Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Κεφάλαιον [7]
Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο

(Άλλη επιγραφή:)

Η Εκδίκηση

1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού που ’ναι χωρίς ονείρατα. 2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος ούτε δικός ούτε γιατρός ούτε πνεματικός, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος έσκυψα και με τα καλά τής έλεγα να ξαγορευτεί. 3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της ακλουθώντας να κοιμάται. 4. Και ιδού η πρώτη φωνή η αγνώριστη που μου ’πε στο δεξί αφτί: Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές, και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς που σφάζονται. 5. Τούτη τη στιγμή βλέπει στον ύπνο της το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε, ήγουν την αδελφή της που διακονεύει, και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε. 6. Και η δεύτερη φωνή που εγνώριζα εξανάειπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς από ζώντας εσυνηθούσε: 7. Αλήθεια, μα-μα-μαα-μά την Παναγιά, άκουσ’ εδώ, αααλήθεια, μμμά τον αϊ-Νικόλα άκουσ’ εδώ, αλλλήθεια, άκουσ’ εδώ, μά τον αϊ-Σπυ-σπυρί-δωνα αλήθεια, μά τ’ αγναχραρα-χραχρα-γράχναν-τα μυστήρια του Θεού. Και ιδού πάλι το μουρμουρητό που εφαινότουνα η φυσηματιά μες στον καλαμιώνα. 8. Ξάφνου η γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε. 9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε άκουσα τη φωνή της γυναικός οπού εφώναξε: Όξω, πόρνη, αποδώ. Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο. 10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακρία την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει. 11. Και εξεσκεπάστηκε σχεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι και εφάνηκε ένα ψοφογάτσουλο οπού ξετρουπώνει από την κροπιά ένας ανεμοστρούφουλας. 12. Αλλά εχτύπησε το χέρι της σε μια κάσα πεθαμένου, που ευρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής. 13. Και άνοιξε τα μάτια της, και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχτηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη. 14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μία κεφαλή γυναίκεια φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη πολύ τής έμοιαζε. 15. Πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μίαν άλλη κάσα, και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα. 16. Και έτσι εγνώρισα ότι έμελλε της γυναικός βρεθεί πριν ξεψυχήσει ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της και στη θυγατέρα της. 17. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπο μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη γυναίκα μοναχή και εμέ και το φως. 18. Γιατί τα σώματα των άλλων τριών ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχθούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα, 19. μαζί μ’ εμέ, το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ. 20. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη δικιοσύνη του Θεού, που θε να ’ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη, και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίσθηκε από το λογισμό. 21. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι, 22. επειδή στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει, 23. είδα από την κλειδωνότρουπα που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα. 24. Και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα, και δεν εκαταλάβαινα τίποτες, και εξανακοίταξα στο μέρος της οπτασίας. * 25. Και ήτανε μεγάλη σιωπή και δεν άκουες να βουίζει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος, γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη, 26. ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα του πέπλου, * που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά.

___

11.
που ήτανε σκεπασμένο από την κροπιά και έρχεται ένας ανεμοστρούφουλας και το ξεσκεπάζει
*
οπού ένας ανεμοστρούφουλας ξεσκεπάζει από την κροπιά οπού αρχίνησε να λιώσει

12.
Αλλά σπρώχνοντας το χέρι της όξω από το κρεβάτι για να διώξει την αδελφή της

15.
Πολεμάει να φύγει από τα πόδια του κρεβατιού (η μικρή κάσα του παιδιού *). Και το πρόσωπο του παιδιού σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και το πρόσωπο του γέρου σα * *, και το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναικός σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.
*
Πολεμάει να φύγει από τα πόδια του κρεβατιού (η μικρή κάσα του παιδιού *). Και το πρόσωπο του παιδιού ήταν σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και το πρόσωπο του γέρου σα * *, και της γριάς σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.
*
Πολεμάει να φύγει από τα πόδια του κρεβατιού, αλλά ιδού σ’ ένα προσκέφαλο κόκκινο * που ετιναζότουνα σαν το μισοσκοτωμένο πουλί. Και το πρόσωπο της παιδούλας σαν την έκλειψιν του φεγγαριού, και του γέρου σαν την αράχνη, και της γραίας (και της ηλικιωμένης) σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.
*
Και το πρόσωπο του γέρου είχε το χρώμα του τζιτζίκου, και της παιδούλας σαν την κεφαλή, σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και της γραίας σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.
*
Και το πρόσωπο του γέρου ήτανε σαν τον τζίτζικα, και της παιδούλας σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και της γραίας σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.

18.
των άλλων δύο

20.
]* εσυγχύστηκε

21.
]* εσυγχύστηκε