτή σαν αίμα, την εσκοτίδιαζε η σκουριά και θα την έτρωγε όλη αν δεν της έδιδε βαφή και βάφτισμα και χρίσμα τη λάμψη της Ανατολής, το φως του Σταυρωμένου και του Βοσπόρου τα νερά. Και πάραυτα φυτρώνει, 85 στο πρόσταγμα του γίγαντα, μέσ’ απ’ τα κύματά μας, το Κράτος το Βυζαντινό πὄζησε χίλια χρόνια, χωρίς ένα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα για να κρατεί την άβυσσο που μούγκριζε να πνίξει τη Δύση την αχάριστη. Κι ωστόσο, μιαν αυγή, 90 Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, με προδοσιά, μ’ απάτη, του φόρεσαν τα σίδερα, του σάλεψαν τη ρίζα, και το κατάκοψαν σκληρά σ’ αμέτρητες λουρίδες. Ύστερα πάλε ανάζησε, κι έρευε λίγο λίγο σαν πλάτανος που πάλιωσε και βλέπει κάθε μέρα 95 κατάξεροι να πέφτουνε οι κλώνοι του ένας ένας με κάθε βαρυχειμωνιά, και που δε συγκρατιέται, γιατ’ έχει κούφια την καρδιά, παρά με λίγη φλούδα.

Τα γνώριζ’ όλα ο Φωτεινός κι όταν εκείθ’ επάνου ολόγυρά του εκοίταζε κι έβλεπ’ αυτούς τους τάφους, 100 όλον αυτόν τον ξεπεσμό, όλην αυτήν τη νέκρα, έμενε σαν παράλυτος· και για να διώξει, ο μαύρος, την καταχνιά που επλάκωνε την άκακη ψυχή του, έφευγε τον απέραντο, τον πεθαμένον κόσμο, κι εγύρευε παρηγοριά στα κατορθώματά του 105 που ’ταν ακόμα ζωντανά, κι εστύλωνε το μάτι μ’ ανέκφραστη, κρυφή χαρά στου Καλαβρού τα πλάγια, στη λαγκαδιά της Μέλισσας, στες Σπαθαριές, στον Κάπρο, στα χίλια τα λημέρια του, και τότε, αναπαμένος, έριχνε λίγο κρίθινο ψωμί μες στο σακούλι, 110 έβαν’ εμπρός τα βόιδια του κι έτρεχε στο χωράφι.

Μέσα δε είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος κι απ’ άκρη σ’ άκρη είν’ ανοιχτός. Ολόγυρα στον τοίχο κρέμονται τα δοξάρια του, με το σπαθί μια ζώστρα, ένα πελέκι σκαλιστό σιδεροστελιασμένο, 115 τ’ ακοίμητο κανδήλι του εμπρός σε μιαν εικόνα πὄδειχνε την Ανάσταση, κι έφερνε κρεμασμένη, σαν τάμα, σαν προσκύνημα, τη φοβερή σφεντόνα, και σκορπισμένα εδώ κι εκεί χίλιων λογιών συγύρια: αρήλογος, πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι, 120 η ανέμη με τα γνέματα, το τυλιγάδι, η δρούγα, ο οίκος με τα μάλλινα, τα παρδαλά διπλάρια και μια κρεμάθα με πιτιές σιμά στον καπνοδόχο κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά κι ένας αλατολόγος και του φτωχού το χάλκωμα και λιναροσκουλίδες 125 και του γιωργού τα σύνεργα, βουκέντρες, καρπολόγοι και δικριάνια ένα σωρό και δέμα μ’ αντιράβδια και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα, που οι φίλοι, μαζί με δυο καματερά, στο ζευγολάτη εστείλαν όταν έμαθαν το κακό, που ανέλπιστα τον ήβρε. 130 Κι επάνω στα καταχυτά φωλιές χιλιδονίσες που δεν επείραζε κανείς κι εφέρναν κάθε χρόνο μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό χαρά, ζωή κι ελπίδες.

