Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Το ιατροσυμβούλιο *]

Τέλος πάντων ήρθε η ώρα οπού εσπάρθηκε στη χώρα πως πεθαίνει τ’ ανεψίδι του Δοτόρου του Ροΐδη· 5 και ο Δοτόρος δεν αργεί, αμπονόρα * την αυγή, το μπαστούνι του να βάλει αποκάτου απ’ τη μασκάλη, και κουνώντας το κεφάλι 10 και τα φρύδια, ευθύς αρπάζει το καπέλο και φωνάζει: «Ah! Non voglio piu aspettar; θε να ιδώ, cos’è sto affar. Δύο — τρεις — τέσσερις — πέντε — έξι· 15 αμπονόρα * και θα βρέξει· cosi par… Μωρή κοπέλα, να μου φέρεις την ομπρέλα· είναι ινκόμοδο * πολύ για το χέρι να κρατεί 20 την ομπρέλα . . . Μα θα πεις, θέλεις κάλλιο να βραχείς; Νιάνκα * τούτο δε μου μπαίνει.»

Κι έτσι λέοντας κατεβαίνει κι απαντέχνει, εκεί που βγαίνει, 25 ένα του σκολειταρούδι: * «Μωρέ, συ ’σαι ένα λουλούδι· κι εγώ εγίνηκα κουκούδι. * Δεν τα λέω τα περισσότερα γιατί in fondo είναι χειρότερα. 30 Πόσα βάσανα! χιλιάδες· τρεμουλιό, * θέρμη, σοχάδες· * vedi caro πώς ευτύχησα αγκαλά μου τα εξεστίχισα. * Ma zà κάνω ogni sproposito 35 μέρα νύχτα… Μπα! a proposito, vostra madre τί μου κάνει; Με τον μπάρμπα πώς τα βγάνει; * Πόσο πὄχω να τη δω! Μωρέ, α δέν εχω καιρό· 40 έχω εκείνο τ’ ανεψίδι, που θα λέει: Μπρε, το Ροΐδη κάποιος θα τον αποκοίμισε· ναι! — και θέλει μ’ απεθύμησε! — Πες τση pur πως τόμου * αδειάσω * 45 θά ’ρθω εκεί να ολημεριάσω, * και να βράσει ένα κοτόπουλο, και να ψήσει ένα γαλόπουλο· αγκαλά μου —πίστεψέ μου— δεν έχω όρεξη ποτέ μου,— 50 με χορταίνει η μυρωδία· μα σας κάνω συντροφία· κι έπειτα από το γιόμα, * απ’ το ίδιο μου το στόμα θε ν’ ακούσεις, για να κλαις, 55 ούλες μου τσι συφορές! Αγκαλά μου, μισοξέρει ο σιορ * πάρες * κάποια μέρη· μα ούλες, ούλες θα τσι πω, και θε να τσι ξαναειπώ, 60 δεν μπορώ να τσι απομάνω, δεν μπορώ… θα ξεθυμάνω, να τσ’ ακούσει η σιόρα * μάρε· * είναι gravida, mi pare: ας γεννήσει alla buon’ ora: 65 rispettabile Signora! Είναι αρχόντισσα graziosa, είναι poi και generosa: Vera dama! —Τί γελάς; Να μου τηνε προσκυνάς.— 70 Όχι, δέν ειναι τουλούπα, * caro, πες τση τα όσα σου ’πα. Να τση πεις τση σιόρα * μάρες, * (μα να μήν ειναι ο σιορ πάρες) * να μου στείλει εκειά τα κλήματα· 75 addio caro: προσκυνήματα.» Και τη ρούγα * του ότι αρχίζει, πάλι οπίσω του γυρίζει· «Ε! κάτ’ ήθελα να πω· α!… γιά πες, να σε χαρώ, 80 κείνη, η μοραϊτοπούλα, οπού είχετε για δούλα, είναι ακόμη εκεί; Ben! την έχω για πιστή. Γεια σου, μάτια· προσκυνήματα· 85 και θυμήσου για τα κλήματα.» Με τα κλήματα στο νου του πάει στο σπίτι τ’ ανεψιού του, κι ευθύς πέφτει στο σοφά * λέγοντας: «Είμαι κακά! 90 Εισέ ούλα μου τα μέλη έχω σαν ένα τρουβέλι· * μου σφυρίζουνε τ’ αφτία,— κι εδώ πάντα μία χτυπία, στσου μηλίγγους μαρτελάδες, * 95 e, per giunta, έχω σοχάδες· * κάλλιο να ήμουνα μαμούνι!— *

(Στρέφεται προς ένα παιδί οπού γελάει ενώ αυτός ομιλεί)

Τί γελάς εσύ γουρούνι; Σου μετράω με το μπαστούνι όσες σέρνει ο Κουτσοφλέβαρος, 100 σου μετράω στη ράχη εσένανε! Τί σου φαίνεται! μ’ εμένανε δε γελάει κανείς ποτέ!—

(Προς την αδελφή του)

Ζαχαρένια μου, ένα τε. Έλα δα! σε σκουτελούλα· * 105 μπα! και ρουμ· μα μία σταλούλα.—

(Προς το παιδί)

Σου την τρίβω εγώ τη μούρη· perchè no?

