Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Μετάφραση της Ωδής του Πετράρχη]

Chiare, fresche e dolci acque

Νερά καθαροφλοίσβιστα, γλυκύτατα και κρύα, που μέσα αναγαλλιάζετο η ασύγκριτη ομορφία· 5 χλωρόκλαδα, όπου ακούμπησε τ’ ωραίο της το πλευρό (μ’ ανοίγεται η ενθυμούμενη καρδιά με στεναγμό)·

κι εσείς, που από το μόσχο σας, 10 δροσόχορτα, δροσάνθη, ο κόλπος του φορέματος ο αγγελικός ευφράνθη· αέρα ιερέ, που μ’ έσφαξαν τα μάτια τα λαμπρά· 15 ακούστε τα παράπονα που κάνω υστερινά.

Αν να κλεισθούν οι μέρες μου δακρύζοντας μου μέλλει από το πάθος το άπειρο, 20 κι ο Ουρανός το θέλει, μιαν χάρην η βαριόμοιρη ψυχή μου επιθυμεί, να λάβει εδώ τον τάφο της κι ολόγυμνη να βγει.

25 Πικρός, πικρός ο θάνατος! Αλλά δεν είναι τόσο, αν τέτοια ελπίδα της ψυχής εγώ μπορώ να δώσω· γιατί πού νά βρει η δύστυχη 30 περσότερη ησυχιά, για να γδυθεί τα κόκαλα, τα μέλη τ’ αχαμνά;

Ίσως καιροί θε να ’λθουνε που δε θα με μισήσει 35 η ωραιότης η άσπλαχνη· και θα ξαναγυρίσει στον τόπο που μ’ απάντησε τη μέρα την ιερά, και να με ιδούν τα μάτια της 40 θα δείξει επιθυμιά·

Αλλά, στες πέτρες βλέποντας το υστερινό μου χώμα, θ’ ανοίξει αναστενάζοντας έτσι γλυκά το στόμα, 45 οπού για κάθε αμάρτημα θε να συγχωρεθώ — στενεύοντας με δάκρυα ωραία τον Ουρανό.

Άνθια, θυμούμαι, επέφτανε 50 απ’ τα κλωνάρια πλήθος, συρμένα από τον Έρωτα στο μαλακό το στήθος· κι έστεκε με ταπείνωση σε τόσην δόξα αυτή, 55 ολόλαμπρη, ολοστόλιστη, απ’ την ανθοβολή.

Και ποιο από τ’ άνθια ησύχαζε απάνου στην ποδιά της, ποιο στα μαργαριτόπλεχτα 60 λαμπρόξανθα μαλλιά της· στην όψη ποιο του ρεύματος του λιβαδιού, και ποιο λες κι έλεε αεροπλέοντας: ο Έρως είν’ εδώ.

65 Πόσες φορές το πνεύμα μου από τρομάρα επιάσθη, και: Τούτη, τούτη, εφώναξα, στον Ουρανόν επλάσθη! Γιατί όλα τότε μου ’καναν 70 τα φρένα εκστατικά, — το σώμα, το γλυκόγελο, το πρόσωπο, η λαλιά·

και τόσο αυτά μού κρύβανε στα μάτια την αλήθεια, 75 που ’λεα: Και πότε ανέβηκα, ποιός μου ’δωκε βοήθεια;— Θαρρώντας οπώς έλαβα οικιά στον Ουρανό· κι εγώ από τότε ανάπαψη 80 δε βρίσκω παραδώ.

Και συ, και συ, τραγούδι μου, αν είχε ο νους μου φθάσει να σε στολίσει ως ήθελα, τώρ’ άφηνες τα δάση, 85 κι επρόβανες τα λόγια σου στον κόσμο θαρρετά· αλλά μην πας, κι απόμεινε μ’ εμέ στην ερημιά.

[Francesco Petrarca]