Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Νικηφόρος ο Βρυέννιος]

[Σχεδίασμα]
Άννα η Κομνηνή ιστορεί ότι ο Αλέξιος, ο πατέρας της, στρατηγός τότε του προκατόχου του Νικηφόρου του Βοτονειάτου, ενώ συνοδοιπορούσε με τον επαναστάτη Νικηφόρο Βρυέννιο, δούκα του Δυρραχίου, τον οποίον αυτός είχε νικήσει και κάμει αιχμάλωτο, κοπιασμένος του δρόμου επέζεψε να ησυχάσει αποκάτω εις πολύφυλλο δέντρο. Ο Βρυέννιος έμεινε έξυπνος, κι ενώ εσυλλογίζετο τη συμφορά του, σηκώνει τα μάτια και βλέπει το σπαθί του στρατηγού κρεμάμενο από το δέντρο, και του έρχεται ο στοχασμός να σώσει τον εαυτό του φονεύοντας τον εχθρό του. «Και ίσως το έκανε» λέγει η ιστοριογράφος «αν κάποια δύναμις άνωθε δεν τον εμπόδιζε, ημερώνοντας την εξαγριεμένη ψυχή του, ώστε αυτός έμεινε με τα μάτια ιλαρά προσηλωμένα εις τον Αλέξιο».
Ο Σχίλλερ εις την διατριβή του: «Πόσον ωφελεί τα ήθη η φιλοκαλία» αναφέρει τούτην την πράξη, εις την οποίαν, λέγει, η φυσική ορμή αναγνωρίζει Κριτή το λόγο και ευθύς εις αυτόν υποτάσσεται.
Η παρατήρηση του σοφού της Γερμανίας, και η σκέψις ότι εις εκείνον τον ανήθικον αιώνα έτυχε να ανθίσει, κατά την ιστορική μαρτυρία, τούτο το υψηλό φρόνημα, επαρακίνησαν τον Σολωμό να σχεδιάσει ένα ποιήμα, εις το οποίον ιδανοποιούσε τον Βρυέννιο, τον επαράσταινε ότι αισθάνεται όλη τη διαφθορά της εποχής του και ότι ενταυτώ προαισθάνεται λαμπρότατο το μέλλον αυτού του ξεπεσμένου Ελληνικού Έθνους. Θα κλείσω (μου έλεγε ο ποιητής) εις την ψυχή του το μέλλον της Ελλάδας.
Του συνθέματος τούτου, το οποίον αγνοώ αν ο ποιητής ετελείωσε, δεν σώζονται εις τα ευρισκόμενα χειρόγραφα ειμή τα εξής ολίγα, και αυτά ήθελε μείνουν ακατανόητα, αν δεν εγνώριζα κάτι του σχεδίου. *

[1]

Ο Βρυέννιος άγρυπνος ενώ ο εχθρός του κοιμάται:

«Και συ, ανθισμένο κλαδί, όπου αυτός εκρέμασε το σπαθί του, του κάκου με προσκαλείς εις τη ζωή και μου δείχνεις τον τρόπο να τη γλιτρώσω. Αν ποτέ . . . . κάνω γλήγορα να τον ξυπνήσω.»

___
Εδώ [μετά τη λέξη «κλαδί»] ίσως είχε τόπον ο εξής στίχος, τον οποίον άλλοι άκουσαν από τον ποιητή:*
Μ’ αρέσει, δρυ, να σε θωρώ μες στ’ ουρανού τσ’ αγκάλες.


[2]

Έβλεπε εις πόση ματαιότητα είχε βυθισθεί το έθνος, και χαρακτηρίζει τον Έλληνα του καιρού του με τα ακόλουθα λόγια:*

«Και το θείον αίσθημα, με το οποίο πλησιάζει τη θεότητα, και αυτό, με όλους τους ναούς του, είναι, καθώς όλα τα άλλα,

απάνου στ’ άδειο της ψυχής πολύτιμο στολίδι.»

[3]

Ο νους του εβυθίζετο εις το μέλλον, κι έλεγε προς την Ελλάδα:*

«Εγώ σε ασπάζομαι εις το μέλλον εντυμένην με άπειρη δόξα·

. . . . . . . . . . η ψυχή μου εδέχτη τον ήλιο της ελπίδας μου, ήλιο με δίχως γνέφι, και με τους ήχους τ’ αηδονιού θεοτικά τη θρέφει.»

[4]

Στενός ο τόπος, σκοτεινός, κι εβρόντουνε από γέλια. *