Τὄμεν’ ακόμ’ ανύπαντρη μια μόνη θυγατέρα, η όμορφ’ η Θοδούλα του, γλυκό του στερνοπαίδι. 135 Δεν είχε κλείσει δεκαφτά κι άμεστο εμοσχοβόλα του λόγγου τ’ αγριολούλουδο. Ποτέ παρόμοιο μάτι τη δύση δεν εφώτισε πατέρα εβδομηντάρη ούτε τ’ αγέρι του Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει ποτέ σε σωθικά μυριοφαρμακωμένα 140 όση εσκορπούσε ολόγυρα με τον ανασασμό της αυτή του Κόντρου η αμάλαγη, περήφανη παιδούλα. Με το τραγούδι κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει, με το τραγούδι διάζεται, με το τραγούδι φέρνει τη στάμνα στο κεφάλι της με του Φριά το κρύο, 145 το κρύο τ’ άβρετο νερό. Στο βότανο, στο θέρο, παντού, στο στειρολόγημα, στον τρύγο, στο κοπάδι, όθε περάσει της καρδιάς το σύγνεφ’ αποδιώχνει και βασιλεύει όπου σταθεί παρηγοριά και γέλιο. Δροσοσταλίδα της αυγής, χαρά! χαρά στα χείλη 150 που θα την πιούν μ’ ένα φιλί! Χνούδι παρθένου κρίνου χαρά! χαρά στα δάχτυλα που το μαλάξουν πρώτα!

Φωτεινός

Ρίξ’ ένα ξύλο στη φωτιά, να πέσουν δέκα θράκια, να πυρωθούν τα πόδια μου κι εξύλιασαν, Θοδούλα. «Καλοκαιριά της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας», 155 θυμάσαι που σας το ’λεγα;… Σαράντα χρόνους πίσω παρόμοια μ’ ήβρηκε χιονιά. Ήμαστ’ οχτώ συντρόφοι κρυμμένοι μέσα στ’ Άλατρο. Μας πρόδωκ’ ένας γύφτος και μας εκλείσαν άξαφνα τριάντα τόσοι Φράγκοι. Εσκότωσα τον αρχηγό κι έχασα το Χαρίτο, 160 που ’τανε πύργος ζωντανός. Με το σπαθί στο χέρι περάσαμ’ οι άλλοι ανέγγιχτοι… Μας πήρανε ξελάκου, εχιόνιζε πυκνά πυκνά και τα πατήματά μας εσκέπαζαν εσπλαχνικά τα γνέφη κι η μαυρίλα. Φτάνω στα Χαραδιάτικα. Μου τα ’χανε πιασμένα. 165 Περνώ το Γένι κι έρχομαι ώς κάτου στου Δαισήμου. Ήταν ο τόπος ανοιχτός… Χωρίς να ξανασάνω εμπρός, εμπρός στα Σύβοτα. Εκείθε στ’ Αλεχτώρι και μια και στον Λειψόπυργο. Στην Εύγερο ανεβαίνω και παίρνω εκείθε το Σκληρό. Περνώ Μαραντοχώρι, 170 Κοντάραινα και Βουρνικά, τρώμε ψωμί στο Σύβρο. Είχαμε γίνει δεκοχτώ. Ποιός με κρατούσε τότε; Ανέβηκα στον Αϊ-Λια κι από το Λαγηνάκι μες στο Νιοχώρι ροβολώ. Οι Φράγκοι, μεθυσμένοι, στου Λογοθέτη επλάγιαζαν… Κι από τα τότε ακόμα, 175 Θοδούλα, δεν εξύπνησαν… Τα χιόνια κι ο χειμώνας μου ’ταν, παιδί μου, σύντροφοι και τα στοιχειά μ’ ετρέμαν… Τώρα που ο λύκος γέρασε, τονε δαγκάν οι σκύλοι… Ή δε μ’ ακούς, Θοδούλα μου;… Μη ρίχνεις τόσα ξύλα, πίσω είν’ οι μέρες της γριάς… *

Θοδούλα

Βλέπεις φωτιά, πατέρα; 180 ούτε χριστουγεννιάτικη! Την πάντρεψες ο ίδιος το βράδυ την παραμονή, την πότισες με λάδι, τη ράντισες κρασί παλιό… Δε λησμονεί τη χάρη και τώρα που την έκραξες αναγαλλιάζει εμπρός σου. Τί ξυλοχάλαση είν’ αυτή! Αν τα ’βρηκ’ η τρωάδα * 185 τ’ άχαρα χιλιδόνια μου!… Πατέρα, να σ’ αλλάξω.