(Προς την αδελφή του)

Κι ένα κουλούρι.

(Προς το παιδί)

Σιγά, bestia, έβγα απεδώ!

(Προς την αδελφή του)

110 Presto cara. Θε να ιδώ αν μπορώ να ζεσταθώ. Μα τί γλήγορα που βγάνεις * ούλες τσι δουλειές που πιάνεις! Μὄρχονται συχνά λιγούρες·— * 115 μυρωδιά από τσιπούρες· ουφ!

(Προς το παιδί)

Καλά, μωρέ, καλά!

(Προς την αδελφή του)

Έβαλες το ρουμ * σωστά. Αχ! να μου είχε την υγειά του! 120 Πες μου, επήε * ποτέ αποκάτου;

Ζαχ.

Όχι, από τα ψες το βράδυ.

Ροΐδ.

Vi diro: καλό σημάδι. Τίγαρις * εις το κρεβάτι εγώ απόψε έκλεισα μάτι; 125 Κάθε λίγο είχα στο νου μου την αρρώστια του ανιψιού μου. Τόμου * χάσω εγώ τον ύπνο, δε βασταίνω.— Μέγα δείπνο αύριο βράδυ στου Reggente; 130 da la festa il Residente; μ’ εκαλέσανε κι εμένα· μα τσου βούρλισε η Νοβένα! Πες μου, απόψε πώς επέρασε με το γιατρικό;

Ζαχ.

135 Το ξέρασε.

Ροΐδ.

Μωρή, το ’λπιζα, και το ’πα με το νου μου… Σώπα… σώπα…. ο γιατρός ο Ταγιαπιέρας· μά το ναις, οπού ’ναι τέρας· 140 είναι χάρισμα Θεού· Ταγιαπιέρας του κακού!

Ταγιαπ.

Σιορ * Δοτόρο, καλή μέρα.

Ροΐδ.

Μωρέ γεια σου, Ταγιαπιέρα· καρτερούμε τσου γιατρούς· 145 μπρε, σαν ψύχρα, —την ακούς;

Ταγιαπ.

Maintenant je ne sens rien; il faut faire en médecin: il est temps de la finir.

Ροΐδ.

Κάνει ψύχρα, vengo a dir.
(Πιάνει έναν κούνουπα)

150 Αχ! τον ηύρηκα per Bacco!… Αρρωστία! * … δο μου ταμπάκο. Μωρέ γεια σου· είναι καλός· είναι ξενοτικός· * και ποτάζεις * και μπερκέτι· * 155 μωρέ, νά· και γιόμισέ τη· αγκαλά μου, είναι μικρή· να σου δώσω και χαρτί. Μπρε, δεν έχω· Ζαχαρένια, (δε μου κάμανε τα γένια) 160 πένες, πένες και χαρτί φέρ’ εδώ· φέρε πολύ· Βλέπεις κιόλις, * καρτερούμε τσου γιατρούς, και θε να ιδούμε ριτσετούλες…! * Ευτυχία 165 πὄχουνε τα σπετσαρία! * Και τί έρχονται να πούνε; Ζαχαρένια, — θε να ιδούνε!… τί κονσούλτο * που θε να ’ναι! Και τα σίσκλα * θα γελάνε! 170 Μα για να γενεί σωστό κράχτε και το Μαυριανό· κράχτε τονε· τί μου κάνει; Και το Ζέπο το Ζαβλάνη· ναίσκε, * ας έλθουνε, να ιδείς, 175 Καρβελάς και Πανταζής. Αμή ο Βούτος πώς σου φαίνεται; Δεν ηξέρει τί του γένεται· και κορδώνεται — κοσπέτο! * E quel fatuo di Zorzetto? 180 Ο Μπερέτας… ναι… κι εκειός, struca, struca, είναι γιατρός.

Ταγιαπ.

Les voilà qui viennent; silence: il faut avoir prudence. Cher ami, vous êtes un fou.

Ροΐδ.

185 Τσαμπουνίζεις * του κακού.»

