Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[6]

Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικόν αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, η οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.*

Μακριά απ’ όπ’ ήτα αντίστροφος κι ακίνητος εστήθη· μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη. «Εκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου· με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου. 5 Φωνή ’πε: "Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος· στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος· παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου! Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου." Τούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του; 10 Η αγκάλη μ’ έτρεμε ανοιχτή κατά τα γόνατά του. Έριξε χάμου τα χαρτιά με τσ’ είδησες του κόσμου η κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . Χαρά τής έσβηε τη φωνή που ’ν’ τώρα αποσβημένη· άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη. 15 Εδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου, πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου· τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τσ’ αντρείας,

. . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τα ’χω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα, που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα· 20 δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους, σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους· να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι· η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»

«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»


___

στ. 5
Φωνή ’π’ «Ο δρόμος σου όμορφος και λούλουδα σπαρμένος
*
Περβόλι ο δρόμος που πατείς κι ο ήλιος μαγεμένος
*
Ο δρόμος μοσχοβολητός κι ο ήλιος μαγεμένος.

στ. 6
Στέκει στο χώμα που πατείς ο ήλιος μαγεμένος
*
Στην κεφαλή σου στέκεται ο ήλιος μαγεμένος
*
Σου στάθηκε στην κεφαλή ο ήλιος μαγεμένος

στ. 7
Παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, γρικώ, χαρά σου
*
Πρώτε καλέ παλικαρά, γεια σου, γρικώ, χαρά σου

στ. 8
Άκου! στεριές, νησιά της γης, ηχούν με τ’ όνομά σου
*
Άκου, στεριές, νησιά της γης, δοξάζουν τ’ όνομά σου

στ. 9
Γοργοκοιτάζ’ ολόγυρα, αχ, πού ’ν’ ο δοξασμένος
*
Κοίταξα ολόγυρα γοργά, αχ, πού ’ν’ ο δοξασμένος
*
Γύρω σαΐτεψα ματιές, αχ, πού ’ν’ ο παινεμένος
*
Άστραφτ’ ολόγυρα ματιά για τον ευτυχισμένον
*
Γύρω μ’ κοιτώ, ξανακοιτώ για τον ευτυχισμένον
*
Πρόθυμ’ ολόγυρα κοιτά για νά βρω τη θωριά του
*
Κοιτώ να δω τον ευτυχή και βάνω μάτια κάτου
*
Και προς που δεν πρωτόνιωσα βάνω τα μάτια κάτου
*
Τέλος με μάτια θαμπωτά γιομάτα δάκρυα κάτου


στ. 10
Κι έτρεμ’ η αγκάλη μ’ ανοιχτή […]
*
Η αγκάλη μ’ ελαχτάριζε […]


στ. 13-14

Χαρά μισόσβηε τη φωνή τώρα από μέ σβησμένη·
άμε, καλ’ όνειρο, κι εσύ με τη σαβανωμένη.


στ. 14
Της δόξας όνειρο χρυσό, τί θές με και συ τώρα;
*
Πάψε, γλυκ’ όνειρο, μη θες το νου μου … κάτου
*
Πάψε, χρυσ’ όνειρο, και μη και συ με βασανίζεις


στ. 15-16
Εδώ ’ναι χρεία να κατεβώ με το σωστό σπαθί μου
πριν χάσουν όλοι τη ζωή
*
Και να φουχτώσω το σπαθί και δρόμο να τους σκίσω.


στ. 17
Ελεύτερον ελεύτερα να . . . . μετά βίας
τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τσ’ ανδρείας


στ. 18-19
Γκόλφι να μου ’ναι στο πλευρό και να τους βγάλω πέρα
που μ’ είπαν διαφεντευτή και αδέλφι και πατέρα
*
έκραζ’ εμέ διαφεντευτή, εμ’ αδελφό, πατέρα
*
με πίστη διαφεντευτή μ’ είπ’, αδελφό, πατέρα


στ. 20
ν’ ανοίξω δρόμο τον πλατύ σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους
*
δρόμο να σχίσω τους πλατύ
*
να βγω σε λύκους μεταξύ άγριους πολλούς θρεμμένους
*
. . . . . ανάμεσα σε λύκους πολλούς θρεμμένους
*
να σκίσω δρόμον αστραφτά πιδέξια σαν το Χάρο
*
όσ’ έχω γω λίγη πνοή θε να ’μ’ εγώ και ο Χάρος


στ. 21
σε πολλούς λύκους με πολύ μίσος, θροφή και λύσσα
*
παιγνίδι το που στάθη με, τεράστιο το που μένει·
οι εχθροί χορτάτοι κι άξιοι, πολλοί και θυμωμένοι.