Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Άσμα Πρώτον

Φωτεινός ο ζευγολάτης *

Φωτεινός

Πάρ’ ένα σβόλο, Μήτρο, και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο. Ο χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου. 5 Δυο μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη μ’ αρρώστια, με γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Και τώρα που προβαίνει σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου 10 με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!… Εξέχασες και δε μ’ ακούς;… εσένα κράζω, Μήτρο, διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

Μήτρος

Είναι του Ρήγα, δεν κοτώ… Γιά κοίταξ’ εκεί πέρα να ιδείς τί θρος που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

Φωτεινός

15 Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! Είν’ ο καινούριος κύρης, που πλάκωσε με ξένο βιο να γένει νοικοκύρης. Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια· εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια. Και συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου, 20 που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου, πὄχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια, τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν’ αλήθεια, λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κι αίμα δεν έχει.

Κι ο γέροντας μ’ απίδρομο σαν παλικάρι τρέχει 25 κι αρπάζει την σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια. Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια και το σταφνίζει στο καυκί. * Γοργά την ανεμίζει και τηνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι και θυμωμένο ένα σκυλί πληγώνει στο ποδάρι, 30 κι έν’ άλλο χτυπάει στο κούτελο και το ξαπλώνει χάμου.

Φωτεινός

Βλέπεις· εγώ δεν τους ψηφώ, με τα γεράματά μου.

Μήτρος

Πατέρα τί ’ναι πὄκαμες!

Φωτεινός

Περίδρομος, κεφάλα, * μη βλαστημήσω το βυζί που σὄδωκε το γάλα. Δε νιώθεις πώς τους σχαίνομαι! Όλην αυτήν την ψώρα 35 οπὄρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα —όπως είν’ ένας ο Θεός κι εγώ ’μαι Λευκαδίτης— την έπαιρνα όλη επάνω μου κι επνίγομουν μαζί της. Κι εσύ του γέρου Φωτεινού μονάκριβο βλαστάρι, του λύκου τ’ ανυπόταχτου, αγγόνι του Θιοχάρη, 40 π’ άλλη τροφή δεν έλαβες να φας και να χορτάσεις, για να σου βάψει την καρδιά και να ριζοδοντιάσεις, παρά την έχτρα την παλιά, που ’ναι θεμελιωμένη, σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη, για κάθε ξένην αφεντιά βαθιά μες στη γενιά μας— 45 εσύ, θελέσι, * στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σα λουρίτης… * Ου, να χαθείς! Μ’ εντρόπιασες, δεν είσαι Λευκαδίτης.

Μήτρος

Μη με προπαίρνεις άδικα. Πατέρα μου, είναι τόσοι! Περνούν σα μαύρος σίφουνας… σφιχτά μάς έχουν ζώσει. 50 Επιάσαν άλλοι τα ριζά κι άλλοι χτυπούν τη λάκκα· ξεθεμελιώνουν σχοιναριές, δεν άφησαν ασφάκα· φωνές και χλιμιτίσματα, αλαλαγμός και χτύποι… Πάνε του γέρου Δημουλά οι παινεμένοι κήποι, πάνε και φράχτες και λιθιές! Σαν να ’ταν λυσσασμένοι 55 με τ’ άλογά τους του ριχτού, ορμήσαν μανιωμένοι να φθάσουν ένα δύστυχο, πατέρα, μισολάγι, που το ’φεραν κυνηγητά οι σκύλοι από το πλάγι. Λες κι είν’ ανεμοστρόβιλος! Εμπρός… εμπρός απ’ όλους έν’ άλογο σιδέρικο σκορπά λιθάρια, σβόλους 60 και στη χρυσή τη σέλα του βαστά έναν καβαλάρη οπού πετά σαν αϊτός και που κρατεί κοντάρι… Πω πω! πατέρα, χαλασμός για μια νεροχελώνα· δεν είναι μεγαλύτερο… πήρε τον ψυλλιθρώνα και το ’χασαν το πάτημα… Ολόγυρ’ αλωνίζουν 65 αμέτρητα λαγωνικά κι αναποδογυρίζουν τ’ αμπελοφύτια του Χτενά, του Κούρτη τα λινάρια. Πήραν ξελάκκου μια κοπή και σφάζουν τα κριάρια οι σκύλοι τους, που εμάνιωσαν…

Φωτεινός

Κι ακόμα δεν τους τρώμε! Το βλέπεις αν είμ’ άδικος όταν τους καταριώμαι.