Ήρθαν όλοι κι εκαθίσανε, και με τρόπο εχαιρετήσανε, μα εκειός δεν αναδεύτηκε, μα τσου κοίταξε, κι ερεύτηκε. * 190 Τέλος βάνει τα γυαλιά του:

Ροΐδ.

«Ναι· σαν τώρα απάνου κάτου, ήρθε επέρσι quel Signore,— quell’Inglese viaggiatore; io l’andavo a salutar, 195 era ricco e singοlar. Ha viaggiato quanto Cook; ma venir bisogna ad hoc. Prima già voglio informar: è imbrogliato questo affar; 200 questo affar è imbrogliatissimo Και ο Καντιότος: «Va benisimmo

Ροΐδ.

«Vengo, caro: τα συμπτώματα· περνάει πάντα τ’ απογιόματα * με μια σα λιμοκαψούλα,— * 205 πάντα… αλήθεια λέω, Φιορούλα; Κι ακούει πόνο εδώ και κλαίει.» Και ο Δικόπουλος του λέει:

Δικόπ.

«Και πότε έπεσε;

Ροΐδ.

A ponto: 210 vengo, questo è un altro conto; voglio andare colle serie, non confondo le materie. Τον κοιτάζω εκεί κι εδώ· δεν ηξέρω τί να πω. 215 Και για τούτες τσι σκινέλες * του έβαλα δύο τρεις αβδέλες· και του δίνω ένα πουργάντε * και του μπήχνω un vescicante Και ο Δικόπουλος με γέλιο:

Δικόπ.

220 «(Μωρέ, ακούς, Μπερέτα;) Meglio!

Ροΐδ.

Meglio; Ναι, να σε χαρώ· grazie! io so quel che mi fo. Κι εγιατρεύτηκε, κι εμίλησε, μα δελόγκου * εξανακύλησε. 225 Είπα μέσα μου: Son stufo; sto ragazzo è già un martufo. Κάνω, κάνω, ma un costrutto non lo vedo, e qui sta il tutto

Οι γιατροί οπού αγρικήσανε 230 τέτοια κούρα * κι εσαστίσανε κάνουνε να σηκωθούνε, ως για να συμβουλευθούνε.

Ροΐδ.

«Alto là, Conprofessori! Ragguardevoli signori, 235 tra voi l’infimo già son; pur con vostra permission…».

Κι έτσι λέοντας πάει να πάρει το χαρτί, το καλαμάρι, για να κάμει τη ριτσέτα. *

Ροΐδ.

240 «Ecco qui: l’ho fatta in fretta Κι έτσι αρχίνησε να λέει:

Drachmas duas recipe rhei optimi pulverizzati, atque lapides, innati 245 animalibus, addantur; citri semina adjungantur in decoctum viperarum, atque Hoffman juventarum, et alteae et camomillae, 250 tormentillae et potentillae.

Pillulas. Calomelani atque guttas Hoffemani, et radices erbae Paeoniae, atque feculum Laponiae, 255 virginiana serpentaria; misce et fiant electuaria. Εδώ είναι δύο ριτσέτες· * ή τη μία ή την άλλη, πες του Ρήγα * να τη βγάλει· 260 πες του απ’ όνομά μου, μάτια.»

Κι ό,τι εγκρίλωνε τα μάτια, ευθύς φεύγουνε οι γιατροί σκοτισμένοι και κουτοί, κόκκινοι στο πρόσωπό τους 265 κάνοντας και το σταυρό τους· κι ο Ροΐδης θυμωμένος, κι από δόξα μεθυσμένος, κοκκινίζει σαν το γάλο και φουνιάζει: * «Δε θέλω άλλο! 270 Τούτα είν’ εκειά που τσι σαστίζουνε! Μα μ’ εμέ δεν τσαμπουνίζουνε· * δε μου δίνουνε αμπόδιο, * μα πεθαίνει… καταυόδιο! * Ma per altro, in conclusion, 275 ebbi la soddisfazion, να τσου κάμω μία ριτσέτα, * που δεν είναι για σεκέτα· * νόστιμα την εφορμάρισα, * κι ούλους τσι ντεσκαπριτσιάρισα!». *


___

στ. 80
κείνη η Οβριοπούλα

στ. 125
Ούλη νύχτα είχα στο νου μου

στ. 157
να σου δίνω και χαρτί

στ. 169
Και τα σέσκλα


Ο Λ. Πολίτης σημειώνει και τις ακόλουθες διαφορετικές γραφές:

στ. 4
Δετόρου,

στ. 5
Δετόρος

στ. 11
φουνιάζει

στ. 142
Σορ Δετόρο