Φωτεινός

Κατέβασε τα λάχανα, Θοδούλα, μη μοριάσουν, και φέρε λίγο ανάλατο. Μ’ αυτό τ’ αγριοκαίρι εθύμωσε το χέρι μου και νιώθω ότι με σφάζει… Τάχα να ξεφεγγάρωσε;… Παιδί μου, θά ’ρθει απόψε 190 ο γερο-Φλώρος ο Χτενάς

Θοδούλα

190 Απόψε! δεν προβαίνουν όχι ο Χτενάς, πατέρα μου, αλλ’ ούτε οι βρικολάκοι. Χαρά σ’ εκείνον που ’ξερε πού παραδέρνει ο Μήτρος.

Φωτεινός

Και για το Λάμπρο δε ρωτάς;… Μου κρύβεσαι, Θοδούλα

Θοδούλα

Όχι, πατέρα, μην το λες… Γιατί να με πικραίνεις; 195 Για σε δεν έχω απόκρυφα κι είσαι πνεματικός μου.

Φωτεινός

Μη μου χολοταράζεσαι… Έλ’ άλλαξέ με πρώτα κι ύστερα τα συβάζομε. Θα ιδείς πώς λαχταρίζει για σε του γέρου σου η καρδιά… Βλέπεις, μ’ αυτά τα χιόνια πώς μου φλογίστηκε η πληγή; Τώρα μαθαίνω ότ’ έχει 200 πατέρα ο Χάρος το Βοριά και μάνα του την πάγρα… Κακά που ’ν’ τα γεράματα! Έχομε πέντε μήνες μ’ αυτά τα παλιοδάχτυλα! Άλλη φορά θα να ’ταν λησμονημένα τρεις φορές… Μικρότερο μοτάρι βάλε σ’ εκείνην την σπηλιά… Σπρώξέ το παραμέσα, 205 Θοδούλα, με το μίλι μου… δε μου πονεί… μην τρέμεις… Καλύτερ’ απ’ αρμό σ’ αρμό να μ’ ήθελαν συντρίψει, παρά την άτιμη ξυλιά που μὄχει καταφέρει εδώ, Θοδούλα, στα μαλλιά το φράγκικο θρασίμι… Τη νιώθω επάνω μου βαριά ωσάν το Μέγα Όρος 210 και τόσο μ’ εζεμάτισε, τόσο βαθιά, παιδί μου, εσκύλαψε τη σάρκα μου, π’ ακόμα τρομασμένος στον ύπνο μου ονειρεύομαι συχνά το δοκανίκι πὄδειρε το κεφάλι μου, και σαν αστροπελέκι το βλέπω πάντοτ’ έτοιμο να πέσει να με κάψει. 215 Δε θα με λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα…

Θοδούλα

Πατέρα, θα το πλύνεις.

Φωτεινός

Και πούθε το ’μαθες εσύ;… Πού τ’ άκουσες;… Πώς ξέρεις;…

Θοδούλα

Πατέρα, μην είσ’ άγριος… Μου το ’πεν η καρδιά μου. Μάρτυρας η σφεντόνα σου…

Φωτεινός

Κι όχι κανένας άλλος;… 220 Δε σου ’πε ο Μήτρος τίποτε; Τίποτε κι ο Λαμπράκης;

Θοδούλα

Πατέρα μου, δε μ’ αγαπάς… Τί; σκιάζεσαι εδώ μέσα;…

Φωτεινός

Μην κλαις, Θοδούλα μου, μην κλαις. Το ξέρεις στο λαιμό μου κρεμάστηκ’ όλος ο λαός… Αλίμονον, παιδί μου, αν προδοθεί το μυστικό!…

Θοδούλα

Πατέρα μου, από μένα;…

Φωτεινός

225 Όχι, αξετίμωτο παιδί. Αν μέμφομαι τον ήλιο, που μου ζεσταίνει την ψυχή, τ’ άκακο χιλιδόνι, που μου γλυκαίνει τη ζωή με το κελάδημά του κι επάνωθέ μου στει φωλιά, τ’ αγέρι το δροσάτο, Θοδούλα, την εικόνα μου π’ Ανάσταση μου τάζει 230 για το νεκρό το Γένος μου και για το λείψανό μου, μπορώ να μέμφομαι κι εσέ… Μην κλαις, συμπάθησέ με…

Κι ο γέρος, που μετάνιωσε, με το ζερβί το χέρι ανασηκώνει τρυφερά τ’ αγγελικό κεφάλι που ’ταν γειρμένο στην πληγή, στην αγκαλιά το σφίγγει 235 και τ’ ανασπάζεται γλυκά… Με δακρυσμένο μάτι εκοίταζε τον ουρανό και με φωνή πνιμένη ο μαύρος είπε σιγαλά· «Θεέ μου, ευτύχησέ την!»