Μήτρος

70 Πατέρα μου, εσταμάτησαν… ω δυστυχιά μου! Εφθάσαν και τα σκυλιά που ελάβωσες!… Οι κυνηγοί τα πιάσαν και τα ’φεραν στον αρχηγό… Μας είδανε, πατέρα… εχούμησαν επάνω μας… ήρθ’ η στερνή μας μέρα…

Φωτεινός

Να μη σαλέψεις απεδώ, μην ανασάνεις λέξη, 75 να ιδούμε αυτός ο ποταμός ώς πόσο θα να τρέξει. Πιάσε τα βόιδια μη σκιαχτούν… Α, Μήτρο, χέρι χέρι… Μόχτα, μωρέ, κι επλάκωσαν… Πρόσεχε το Δευτέρη.

Ολόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του, και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ’ εμπροστά του. 80 Κάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι στα λιοκαμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει σαν ανθισμένη αγράμπελη που πέφτει από κοτρόνι· του χρόνου τ’ άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι το μέτωπό του αυλάκωσαν, του το ’χαν κατακόψει. 85 Ο ήλιος του φτινόπωρου του ρόδιζε την όψη, ετύλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη, σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν’ άναβε το καντήλι της συντριμμένης του ζωής, κι έριχνε στην καρδιά του της νιότης όλον τον θυμό και τα παλιά όνειρά του.

90 Ξένος ζυγός δεν έγειρε του Φωτεινού την πλάτη. Γι’ αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κι η Ελάτη ήσαν λημέρια απάτητα, κι εκείθ’ εροβολούσαν και κάθ’ εχτρό που φύτρωνε, τη νύχτα επελεκούσαν. Το ρέμα του Σαρακηνού, τ’ άγριο Δημοσάρι 95 χίλιες φορές τα χόρτασε με φράγκικο κουφάρι κι ήταν σωρός τα κόκαλα, που στην Κουφή Λαγκάδα και στη Νεράιδα ασπρίζανε γυμνά στην πρασινάδα. Μόνος ακόμ’ απόμενε. Το Γήταυρο, τον Πάλα, το Διγενή, το Ρουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα, 100 κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Μια μέρα στο χορτάρι μ’ έναν παλιόν παλικαρά, το γέρο το Θιοχάρη, ετρώγαν ένα λιάνωμα κι ερώτησε την πλάτη. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι πάνου σ’ αυτό το κόκαλο, κι ευθύς του λέει: «Πατέρα, 105 μου δίνεις την Αργύρω σου;» (την είχε θυγατέρα ο προεστός, μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.) «Να ’ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!» και τὄδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος. Από τα τότε ημέρεψε. Είχεν αρχίσει ο θέρος 110 κι εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι. Είδε οι καιροί που ’σαν κακοί, φαρμακεμέν’ οι χρόνοι, ολόγυρά του συγνεφιά… Xίλιων λογιών θερία εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμία. Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα! 115 Κανένα γλυκοχάραμμα· νύχτα, σκοτάδι πίσσα. Αρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της κι έγινε ζευγολάτης.

Κι ο καταρράχτης του βουνού, αντί με τ’ άρματά του, πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του. 120 Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα, να ’ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα. Τ’ αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τα ξύλα του κομμένα πάντα σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα ποτέ τους ρόζο ή σκέβρωμα. Ήθελ’ από πρινάρι 125 το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι. Ζυγό και σπάθη από φτελιά, κι ήθελ’ από αγριλίδα να ’ναι χυτές οι ζεύλες του. Μόνο ψωμί του, ελπίδα, ήτανε το ζευγάρι του. Μόνη κυρά του, αφέντρα, στα χέρια του η βουκέντρα.

