Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Κανάρης

Τη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί στο χέρι κι εσπιθοβόλεις κεραυνούς κι έφεγγες σαν αστέρι, όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα, τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα, 5 αν, όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου μέσα στη μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου, κανένας μάντης σὄλεγε ότι θα νά ’λθει ώρα να ιδείς, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα, πὄρευ’ ετοιμοθάνατη, — ότ’ ήθελες φωτίσει 10 μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση, ότι θα γένεις ζωντανή του γένους σου σημαία, ότι θα πας μακρά μακρά να φέρεις βασιλέα, και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλει, Κανάρη, στ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι, 15 ότι, πριν πέσεις καταγής, θα σου δοθεί κι η χάρη να ιδείς να λάμψει ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι όπου εβασίλευε παλιό, κατάπυκνο σκοτάδι, ότι ένα γένος σύψυχο του λάκκου σου τον Άδη θα εδρόσιζε με κλάματα, οπού θα ν’ αναβράνε 20 μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι αθάνατα θα να ’ναι, ότι θα σκύψει ξέσκεπος εμπρός στα λείψανά σου να σε φιλήσει εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλιάς σου, — αν ένας μάντης τα ’λεγε ποιός ήθε’ τον πιστέψει;… Μόνος εσύ, πού γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει 25 βαθιά βαθιά στα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου, βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου, την πίστη την ακλόνητη στου έθνους σου την τύχη… Αυτή, Κανάρη, σὄβαψε τον σιδερένιον πήχη κι έδωσε στο καράβι σου χίλια φτερά να τρέχει… 30   Σήμερα ποιός την έχει;…

Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμα συγνεφιασμένον, κάτασπρον στο φτωχικό σου στρώμα, σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλι όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμιάν ανεμοζάλη 35 για να μουγκρίσει φοβερά… και σήμερα κουφάρι!… Έγειρα τότ’ εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Κανάρη, τα λιοκαμένα δάχτυλα κι ένιωσα κάθε ρώγα, πὄβραζε μέσα κι έλαμπε με την παλιά σου φλόγα. Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μὄδωκες την ευχή σου, 40 μου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου και μου ’πες, λιονταρόκαρδε, —«Μην κλαις, δε θα πεθάνω, πριν ξανανιώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».

Κι απέθανες! κι εσβήστηκες!… Τα ριζιμιά, οι βράχοι δε σκιάζονται γεράματα και στου βουνού τη ράχη 45 ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι και μάχεται με τα στοιχειά… Κι εσύ, κι εσύ, Κανάρη, που ’λθες στη γη θεόχτιστος κι οπόταν εθεωρούσε το χιόνι στο κεφάλι σου κανείς π’ ασπροβολούσε, επίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του 50 με την αθανασία του, με την παλικαριά του, εσύ σωριάζεσαι μεμιάς;… Μέσα στα χώματά σου θα καταπιάσει ηφαίστειο ή θα σβηστεί η φωτιά σου;…

Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα να ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα.