Φωτεινός

Βλέπεις, Θοδούλα, δεν μπορώ μ’ όση κι αν έχω ζόρη αυτές τες δυο βροχίδες σου μεμιάς να χερακώσω. 240 Ξέρεις γιατί, παιδάκι μου;

Θοδούλα

240 Πατέρα μου, σου μοιάζω.

Φωτεινός

Η σχωρεμένη η μάνα σου (να ’χομε την ευχή της!) τα πρώτα σὄκοψε μαλλιά και τα ’ριξε στο βάτο…

Θοδούλα

Στοχάσου τί παράλλαμα που θα ’γινα, τί σκιάχτρο!

Φωτεινός

Κι ύστερα με φιδόντυμα σ’ έτριβε αυγή και βράδυ… 245 Σε σταύρωσα, Θοδούλα, μου, μ’ αυτό το έρμο χέρι· να ’θε’ κοπεί καλύτερα… Μη μου το παρασφίγγεις· τ’ ανάλατο μ’ εγλύκανε. Ώς τότε θα περάσει…

Κι η περδικούλα του βουνού με τη χαρά στα χείλη σαν να ’ταν άγια λείψανα φιλεί τα λαβωμένα 250 τα δάχτυλα του Φωτεινού, που ’χε γιατρολογήσει και τα σταυρώνει τρεις φορές…

Θοδούλα

Πατέρα, θέλεις άλλο; Ακούς; η Λάμια μου αλυχτά· ζητά κι εκείνη δείπνο.

Φωτεινός

Σιγά, Θοδούλα, μια στιγμή ν’ ακουρμαστώ τη σκύλα… Δε σ’ ανακράζει για ψωμί… Βαθιά περνά διαβάτης 255 ή νιώθει λύκου διάνεμα… Κάθισ’ εδώ σιμά μου.

Θοδούλα

Καλύτερα γονατιστή… Πρόσταζε… τί μ’ ορίζεις;

Φωτεινός

Θοδούλα, όταν σωριάζονται τα γνέφη στην Ελάτη κι αντίκρυ αστράφτει ο Ζάλογγος κι ερθεί το χρυσοπούλι και τα σπουργίτια ανταριαστούν στην κόρνια τους το βράδυ 260 και βιαστικές οι μέλισσες αφήσουν τη βοσκή τους, μακρά δεν είναι η χειμωνιά. Βουνό συγνεφιασμένο είμαι κι εγώ, Θοδούλα μου. Φωλιάζουν στα μαλλιά μου αστροπελέκια φλογερά και της καρδιάς μου οι χτύποι είναι βροντές απόκρυφες· κι ένιωσες πριν ξεσπάσει, 265 και συ, γλυκιά μου μέλισσα, κι εσύ χρυσό πουλί μου, το σίφουνα που ετοίμασα. Παιδί μου, η ώρα σφίγγει. Θα σηκωθούμε στ’ άρματα, κι εγώ, φτωχός και γέρος, θα να πιαστώ με μια Φραγκιά. Απόψε θά ’ρθει ο Φλώρος· και τα παιδιά, που λείπουνε, ώς αύριο θα φτάσουν, 270 θα τα ’κλεισε άσφαλτα η χιονιά μέσα στο μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα στην Ηρά. Αυτή η βοή θα φέρει γοργά γοργά και το σεισμό… Ό,τ’ είπε ο Θεός θα γίνει!… Θοδούλα μου, είν’ ο πόλεμος του Χάρου το μεθύσι. Προβαίνει τότε ο Θεριστής με το τυφλό δρεπάνι 275 μες στην ανθρώπινη σπορά, κι όσα κι αν δράξει στάχυα, είτε μεστά είτ’ άμεστα, τα κόβει για ν’ αρπάξει διπλό τριπλό το γήμορο, που του χρωστάει ο κόσμος. Ποιός ξέρει τί μου μέλλεται, τί μέλλεται του Μήτρου; Θοδούλα, αν μείνεις ορφανή;… Μην κλαις… Εσύ, παιδί μου 280 εβύζαξες από μικρή παρόμοιες ιστορίες… Δε θα σ’ αφήσω ξίσκεπη… Θοδούλα, ποιόνε θέλεις;

Θοδούλα

Πατέρα μου, κανένανε.