130 Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα, τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρει αχνάδα ξένος κανείς του μυστικού. Κι όταν ο ζευγολάτης μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της κι επροσκυνούσαν ξίσκεπα. Τον είχε βασιλιά του 135 φτωχός, πανόρφανος λαός και τ’ άσπρα τα μαλλιά του στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο ωσάν κορόνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο. Πάνου σ’ αυτό το είδωλο, σ’ αυτόν τον ασπρομάλλη ακράτητη όλ’ η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη 140 κι εκείνος μένει ασάλευτος, σα βράχος που προσμένει στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα οργισμένη.

Τον έζωσαν τα κύματα κι έβραζε γύρα γύρα μελανιασμένη, ακράτητη η ανθρώπινη πλημμύρα, σαν να ’θε’ να τον καταπιεί. Απάνου του εχτυπούσαν 145 φοβέρες και περίγελα. Εγρούζανε, αλυχτούσαν οι σκύλοι μες στα πόδια του κι αιμάτωναν το δόντι εις τη σκληρή τη σάρκα του. Και συριγμοί και βρόντοι σαν να ’βραν αγριογούρουνο που μέσ’ απ’ τη μονιά του δεν ήθελε να πεταχτεί. Τ’ άχαρο φόρεμά του 150 ρεύει κομμάτια καταγής. Τ’ άλογα χλιμιτούσαν κι απάνου στ’ άσπρα του μαλλιά βραστούς αφρούς σκορπούσαν κι εδέρναν με τη γλώσσα τους το χαλινό στο στόμα κι εφρίμαζάνε κι έσκαφταν του χωραφιού το χώμα. Έμεν’ ο Γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι 155 έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι, κι εκείθ’ αστράφτει όλ’ η φωτιά που καίει τα σωθικά του. Λες κι έβλεπες το Γένος του, μ’ όλη τη δυστυχιά του, τη φτώχεια, τα γεράματα, την καταφρόνεσή του, ολόρθο ν’ αντρειεύεται και με τη δύναμή του 160 τη μαγική, την άμετρη, γυμνό, κατακομμένο να δείχνει πάντ’ ανίκητο το μέτωπο στον Ξένο.

Μ’ αυτόν τον ήλιον έλαμπε κι αυτός ο εβδομηντάρης!

Μέσ’ απ’ τη μαύρη καταχνιά βγαίνει ένας καβαλάρης και τ’ άλογό του σταματά εμπρός στο ζευγολάτη…

Τζώρτζης

165 Εσύ μου πετροβόλησες, παλιόγερε, χωριάτη, τα δυο μου τα λαγωνικά;

Φωτεινός

Μόνος εγώ κι όχι άλλοι.

Τζώρτζης

Μίλει μου ταπεινότερα… Λύγισε το κεφάλι, προσκύνα τον αφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη!…

Κι ο Φράγκος τ’ άσπρα του μαλλιά χτυπά με το κοντάρι.

Τζώρτζης

170 Κι εγνώριζες ότ’ ήτανε κείνα σκυλιά δικά μου;

Φωτεινός

Τα γνώριζα και τα ’διωξα μέσ’ από τη σπορά μου.

Τζώρτζης

Πούθε κατάγεσαι, μωρέ;

Φωτεινός

Εδώθε… Σφακισάνος.

Τζώρτζης

Κι εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατζιάνος. Αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου. 175 Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου, ήμερο κι άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου, τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου, όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι είτ’ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι, 180 το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι. Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ κι εγώ και τα σκυλιά μου, τίποτε δεν ορίζετε κι είναι κι αυτή σπορά μου. Κι ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη, 185 δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!

Και στα στερνά τα λόγια του ένιωσε ο ζευγολάτης ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ’ ασπράδι του ματιού του κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

Φωτεινός

190 Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα, αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει, και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι 195 και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι. Τότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάσει!…

Τζώρτζης

Δείξε μου αυτό το λείψανο που θα βρικολακιάσει.

