Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Κεφάλαιον 5. Προφητεία απάνου στο πέσιμο του Μισολογγίου]

1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ’ ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα αποπίσω από μια φράχτη και εκοίταζα. 2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι κι αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό. 3. Και μια απ’ αυτές απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας το γιαλό: Αδελφάδες, εφώναξε, 4. ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα, το Μισολόγγι· ίσως νικάει, ίσως πέφτει. 5. Και εκίνησα για να φύγω και είδα αποπίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μια γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε. 6. Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας, και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε. 7. Κι εγώ άκουγα μέσα μου μεγάλη ταραχή και με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι. * Και δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε τη χώρα, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τα σπίτια, μήτε τη λίμνη· και εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μία καπνούρα γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπολέκι. 8. Και ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω δέηση με όλη τη θερμότητα της ψυχής, και είδα μες στον καπνό φωτισμένη από μιαν ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι που εσταμάτησε ανάερα μες στην καπνούρα. 9. Και μόλις έλαβα καιρό να θαμάξω για το φόρεμα της που ήτανε μαύρο σαν του λαγού το αίμα, για τα μάτια της κτλ., εσταμάτησε η γυναίκα μες στην καπνούρα και εκοίταε τη μάχη, και η μυρία σπίθα οπού πετιέται ψηλά εγγίζει το φόρεμα της και σβένεται. 10. Άπλωσε τα δάχτυλα στη λύρα και την άκουσα να ψάλει τα ακόλουθα: Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο. Κι απ’ όπου χαράζει κι ώς όπου βυθά [κτλ] 11. Και ότι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η Θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε. Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα. 12. Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα οπού μου έλεγε: Δόξα σοι ο Θεός, Ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σου ’ρθε. Σ’ έκραζα, σ’ εκούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτιζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Τώρα ότι έπαψε που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε; 13. Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα έπειτα που φίλησε το χέρι κάνοντας μια μετάνοια είπε: Και τί παγωμένο που ’ναι το χέρι σου.

___

1.
(Η φλόγα του μεσημεριού). Και ετούτη η φράχτη έδινε απάνου στο πέλαο εκεί στο Σταυρωμένο, και κάνει μεγάλη σιωπή στο πέλαο ]μεγάλη γαλήνη στη φύση, βγάνοντας το σεισμό οπού], στον ουρανό, στη γης, και μόλις ετρέχανε στη φράχτη οι σκουρκουρίτσες, . . . ορδανίτσες, βοστερίτσες

2.
Και μία κόρη μικρή αδειάζοντας ό,τι και αν είχε είπε: Ακούστε τί συφορά μάς είπε αυτή η γυναίκα. Ακούστηκε ποτέ από Τούρκο, από Αράπη; Και η μάνα της ]Και μία άλλη] βάνοντάς της το χέρι στο στόμα: Κλείσ’ το, της είπε, και μην ειπείς ποτέ λόγο απ’ αυτά. Εδώ στη Ζάκυθο μας εκάμανε καλό και τα σκυλιά τους. Και μία άλλη απλώνοντας: Δεν το ξέρεις τί είχε που την έθλιβε η καημένη κι αυτή.

4.
αν ήρθε ποτέ από το Μισολόγγι τέτοιος σεισμός

6.
Και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα έκλαιε παρακαλώντας με τα ξερόχερα στον ουρανό, και ανέβαινε το λιβάνι και εγώ τ’ ακλούθαγα ..... και (με συνεπήρε το πνεύμα *)

7.
μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· πολιορκισμένους και πολιορκούμενους και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα.
*
Και ευρέθηκα έπειτα από πολύ συλλογισμό δεν ηξέρω πώς εις το Μισολόγγι (με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι *), και μια ταραχή οπού εσκιάχθηκα μη με κουφάνει (και εφοβέριζε η γης να σχισθεί από την ταραχή), και δεν έβλεπα μήτε τους πολιορκισμένους, μήτε τους πολιορκούμενους, μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, γιατί ο καπνός τα εσκέπαζε όλα, και δεν έβλεπες παρά μία μαυρίλα, οπού πάντα περσότερο απλωνότουνα
*
τα εσκέπαζε όλα τα πάντα μία καπνίλα σαν πίσσα γιομάτη αστραπές, βροντές κι αστροπελέκια.
*
Και αισθάνθηκα * τα σωθικά και εταραχτήκανε φοβερά και ελόγιασα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω, αλλά ιδού ευρέθηκα σε τόπο που εσκιρτούσε αποκάτου μου σαν κλωνί στάρι στο μύλο,] σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα,] σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκαταλάβα πως ευρέθηκα στο Μισολόγγι, αλλά δεν έβλεπα μήτε την τάπια, μήτε τη χώρα, μήτε τη λίμνη, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι.

8.
Και ύψωσα τα μάτια μου και είδα μες στον καπνό
*
Και μη βλέποντας τίποτες ύψωσα τα μάτια μου και είδα μες στον καπνό μια γυναίκα *), και απλώνοντας το χέρι, που ενίκαε την ταραχή του πολέμου, στη λύρα, με μια φωνή που μου φαινότουνα πως θα την ακούνε νησιά και στεριές αρχίνησε να τραγουδάει τα ακόλουθα
*
Εσταμάτησε στην καπνούρα με μια λύρα στο χέρι, και ένα ρούχο σαν του λαγού το αίμα τής εκυμάτιζε, εις το οποίο η σπιθοβολή έγγιζε και εσβενότουνα
*
και ακατάπαυστα εσπιθοβόλουνε και άστραφτε
*
Και το ρούχο της που ’τανε σαν του λαγού το αίμα εκυμάτιζε. Και άρχισε με μια φωνή που ενικούσε την ταραχή του πολέμου, και που φαίνεται πως ακουότανε στα πέρατα της Ελλάδας

10.
[Πριν από τους στίχους:]
Προφητεία απάνου στο πέσιμο του Μισολογγιού
στ. 3:
βαστώντας τη λύρα

[Στο τέλος:]
Και εθυμήθηκα ένα ποίημα ενός οπού τον αγαπάω μήτε περσότερο μήτε λιγότερο από τον εαυτό μου, το οποίο, αγκαλά και μαθημένος στην ποίησιν της Θείας Γραφής, δεν το βρίσκω τόσο κακό, και εβάλθηκα και το είπα από μέσα μου

11-13.
Και ότι είχε αποτελειώσει τα λόγια της η Θεά έγινεν άφαντη (φωνές της νίκης). Και ιδού μου τα σωθικά μου φοβερά εταραχτήκανε και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και πως εστραβώθηκα. Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα, και τα κεράκια ήταν όλα λιωμένα ανάμεσα στα χόρτα. Θυμήσου τη γριούλα που του λέει πως του εμίλειε κτλ., και πιάνοντάς του το χέρι του Ιερομόναχου του το βρίσκει παγωμένο.

12.
και τα κεράκια ήταν λιωμένα και εμείνανε τα στερνά λιώματα στα χορτάρια, και το λιβάνι λιωμένο, και η γριούλα —