Φωτεινός

Ό,τ’ είπα θα να γίνει.

Θοδούλα

Πατέρα, με βαρέθηκες;

Φωτεινός

Είναι μεγάλο κρίμα να φαρμακεύεις άδικα τώρα τα ύστερά μου.

Θοδούλα

285 Πατέρα, μην ταράζεσαι… Όποιονε θέλεις δώσ’ μου.

Θοδούλα

Σ’ αρέσει… ο Μίχος ο Ριζάς;

Θοδούλα

Πατέρα, ακούς τη Λάμια; Να πάω να ιδώ τί γίνεται;

Φωτεινός

Θα ρίξει δυο χαλίκια, αν είν’ ο Φλώρος πὄρχεται, σ’ αυτό το παραθύρι. Μη βιάζεσαι, αποκρίσου μου… Θοδούλα μου, μη θέλεις 290 το Φίλη πὄχει βιο πολύ και γράμματα και γνώση;

Θοδούλα

Η σκύλα τρώει τα σίδερα… Αλλ’ όνομα δεν έχεις;

Φωτεινός

Σκύψε κρυφά να σου το πω… Θοδούλα μου, το Λάμπρο;

Θοδούλα

Το Λάμπρο… ναι…, πατέρα μου.

Φωτεινός

Ένα μαχαιροβγάλτη, του Φλώρου τ’ αγριόπαιδο, το βραχοκαταλύτη, 295 που μ’ ένα γρόθο εσκότωσε τριέτικο δαμάλι γιατ’ είχε αψύν τον κάματο· που ξενυχτά στο λόγγο για να σκοτώσει ένα λαγό· που κράτησ’ ένα λύκο με το ’να χέρι απ’ την ορά και τὄσχισε με τ’ άλλο πέρα και πέρα την κοιλιά… Αυτόν τον Λάμπρο θέλεις;

Θοδούλα

300 Ναι… ναι…, πατέρα μου γλυκέ…, αν είν’ η βούλησή σου.

Φωτεινός

Όσ’ είν’ τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι ο άμμος του πελάγου τόσες ευχές, παιδάκι μου, και τόσες ευλογίες να ’χετε του πατέρα σας!… Θα πολεμήσω τώρα χίλιες φορές καλύτερα… Είναι φτωχός ο Λάμπρος 305 κι άλλον δεν έχει θησαυρό παρά τη λεβεντιά του· και την αγάπη του λαού… Θοδούλα μου, σου πρέπει! Άκου μια πρώτη λιθαριά… Δε σου ’πα ότ’ είν’ ο Φλώρος; Έχει γερό το κόκαλο και δεν ψηφά τα χιόνια. Ένιωσες και τη δεύτερη;… Θα πάγω εγώ ν’ ανοίξω· 310 αυτήν την ώρα τα παιδιά δεν δείχνονται στη θύρα.

Πετάχτηκεν ο Φωτεινός σα σπίθ’ απ’ τη γωνιά του και πιάστηκε απ’ το μάνδαλο.

Φωτεινός

Ποιός είσαι και τί φέρνεις;

Φλώρος

Ο Φλώρος!… τη σφεντόνα σου…

Πάρευ’ ανοίγ’ η θύρα του πολεμάρχου διάπλατη και χιονισμένος πέφτει 315 στην τραχηλιά του Φωτεινού ο νυχτοπεζοδρόμος. Αγκαλιασμένους, κάτασπρους, τους δυο παλικαράδες δένει σφιχτά παμπάλαιη, σιδερωμένη αγάπη κι εμπρός εις την αναλαμπή, που πάνω του σκορπούσαν τα φλογισμένα τα δαυλιά, σου φαίνεται πως στέκουν 320 σα δυο κοτρόνια κλειδωτά και θολογυρισμένα έτοιμα να κρατήσουνε, χωρίς να ξεχωρίσουν, όλον το μαύρο χαλασμό, που βράζει ολόγυρά τους.