Φωτεινός

Εγώ… ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης, που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις. 200 Εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω για να τρώγει άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη. Εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω 205 το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω. Εγ’ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη και παίρνω κέρδο, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη, 210 που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο. Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. Τ’ άψυχο το κουφάρι αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι… Μη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη…

Τζώρτζης

215 Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη· μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου… Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;…

Φωτεινός

Καλύτερα το βρόχο παρά τα γόνατα στη γη… Άρα‒κατάρα το ’ χω… 220 Θα ’φηναν λάκκωμα βαθύ και θα ’ταν μέγα κρίμα, τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.

Τζώρτζης

Τώρα θα ιδείς, παλικαρά… Ακούστε με, συντρόφοι, και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι… Να μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του, 225 και για την τόλμη πὄλαβαν τα πέντε δάχτυλά του να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη να συντριφτούν με το σφυρί… Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;

Και δυο σκιάδες πάραυτα ορμήσανε κι αρπάξαν τα βόιδια που ’ταν στο ζυγό. Δυο άλλοι τον αδράξαν 230 κι εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι με τη σφεντόνα πὄβρανε. Ύστερα με τη σκούλη, αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε. Όλο τ’ αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του 235 στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν να ’βγαινε η ψυχή του. Κι εκειός ο γερο-δράκοντας χωρίς ούτε ν’ αχνίσει εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση τη γη του την ταλαίπωρη· και μέσα στην καρδιά του μεμιάς αστράψαν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του, 240 κι εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.

Το Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κι εντροπιασμένο κι αφήνει εκεί το Φωτεινός στ’ αλέτρι του δεμένο.

Φωτεινός

Παιδί μου, Μήτρο, απέθανες;… Πώς σέρνεσαι στο χώμα;…

Μήτρος

245 Πατέρα, οι λύκοι εφύγανε;… και ζεις, και ζεις ακόμα;

Φωτεινός

Σιγά και λύσε με απεδώ… Μην κλαις, ήταν γραμμένο.

Και το παιδί το δύστυχο, παράλυτο, σκιασμένο ξεδένει τον αφέντη του, φιλεί τα δάχτυλά του και το δεξί το χέρι του κρεμά στην τραχηλιά του 250 με τη σφεντόνα πὄσταζεν αιματοποτισμένη.

Φωτεινός

Μήτρο, το βλέπεις; Τίποτε, τίποτε δε μας μένει, ούτε ζευγάρι, ούτε σπορά. Κρέμονται στα λουλούδια, που παραστέκουν μαρτυριά, τα νύχια, τα μελούδια, το αίμα του πατέρα σου. Και στα γεράματά μου 255 εβρέθη χέρι ανθρώπινο να δείρει τα μαλλιά μου… Νιώθεις βαθιά στα σωθικά τ’ άσπλαχν’ αυτά περόνια;…

Μήτρος

Δε θα σβηστούν απ’ την καρδιά, κι αν ζήσω χίλια χρόνια.

Φωτεινός

Τ’ ορκίζεις μ’ όλην την ψυχή;… Μου τάζεις, τη σφεντόνα που βράχηκε στο αίμα μου, να τη φορείς εικόνα 260 και φυλαχτό παντοτινό, για να κρατεί αναμμένο το πάθος μου τ’ ακοίμητο πὄχω για κάθε Ξένο;…

Μήτρος

Το τάζω… Σου τ’ ορκίζομαι.

Φωτεινός

Σου δίνω την ευχή μου δεμένη με την έχτρα μου… Πάμε απεδώ, παιδί μου.

Έριξε ο Μήτρος τ’ ορφανό τ’ αλέτρι του στον ώμο, 265 σα να ’ταν κούφια καλαμιά, και του χωριού το δρόμο παίρνει με πάτημα ελαφρό και με βαριά τη φρένα. Ακολουθούσε ο Φωτεινός. Με μάτια θερμασμένα κοιτάζει γύρου τα βουνά και λες που ξεθυμαίνει θωρώντας την Ελάτη του, η πύρη που τον ψένει.

270 Πόσο εμεγάλωσε μεμιάς! Περνά με τη βουκέντρα και φαίνεται ψηλότερος ότ’ είναι από τα δέντρα.