Μαδουρή [1877] *
[Από επιστολή που συνόδευε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, Εστία Β' 93 (9 Οκτ. 1877), 641-642]
[…] Είναι βαρύ το όνομα του Κανάρη, είναι πολύ βαρύ και φοβούμαι μη υπό τον πελώριον όγκον κύψει τον αυχένα η ποίησίς μου. Αλλά πώς να μη ρίψω κι εγώ μακρόθεν επί του τάφου του αειμνήστου ήρωος ολίγα νεκρολούλουδα, αφού δεν ηυτύχησα ν’ ασπασθώ την στιβαράν χείρα του, εγώ όστις τον ηγάπων μέχρι λατρείας;
Πέρυσι τον επεσκέφθην πολλάκις εις Κυψέλην και ηκροώμην αυτού διηγουμένου μετά παιδικής αφελείας τ’ ακατανόητα άθλα του… «Όλα, παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη», στερεοτύπως απήντα εις εμέ ο γέρων πυρπολητής, οσάκις συγκεκινημένος τω εξέφραζα τον θαυμασμόν μου.
Ότε προσεκόλλησεν επί της ναυαρχίδος του αιμοσταγούς Καραλή το τρισένδοξον πυρπολικόν του, κατέβη δε εις την μικράν λέμβον, ένθα εν αγωνία θανάτου τον επρόσμενον οι γενναίοι σύντροφοι του και ήτις είχε δεθεί διά σιδηράς αλυσίδος επί της κλίμακος του τρικρότου, ο Κανάρης διέταξε την απομάκρυνσιν, φοβούμενος μη αι αυταί φλόγες συγκαταφάγουν Οθωμανούς και Έλληνας. Αλλ’ η λέμβος, ως εάν εκρατείτο υπό μυστηριώδους αφανούς δαίμονος, έμενεν ακίνητος, μη υπακούουσα εις την πυρετώδη βίαν των κωπηλατών. Τότε των θαλασσών ο απτόητος δεσπότης ενόησεν ότι ο δεσμός της αλυσίδος δεν είχεν εντελώς λυθεί και λαβών αταράχως τον πέλεκυν έκοψεν αυτόν και απεσπάσθη ως εκ θαύματος εκ του σημείου, ένθα επέπρωτο μετ’ ολίγον να τελεσθεί μία των φρικαλεοτέρων και ενδοξοτέρων σκηνών του μεγάλου εθνικού δράματος.
«Τα ολίγα δευτερόλεπτα, τα οποία εδαπανήθησαν εν τω απροσδοκήτω εκείνω συμβάντι, ήσαν αρκετά να επιφέρουν την καταστροφήν μας», μετ’ απεριγράπτου μειδιάματος μοι έλεγεν ο Κανάρης. «Οι Τούρκοι ήσαν τόσοι, ώστε, εάν έπτυον επάνω μας, θα μας έπνιγον αναμφιβόλως. Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνώρισε την ψυχήν των δούλων του.»
Ο θάνατος του Κανάρη εν τες σημερινές του Έθνους περιστάσεσιν είναι συμφορά ανεπανόρθωτος. Βεβαίως δεν ήτο δυνατόν κατ’ εξαίρεσιν να μείνει αθάνατος ούτε γέρων ενενηκοντούτης ήθελεν επιχειρήσει ό,τι άλλοτε παίζων εξετέλει. Αλλ’ εν τω προσώπω του Κανάρη ήστραπτεν ακόμη ζώσα η λάμψις του Ιερού Αγώνος, διότι, παραδόξως, όλοι οι μεγάλοι της Δύσεως ποιηταί εκ των άθλων αυτού ενεπνεύσθησαν περισσότερον παρά εκ των λοιπών ηρωικών κατορθωμάτων της Επαναστάσεως. Επεβάλλετο λοιπόν ακόμη εις την κοινήν του κόσμου γνώμην ο θαλάσσιος ήρως και ίστατο εν μέσω ημών ως μνημόσυνον αιώνιον αρχαίων ημερών ενδόξων και ως παράδειγμα αξιομίμητον εις τας παρούσας γενεάς. Αλλά διατί η έκτακτος αύτη των ποιητών συμπάθεια υπέρ του Κανάρη;… Ούτ’ εγώ δεν το καταλαμβάνω. Ίσως εις την προτίμησιν ταύτην συνέτεινεν όχι ολίγον και η αρμονία του ονόματός του… Μη γελάς, φίλε, διότι είναι βέβαιον ότι η ποίησις έχει πολλάς τοιαύτας ιδιοτροπίας και μη αμφιβάλεις ότι, όσον και αν δοξασθώσι πολλά ονόματα, δεν θα εύρουν εύσχημον τοποθέτησιν εν τω στίχω.
Αύτη είναι η ταπεινή μου γνώμη.