Φωτεινός

Φλώρο, το ξέρεις, έδωκα το Λάμπρο στη Θοδούλα Έλα, παιδί μου, φίλησε τ’ ανδρειωμένο χέρι 325 του δεύτερου πατέρα σου και πάρε την ευχή του.

Φλώρος

Παιδί μου, καλορίζικη… Ήταν δική μου μοίρα να ιδώ μες στο καλύβι μου να λάμψει τέτοι’ αχτίδα.

Φωτεινός

Θοδούλα μου η κρυφή χαρά σού κλείδωσε το στόμα κι είναι τα μάτια σου θολά, πνιμένα μες στο δάκρυ. 330 Στρώσε μας να δειπνήσομε και πλάγιασε, παιδί μου.

Θοδούλα

Είν’ έτοιμο, πατέρα μου… Σ’ αφήνω καλή νύχτα.

Κι η Λάμια η Περατιανή, που ’χε σκληρό το δόντι όσ’ είχε πίστη απάτητη, σα να ’θε’ καταλάβει τί λούλουδο ξεφύτρωνε μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια 335 της κόρης που την έτρεφε και ποιά πηγή, θαμμένη στον κόρφο τον παρθενικό, έδιν’ εκειά τα δάκρυα, που στα πυκνά της βλέφαρα ελάμπαν κρεμασμένα κι ετρέμαν ετοιμόρροπα, η Λάμια η δόλια ολόρθη τα μπροστινά τα πόδια της στους ώμους της Θοδούλας 340 εστύλωσε ζερβιά δεξιά και πριν δεχτεί τη σφήνα οπού της πρόσφερε η κυρά, από ψωμί καθάριο, τηνε φιλεί γλυκά γλυκά και, ξελαχανιασμένη, πετιέτ’ ευθύς στον οβορό… Τί θησαυροί κρυμμένοι μες στη φωλιά τη φτωχική του γέρου ζευγολάτη!

345 Εμπρός εις την εικόνα της η Θόδω γονατίζει και νιώθει μέσα στην καρδιά κρυφή κρυφή λαχτάρα, που ώς τότε δεν εγνώριζε… «Χριστέ μου», λέγ’ η κόρη, «Εσύ που δίνεις στοίχειωμα στον πλάτανο, στον πρίνο και τους διατάζεις το θυμό του σίφουνα να σβούνε 350 όταν ορμά θεότυφλος ν’ αρπάξει τα λουλούδια π’ ολόγυρά τους φύτρωσαν, το γέροντά μου βόηθα, Εσύ, πατέρα του φτωχού, και δώσε του ένα τρίμμα, Χριστέ δικαιοκρίτη μου, από τη δύναμή Σου! Το δέντρο, π’ ολομόναχο με τα πυκνά του φύλλα 355 σκεπάζει τώρα τα φτωχά τα παραβλάσταρά του, όταν ξεσπάσει η χειμωνιά, Χριστέ μου, μη τ’ αφήσεις να γονατίσει καταγής… Θα συνεπάρει τόσους!…»

Κι επλάγιασε, πρώτη φορά χωρίς να βασιλέψουν τα μάτια της τα φωτεινά στα βάθη του πελάγου 360 που πλημμυρεί γλυκά γλυκά της νιότης το κρεβάτι και πὄχει κύματα κι αφρούς, ονείρατα κι ελπίδες. Στα χείλη της τα δροσερά δε φαίνετ’ απλωμένο τ’ ακούραστο χαμόγελο που στόλιζε τη νύχτα τ’ αγγελικού προσώπου της, καθώς μετά τη δύση 365 φωτίζ’ η λάμψη του ηλιού και τ’ ουρανού τον ύπνο. Όσο κι αν κλει τα βλέφαρα, μονάχ’ ανοιγοκλούνε κι ο κόρφος της εσάλευε με τον ανασασμό της, πρώτη φοράν ανήσυχος από κρυφό χειμώνα, όπως σαλεύει κάποτε, χωρίς ανεμοζάλη 370 που να το δέρνει φανερά, το κύμα στ’ ακρογιάλι.

Μέσα σ’ εκείνην την καρδιά, π’ ώς τότε σφραγισμένη δεν ένιωθε το κέντημα του πόνου και την πίκρα, μια μελισσούλα παρδαλή, που τηνε λεν Αγάπη —κι αντί τα δεντρολίβανα να βόσκει και τα ρόδα 375 βυζαίνει ανθρώπινες ψυχές κι εκείθε πίν’ η κλέφτρα όση αν εβρεί μοσχοβολιά, όση αν εβρεί γλυκάδα— είχε φωλιάσει μυστικά κι είχε ξυπνήσει τώρα. Κι ενώ της εκατάβρεχε τα σπλάχνα με το μέλι, π’ ακούραστη ξεδιάλεγε μέσα σε τέτοιον κήπο, 380 χωρίς να θέλει κάποτε —στην τρέλα, στο θυμό της— τη μαύρη την ελόχευε σκληρά με τον οσκρό της.

Αλλά του Μάη το σύγνεφο φεύγει μεμιάς και σβηέται άμα του ήλιου στα βουνά προβάλουν οι αχτίδες. Ποιά λάμψη τάχα της φτωχής την καταχνιά θα διώξει;… 385 Τ’ ανήσυχα τα μάτια της στυλώνει στην εικόνα που επάνωθέ της κρέμεται, κοιτάζει το καντήλι που τη φωτίζει ακοίμητο, κι ευθύς στο μέτωπό της αστράφτει πάλ’ η ξαστεριά και κατεβαίνει ο ύπνος στα βλέφαρά της ελαφρός. Τα πικραμένα χείλη 390 στολίζει το χαμόγελο, και σα βυζασταρούδι μονάχη ναναρίζεται σιγά με το τραγούδι:

Σε παράμερο λαγκάδι κατεβαίνει μιαν αυγή διψασμένο ένα κοπάδι 395 και ξανοίγει μια πηγή.

Λεν ότ’ ήταν μαγεμένη κι είχε φίλο ένα στοιχείο που την ήθελε κλεισμένη να μη βλέπει ούτ’ ουρανό.

400 Μέρα νύχτα εκεί σιμά της τη σκεπάζει με κλαριά, δεν αφήνει στα νερά της να βραχούν ούτε πουλιά.

Μαραμένα ολόγυρά του 405 ρεύουν άνθη και φυτά. Άλλα χείλη απ’ τα δικά του δεν εγλύκαινε η δροσιά.

Κι όταν είδε στα πλευρά του με ρουθούνια τεντωτά 410 να φριμάζουν την κυρά του, χίλια τέρατα φριχτά,

να ρεκάζουν λυσσασμένα, τα κουδούνια να χτυπούν, να ζητούν δαιμονισμένα 415 την πηγή να καταπιούν,

στρέφει ανήσυχο το μάτι τη βρυσούλα του να ιδεί αν κοιμάται στο κρεβάτι, αν τρομάζει, αν αγρυπνεί.

420 Κι αντιβλέπει στον καθρέφτη του νερού κρυφά κρυφά το βοσκό τον ψυχοκλέφτη, που της έριχνε φιλιά.

Τον ανάκραξ’ απ’ τη ράχη 425 και του λέει· «Παιδί τρελό, μη μου κρύβεσαι, κι αμάχη από σένα δε ζητώ.

Έχω κόρη αυτήν την βρύση, π’ αγαπάς τόσον καιρό. 430 Έλα, πιε, να σε δροσίσει το παρθένο της νερό!».

Τότε απλώνει μες στα βάθη το καλόβουλο στοιχειό, τον αφρό της παίρνει, πλάθει, 435 δίνει σάρκα στο νερό·

κι η παιδούλα του προβαίνει δροσοστάλαχτη, ξανθή· φέγγ’ η χώρα φωτισμένη από τέτοια αναλαμπή.

440 Του βοσκού μεμιάς στην πλάτη, σαν πορφύρα βασιλιά, λάμπει ολόχρυση η φλοκάτη, και σα σκήπτρο η λαγουδιά.

Φεύγει τ’ άγριο το κοπάδι, 445 χίλια δέντρ’ ανθοβολούν, χίλιες βρύσες το λαγκάδι το ξερό δροσολογούν.

Ελυθήκανε τα μάγια! Στο πλευρό του βασιλιά 450 εκαμάρωναν τα πλάγια τη γλυκιά τους την κυρά.